Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησαν ότι οι 27 χώρες που την απαρτίζουν πρέπει να είναι πλήρως ικανές να αμυνθούν έναντι μιας πιθανής ρωσικής επίθεσης έως το 2030, σύμφωνα με τον Πολωνό πρωθυπουργό Ντόναλντ Τουσκ.
Ο Τουσκ ανέφερε ότι μέχρι το 2030, η Ευρώπη πρέπει να είναι σαφώς ισχυρότερη από τη Ρωσία σε ό,τι αφορά τον στρατό, τον οπλισμό και την τεχνολογία, προσθέτοντας ότι αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί. Μιλώντας μετά τη σύνοδο κορυφής των ηγετών της ΕΕ, όπου συζητήθηκε το σχέδιο ενίσχυσης της αμυντικής ετοιμότητας, επεσήμανε ότι χώρες που δαπανούν λιγότερα για την άμυνα ήταν αρχικά διστακτικές απέναντι στην πενταετή στρατηγική που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο ίδιος εξήγησε ότι η Πολωνία, η Δανία και η Σουηδία υποστήριξαν πως όσο μεγαλύτερο είναι το στρατιωτικό πλεονέκτημα της Ρωσίας σήμερα, τόσο πιο γρήγορα πρέπει να κινηθεί η Ευρώπη. Τελικά, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποδέχθηκε τη δέσμευση ότι μέχρι το 2030, η ήπειρος θα πρέπει να έχει αποκτήσει πλήρεις αμυντικές ικανότητες.
Παρότι υπήρξαν αντιστάσεις από ορισμένες χώρες ως προς την προθεσμία, η Ευρώπη αυξάνει πλέον τις αμυντικές της δαπάνες, λόγω των ανησυχιών ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες στρέφουν την προσοχή τους προς την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Η Ουάσιγκτον έχει αποτελέσει τον εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ωστόσο ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει ζητήσει από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες. Σύμφωνα με τον Τουσκ, το ζήτημα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, ιδιαίτερα σε χώρες που δαπανούν ελάχιστα για την άμυνά τους και εξακολουθούν να μη θέλουν να αυξήσουν τις σχετικές δαπάνες.
Παρά τον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία εδώ και τρία χρόνια και τις αμερικανικές πιέσεις για αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες παραμένουν μακριά από τον στόχο του 2% του ΑΕΠ που έχει θέσει το ΝΑΤΟ. Το 2024, η Ισπανία διέθεσε μόνο το 1,28% του ΑΕΠ της στην άμυνα, ενώ η Ιταλία το 1,49%. Η Ρώμη σχεδιάζει να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες στο 1,6% του ΑΕΠ έως το 2027, ενώ η Ισπανία επιδιώκει να επιτύχει τον στόχο του 2% μέχρι το 2029, αν και η χώρα παραμένει εσωτερικά διχασμένη επί του θέματος. Εκτός από την Ισπανία και την Ιταλία, η Σλοβενία, το Βέλγιο και η Πορτογαλία δαπανούν επίσης σημαντικά λιγότερα από το όριο που έχει τεθεί από το ΝΑΤΟ.
Ο Τουσκ σημείωσε ότι η πενταετής προθεσμία βασίζεται σε ανάλυση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, σύμφωνα με την οποία η Ρωσία θα χρειαστεί περίπου πέντε χρόνια για να ανασυγκροτήσει τη στρατιωτική της δύναμη, μετά τις απώλειες που υπέστη στην Ουκρανία.
Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι αυτό δεν σημαίνει πως η Ευρώπη αναμένει ρωσική επίθεση το 2030. Αντιθέτως, τόνισε ότι το βασικό ζητούμενο είναι η ήπειρος να είναι πραγματικά ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της και να αποτρέψει τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Σύμφωνα με τον Πολωνό πρωθυπουργό, δεν πρόκειται απλώς για ζήτημα άμυνας, αλλά για την ανάδειξη μιας σαφούς εικόνας — μέσω συγκεκριμένων αποφάσεων και δράσεων — ότι η Ρωσία του Πούτιν δεν έχει καμία πιθανότητα απέναντι σε μια ενωμένη και καλά εξοπλισμένη Ευρώπη. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι αυτή είναι η μόνη αποτελεσματική μέθοδος για την αποφυγή του πολέμου.
Οι δηλώσεις του Τουσκ έγιναν λίγες ημέρες αφότου η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής — Λετονία, Λιθουανία και Εσθονία — ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αποχωρήσουν από τη διεθνή συνθήκη απαγόρευσης των ναρκών κατά προσωπικού. Οι τέσσερεις χώρες του ανατολικού άκρου του ΝΑΤΟ επικαλέστηκαν την απειλή από τη Ρωσία ως λόγο για την αποχώρησή τους από τη συνθήκη, η οποία υπεγράφη στην Οττάβα του Καναδά το 1997 και τέθηκε σε ισχύ το 1999. Σε κοινή ανακοίνωσή τους, οι υπουργοί Άμυνας των τεσσάρων χωρών δήλωσαν ότι από την επικύρωση της συνθήκης, η κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή τους έχει επιδεινωθεί σημαντικά.
Η Βαρσοβία, μάλιστα, γνωστοποίησε ότι έχει ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία επανέναρξης της παραγωγής ναρκών κατά προσωπικού. Ο Πολωνός υπουργός Άμυνας, Βλαντισλάβ Κοσινιάκ-Καμύς, ανέφερε σε συνέντευξη Τύπου ότι η ανάπτυξη αυτής της ικανότητας αποτελεί πλέον στόχο της πολωνικής αμυντικής βιομηχανίας, προσθέτοντας ότι υπάρχει ήδη η απαιτούμενη τεχνογνωσία για την παραγωγή τους.
Του Guy Birchall
Με πληροφορίες από το Reuters