Σχολιασμός
Έως την δεκαετία του 1960, το δημόσιο σύστημα σχολείων της Σουηδίας ήταν από τα καλύτερα του κόσμου. Τα ποσοστά αλφαβητισμού της χώρας ήταν σχεδόν 100%, και οι μαθητές τα πήγαιναν καλά στα μαθηματικά, φυσική, χημεία, και ανάγνωση. Η εκπαίδευση είχε ρόλο κοινωνικού σταθμιστή, ένα όχημα για κοινωνική κινητικότητα, και καταλύτης για οικονομική πρόοδο. Ωστόσο, αυτή η πηγή εθνικής υπερηφάνειας έχει εκφυλιστεί σε αίτιο κοινωνικής ανησυχίας. Σήμερα, τα σουηδικά σχολεία αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις, όπως την μείωση βαθμολογίας των διεθνών κατατάξεων, διαφορετική ποιότητα, παράλογη αύξηση βαθμών, και θέματα πειθαρχίας.
Αυτή η αλλαγή άρχισε την δεκαετία του 1960, όταν οι κυβερνώντες Σοσιαλιστές Δημοκράτες της Σουηδίας εισήγαγαν μεταρρυθμίσεις για να «δημοκρατικοποιήσουν» την εκπαίδευση μέσω αντικατάστασης του συμβατικού σχολικού συστήματος — που πρόσφερε διαφορετικά ακαδημαϊκά και εργατικά μονοπάτια στους μαθητές και έδινε έμφαση στην παραδοσιακή εκπαίδευση, την πειθαρχία, και την θέση του δασκάλου — με ένα μοντέλο ίδιο για όλα. Αυτό το σύστημα επίσης επικεντρώθηκε σε «προοδευτικές» μεθόδους, ισχυριζόμενο ότι τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα όταν τους επιτρέπεται να εξερευνούν ελεύθερα με ελάχιστη παρέμβαση ενηλίκου. Ως αποτέλεσμα, η αυτοοδηγούμενη μάθηση, η συνεργατικότητα, και η συναισθηματική ανάπτυξη εισήχθησαν, ενώ οι βαθμοί έγιναν λιγότερο σημαντικοί. Τα βιβλία αντικαταστάθηκαν με εργασίας τύπου πρότζεκτ και ο ρόλος του δασκάλου επαναπροσδιορίστηκε ως αυτός ενός προπονητή. Για ένα διάστημα, δοκιμάστηκαν ακόμα και «μαθήματα χωρίς δάσκαλο».
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν, εν μέρει, εμπνευσμένες από Αμερικανούς θεωρητικούς όπως ο Τζον Ντιούι, ο οποίος βάσισε τις ιδέες του στις θεμελιωδώς λανθασμένες συμπεριφορικές απόψεις της ανθρώπινης φύσης. Αυτή η φιλοσοφία λέει ότι η ανθρώπινη φύση είναι απαραιτήτως διαμορφώσιμη (ή μη υπαρκτή) και συνεχίζει να επηρεάζει την Σουηδική πολιτική έως σήμερα, δημιουργώντας μια τυφλή πίστη στην κοινωνική μηχανική, την τελειοποίηση της ανθρωπότητας, και την εξουσία κρατικών ειδικών για να αναδιαμορφώσουν την κοινωνία μέσω μια αλλαγής από πάνω προς τα κάτω.
Το αποτέλεσμα είναι ένα σχολικό σύστημα στο οποίο η ιδεολογική μόδα συχνά νικάει τα εμπειρικά στοιχεία. Ο Έρικ Λίντστορμ, σοχλιαστής και συγγραφέας του «Εκπαίδευση Χωρίς Αλυσίδες» (2024), είναι γνωστός επικριτής του σουηδικού σχολικού συστήματος και έχει μελετήσει τις πτυχιακές θέσεις περί εκπαίδευσης που κατατίθονται σε σουηδικά πανεπιστήμια. Επιβεβαιώνει ότι σχεδόν όλες παρουσιάζουν μόνο συναισθήματα για το πως το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να είναι, χωρίς εμπειρικά στοιχεία για να υποστηρίξουν ισχυρισμούς όπως: «Είναι μόνο ‘εγώ νομίζω’ τύπου απόψεις και τίποτα άλλο.»
Επίσης, καθώς τα σουηδικά σχολεία μεταμορφώνονται από μέρη εκμάθησης σε εργαστήρια ιδανικών πολιτών, γίνονται μια πολιτικοποιημένη αρένα υποκείμενη σε ατελείωτες αλλαγές από διάφορες κυβερνήσεις. Είτε αριστερή είτε δεξιά, κάθε διοίκηση επιχειρεί να αλλάξει την σε αργή κίνηση κατάρρευση μέσω της εισαγωγής νέων μαθημάτων, απαιτήσεις εκπαίδευσης δασκάλων, κλίμακες βαθμολογίας, ψηφιακών εντολών, και πλαισίων αξιολόγησης. Αυτή η συνεχής αλλαγή κάνει τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό αδύνατο, μπερδεύει τους δασκάλους, ενοχλεί τους γονείς, και εξαναγκάζει τους μαθητές να προσαρμόζονται σε νέα σύνολα μαθημάτων και συστημάτων βαθμολόγησης κάθε λίγα έτη.
Ακόμα και πολιτικές με καλή πρόθεση έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα επειδή εφαρμόστηκαν βιαστικά ή με αλληλοσυγκρούσεις λειτουργίας. Για παράδειγμα, η δεκαετία του 1990 είχε την εισαγωγή ενός εθνικού συστήματος επιλογής σχολείου που έσπασε το μονοπώλιο του δημόσιου σχολείου, οδηγώντας στην άνοδο των ανεξάρτητων σχολείων. Αν και η πρόθεση ήταν να βελτιωθεί η ποιότητα μέσω συναγωνισμού, αυτή η αλλαγή οδήγησε σε περαιτέρω προβλήματα. Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός βαθμών σήμερα είναι ένα θέμα, με έντονες διαφορές μεταξύ της απόδοσης μαθητών σε εθνικά διαγωνίσματα και στους βαθμούς τους, που υπονομεύουν την αξιοπιστία του συστήματος βαθμολόγησης και χαλούν τις εισαγωγές σε πανεπιστήμια. Σύμφωνα με τον Λίντοστορμ, αυτό γίνεται επειδή οι εκπαιδευτικές εταιρείες — αντί για τους γονείς — έχουν γίνει οι κύριοι καρπωτές των χρημάτων του συστήματος σχολικής επιλογής.
Η υποβάθμιση εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων της Σουηδίας είναι καλά τεκμηριωμένη. Από τις αρχές του 2000, η απόδοση της χώρας στο Πρόγραμμα Αξιολόγησης για Διεθνείς Μαθητές, που συγκρίνει την ακαδημαϊκή απόδοση μαθητών 15 ετών ανά χώρες, έχει πέσει κατακόρυφα. Μεταξύ του 2000 και 2012, η απόδοση των Σουηδών μαθητών σε μαθηματικά, ανάγνωση, και επιστήμες έπεσε σημαντικά, μένοντας πολύ πίσω από τις πρώτες χώρες όπως Φινλανδία, Εσθονία, και Ιαπωνία. Επίσης, σύμφωνα με την Σουηδική Εθνική Υπηρεσία Εκπαίδευσης, σχεδόν ένας στους τρεις μαθητές αφήνει την τρίτη γυμνασίου χωρίς τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να εισέλθει στο λύκειο.
Επίσης, τα ποσοστά αναλφαβητισμού αυξάνονται ραγδαία, ειδικά μεταξύ μεταναστών. Το 2013, καθηγητές πανεπιστημίων πρόσεξαν ότι κάποιοι γηγενείς φοιτητές δεν είχαν ικανότητα από οποιαδήποτε άποψη και έως το 2022, περίπου 800.000 από τα 10 εκατομμύρια κατοίκους της Σουηδίας είχαν κατηγοριοποιηθεί ως αναλφάβητοι— το υψηλότερο ποσοστό από τουλάχιστον τα μέσα του 19ου αιώνα, πιθανώς από τις αρχές του 18ου αιώνα.
Έχοντας αυτήν την θλιβερή εικόνα, πολλές κυβερνητικές προσπάθειες πρότειναν μέτρα για επανόρθωση της τάξης και ποιότητας στην σχολική τάξη, όπως ισχυρότερη θέση του δασκάλου, πιο απλές οδηγίες μαθημάτων, και νέα εστίαση στην βασική γνώση. Αλλά τα προβλήματα είναι συστημικά. Αν και η παρούσα κεντροδεξιά κυβέρνηση προσπαθεί να αλλάξει πορεία, ένα δίκτυο «βαθέως κράτους» ιδεολογικών διευθυντών, ακραίων ενώσεων, και προοδευτικών ειδικών της αντιστέκεται, αναφέροντας «έρευνες» που ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει τίποτα λάθος με το τρέχον σύστημα ή τα πρότυπά του.
Συνεπώς, βαθιά αλλαγή θα απαιτήσει περισσότερα από τεχνικές επιδιορθώσεις. Θα απαιτήσει μια πολιτισμική αλλαγή μεταξύ πολιτικών και διευθυντών που κάνει μια επαναξιολόγηση των λανθασμένων υποθέσεων περί ανθρώπινης φύσεως και παιδαγωγίας, οι οποίες οδήγησαν την σουηδική εκπαίδευση για δεκαετίες, πιθανώς. Εν συντομία, για να ανακάμψει η Σουηδία ως εκπαιδευτικό έθνος, θα πρέπει να επανανακαλύψει την αξία της δομής, πειθαρχίας, και υψηλών προσδοκιών. Έως τότε, οι νέες γενιές παιδιών θα συνεχίζουν να πληρώνουν το τίμημα για ένα πολιτικό πείραμα που είχε κακό αποτέλεσμα.
του Άντερς Έντουαρντσον
Απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν συμφωνούν απαραιτήτως με τις απόψεις της Epoch Times.