Σε μετωπική επίθεση κατά του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) προχώρησε ο υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ, αιτιολογώντας με σκληρά λόγια την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τον οργανισμό της Γενεύης, εξαιτίας—σύμφωνα με τον ίδιο—της υπερβολικής επιρροής του κινεζικού κομμουνιστικού καθεστώτος κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Με βιντεοσκοπημένη παρέμβαση στις 20 Μαΐου, ο Κέννεντυ υποστήριξε πως ο ΠΟΥ υπέκυψε σε πολιτικές πιέσεις, παραμερίζοντας το βασικό του ρόλο για την προάσπιση της διεθνούς υγείας και ασφάλειας.
«Όλα αυτά έγιναν εμφανή κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, όταν ο ΠΟΥ, υπό προτροπή της Κίνας, απέκρυψε σημαντικά στοιχεία σε κομβικές φάσεις της κρίσης», τόνισε χαρακτηριστικά ο Αμερικανός αξιωματούχος.
Το Πεκίνο, παρά τις διεθνείς πιέσεις, αρνείται μέχρι σήμερα να παραδεχθεί ότι η εκκίνηση της πανδημίας έγινε στην Κίνα, δημοσιεύοντας μάλιστα πρόσφατα και έκθεση που «δείχνει» τις ΗΠΑ ως τόπο προέλευσης του ιού. Η συγκάλυψη της αρχικής εξάπλωσης το 2019 προκάλεσε καθυστερημένη κινητοποίηση διεθνώς. Νέα έγγραφα του αμερικανικού Κογκρέσου αποκάλυψαν πως Κινέζος ερευνητής είχε χαρτογραφήσει τη γενετική ακολουθία του SARS-CoV-2 ήδη δύο εβδομάδες πριν την κοινοποιήσει παγκοσμίως.
Ο Κέννεντυ δεν παρέλειψε να επικρίνει τον ΠΟΥ για την αδράνειά του όσον αφορά την αυτοκριτική και τις αναγκαίες αλλαγές που απαιτεί η εμπειρία της πανδημίας. «Η παγκόσμια συνεργασία στον τομέα της υγείας παραμένει κορυφαία προτεραιότητα, τόσο για τον πρόεδρο Τραμπ όσο και για μένα, όμως, η λειτουργία του ΠΟΥ έχει αποδειχθεί προβληματική. Ο οργανισμός δεν έχει καν αποδεχθεί τα δικά του λάθη, πόσο μάλλον να προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις», υπογράμμισε.
Ειδική αναφορά έκανε και στη «Συμφωνία για την Πανδημία» που υιοθετήθηκε την ίδια μέρα από τη Γενική Συνέλευση του ΠΟΥ. Κατά τον Κέννεντυ, η συμφωνία ουσιαστικά μονιμοποιεί όλες τις παθογένειες που καταδείχθηκαν κατά το πρώτο κύμα της COVID-19, καθώς θεσπίζει σειρά διαδικασιών για την πρόληψη και διαχείριση μελλοντικών κρίσεων, προσδίδοντας—σύμφωνα με τους επικριτές—υπερβολικές αρμοδιότητες στον ΠΟΥ, με ορισμένες διατάξεις που φτάνουν έως την παρακολούθηση πολιτών.
Ο Τζέι Μπατατσάρια, επικεφαλής σήμερα των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ, έχει ήδη προειδοποιήσει πως τέτοιες συμφωνίες θέτουν σε δεύτερη μοίρα την εθνική κυριαρχία, ανοίγοντας το δρόμο για αυστηρές πολιτικές.
Ο Κέννεντυ, από την πλευρά του, κάλεσε τους υπουργούς Υγείας όλου του κόσμου να απαιτήσουν ουσιαστική αναμόρφωση του ΠΟΥ και να ανοίξουν νέο κεφάλαιο διεθνούς συνεργασίας στον τομέα της υγείας. «Η αποχώρησή μας οφείλει να λειτουργήσει ως καμπανάκι για τον Οργανισμό. Οι ΗΠΑ παραδοσιακά καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης του ΠΟΥ τα τελευταία 25 χρόνια. Επιθυμούμε έναν οργανισμό που να υπηρετεί πραγματικά τη διεθνή υγεία, με διαφάνεια και ίσους όρους για όλα τα κράτη-μέλη», τόνισε.
Οικονομικές παρενέργειες από την αποχώρηση των ΗΠΑ
Η απόσυρση της αμερικανικής χρηματοδότησης έχει ήδη προκαλέσει κλυδωνισμούς στον προϋπολογισμό του ΠΟΥ. Στις 19 Μαΐου, ο γενικός διευθυντής του οργανισμού, Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγιέσους, απηύθυνε έκκληση στα κράτη-μέλη να εγκρίνουν τον προϋπολογισμό ύψους 2,1 δισ. δολαρίων ετησίως, παρομοιάζοντας τη σημασία του έργου του ΠΟΥ με το κόστος του πολέμου.
«Για έναν οργανισμό που δρα σε 150 χώρες με τόσο διευρυμένη αποστολή, τα 4,2 δισ. δολάρια για δύο χρόνια είναι ελάχιστα, μάλλον συγκριτικά σεμνά», επισήμανε ο κ. Γκεμπρεγιέσους.
Η σύγκριση με τους προηγούμενους προϋπολογισμούς είναι χαρακτηριστική: τα 4,2 δισ. δολάρια για το 2026–2027 αποτελούν μείωση σε σχέση με τα 6,83 δισ. που είχαν συμφωνηθεί για το 2024–2025. «Τα 2,1 δισ. δολάρια ισοδυναμούν με τις παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες κάθε οκτώ ώρες ή με το κόστος ενός stealth βομβαρδιστικού — μηχανές που σκοτώνουν. Είναι, επίσης, το ένα τέταρτο από όσα δαπανά ετησίως η καπνοβιομηχανία για διαφήμιση και προώθηση, προϊόντα που επίσης σκοτώνουν. Κάποιος, φαίνεται, έχει αντιστρέψει τις αξίες του κόσμου μας», σχολίασε με νόημα.
Στο μεταξύ, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Κίνας, Λιου Γκουοτσόνγκ, ανακοίνωσε από τη Γενεύη πως το Πεκίνο θα ενισχύσει οικονομικά τον ΠΟΥ με επιπλέον 500 εκατ. δολάρια την επόμενη πενταετία.
Με πληροφορίες από Associated Press και Reuters