Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε τη μείωση των βασικών της επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, επικαλούμενη τη σταθερή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και τις εντεινόμενες πιέσεις που απειλούν την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, καθώς οι εμπορικές εντάσεις κλιμακώνονται διεθνώς και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη υποχωρεί.
Συγκεκριμένα, με απόφαση που γνωστοποιήθηκε στις 17 Απριλίου, το επιτόκιο καταθέσεων διαμορφώνεται πλέον στο 2,25%, αγγίζοντας το ανώτατο όριο της ζώνης που οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν προσδιορίσει ως «ουδέτερη» για την οικονομία – δηλαδή ούτε επεκτατική, ούτε περιοριστική. Ανάλογες μειώσεις ανακοίνωσε η ΕΚΤ και για το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης (στο 2,4%) και το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης (στο 2,65%). Οι νέες ρυθμίσεις θα ισχύσουν από τις 23 Απριλίου.
Όπως υπογράμμισε σε ανακοίνωσή της η ΕΚΤ, οι διαδικασίες αποκλιμάκωσης των τιμών βαίνουν καλώς, με τον γενικό αλλά και τον δομικό πληθωρισμό να σημειώνουν περαιτέρω υποχώρηση τον Μάρτιο. Ακόμη και ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες, που παρέμενε πεισματικά υψηλός, έδειξε σαφή μείωση, ενώ οι αυξήσεις μισθών φαίνεται να επιβραδύνονται, με τις βασικές πληθωριστικές πιέσεις να ευθυγραμμίζονται πλέον με τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Παρά τα μέτρα ενίσχυσης της ανθεκτικότητας που ελήφθησαν το προηγούμενο διάστημα, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ σημείωσε ότι η αβεβαιότητα γύρω από το παγκόσμιο εμπόριο βαραίνει σημαντικά τις προοπτικές της οικονομίας της Ευρωζώνης.
«Η αυξημένη αβεβαιότητα τείνει να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων», αναφέρει η ανακοίνωση, προειδοποιώντας πως η αρνητική αντίδραση των αγορών στις εμπορικές εντάσεις μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη πιο αυστηρές συνθήκες χρηματοδότησης και να πιέσει περαιτέρω τις οικονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης.
Σε συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, επιβεβαίωσε το κλίμα ανησυχίας, σημειώνοντας ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη αυξάνονται λόγω των νέων εμπορικών εμποδίων, των γεωπολιτικών εντάσεων και της επιδείνωσης της επενδυτικής ψυχολογίας.
«Οι προοπτικές της οικονομίας καλύπτονται από εξαίρετη αβεβαιότητα», δήλωσε η κ. Λαγκάρντ. «Οι διαταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο, οι εντάσεις στις αγορές και το γεωπολιτικό ρίσκο επηρεάζουν αρνητικά τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Αν οι καταναλωτές γίνουν πιο επιφυλακτικοί για το μέλλον, ενδέχεται να περιορίσουν και τις δαπάνες τους».
Οι καταναλωτικές δαπάνες αποτελούν θεμέλιο της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη – όπως και στις ΗΠΑ, απορροφούν σχεδόν τα δύο τρίτα του ΑΕΠ. Έτσι, ενδεχόμενη κάμψη στη ζήτηση των νοικοκυριών θα μπορούσε να επηρεάσει καθοριστικά την ανάπτυξη του μπλοκ.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ επεσήμανε επίσης ότι, παρά τη σχετική ανθεκτικότητα που επέδειξε η οικονομία της ευρωζώνης – με σύμμαχο τη σταθερή αγορά εργασίας, την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος, και τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης της βιομηχανικής παραγωγής – το συνολικό κλίμα παραμένει εύθραυστο. Οι εκτιμήσεις για το πρώτο τρίμηνο παραμένουν θετικές, ωστόσο η γενικότερη εικόνα έχει επιδεινωθεί σε σύγκριση με τις προβλέψεις του Μαρτίου.
«Οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη είναι πλέον περισσότεροι», τόνισε, προσθέτοντας πως οι εμπορικές εντάσεις και η συνακόλουθη αβεβαιότητα αναμένεται να περιορίσουν τις εξαγωγές και την αναπτυξιακή δυναμική της ευρωζώνης, με πιθανές αρνητικές συνέπειες για τις επενδύσεις και την κατανάλωση.
Ο ετήσιος πληθωρισμός στην ευρωζώνη υποχώρησε στο 2,2% τον Μάρτιο χάρη στη μείωση των τιμών ενέργειας και τη σχετική πτώση των τιμών υπηρεσιών στο 3,5%, ήτοι μισή ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα από τα τέλη του 2024. Οι μισθολογικές πιέσεις επίσης χαλαρώνουν, με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης των αποδοχών να περιορίζεται στο 4,1% στο τελευταίο τρίμηνο του 2024 από 4,5% το προηγούμενο.
Η κ. Λαγκάρντ επεσήμανε ότι εξωγενείς παράγοντες θα μπορούσαν να ωθήσουν τον πληθωρισμό ακόμη χαμηλότερα: μεταξύ αυτών, η ενίσχυση του ευρώ, η αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών ενέργειας και το ενδεχόμενο αύξησης των κινεζικών εξαγωγών στην ευρωπαϊκή αγορά, λόγω των αμερικανικών δασμών, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στις τιμές.
Αντιθέτως, επιβάρυνση στον πληθωρισμό θα μπορούσαν να προκαλέσουν αυξημένες άμυνες δαπάνες, δημόσιες επενδύσεις και η περαιτέρω διάσπαση των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, που θα επιβάρυναν το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων.
Πάντως, παρά το αβέβαιο κλίμα και το ότι οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη θεωρούνται αυξημένοι, η ΕΚΤ δεν έδωσε σαφώς το στίγμα της για τις επόμενες κινήσεις. Η κ. Λαγκάρντ επανέλαβε τη δέσμευση της Τράπεζας για πολιτική «εξαρτημένη από τα δεδομένα», διαμηνύοντας ότι κάθε απόφαση θα λαμβάνεται συνεδρίαση με συνεδρίαση, χωρίς προκαθορισμένες δεσμεύσεις για την πορεία των επιτοκίων.
Οι αγορές ωστόσο εξακολουθούν να αναμένουν τουλάχιστον δύο περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ εντός του 2025 – κάποιοι αναλυτές μάλιστα εκτιμούν ότι ενδέχεται να γίνει και τρίτη, αν οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέψουν. Η Τράπεζα, πάντως, τόνισε ότι οι επόμενες κινήσεις θα εξαρτηθούν από τα οικονομικά στοιχεία που θα συλλέγονται, την πορεία του δομικού πληθωρισμού και τις εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής στην οικονομία.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ αποκάλυψε πως κατά τη σημερινή συνεδρίαση εξετάστηκε ακόμη και το ενδεχόμενο μεγαλύτερης μείωσης, κατά 50 μονάδες βάσης, ωστόσο η τελική ομόφωνη απόφαση ήταν υπέρ της πιο ήπιας –κατά 25 μονάδες– κίνησης.
Οι αναλυτές της ING σχολίασαν ότι η επιλογή της περιορισμένης μείωσης αντανακλά, εκτός από την αβεβαιότητα, και την πιθανότητα ανατροπών που θα μπορούσαν να βελτιώσουν το κλίμα, όπως για παράδειγμα τυχόν εκτόνωση των εμπορικών εντάσεων ή γρηγορότερη υλοποίηση δημοσιονομικών μέτρων στη Γερμανία.
Παράλληλα, σημείωσαν ότι οι τελικές επισημάνσεις της κ. Λαγκάρντ προς τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης – να προχωρήσουν σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις – αποτελούν μια εκ των πραγμάτων παραδοχή ότι τα περιθώρια της ΕΚΤ να στηρίξει την οικονομία χωρίς συνδρομή των κυβερνήσεων είναι περιορισμένα.
«Είμαστε πεπεισμένοι ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες μειώσεις επιτοκίων», σημείωσαν οι οικονομολόγοι της ING, υποστηρίζοντας πως η ΕΚΤ εμφανίζει σαφώς μεγαλύτερη αίσθηση επείγοντος.
Την ίδια στιγμή, στην Ουάσιγκτον, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανανέωσε τις πιέσεις προς την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων. Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, ωστόσο, δήλωσε ότι η νομισματική πολιτική βρίσκεται προς το παρόν σε ισορροπία και ότι απαιτείται περισσότερη σαφήνεια σχετικά με την πορεία του πληθωρισμού πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση.