Η βιβλική αναφορά για αυτή την ιστορία προέρχεται από την «Έξοδο», το δεύτερο βιβλίο της Βίβλου. Στην αρχή, ο Φαραώ διατάζει να ρίξουν όλα τα αρσενικά νεογέννητα μωρά των Εβραίων στον Νείλο. Για να γλιτώσει τον γιο της από αυτό το πεπρωμένο, η μητέρα του Μωυσή τον βάζει σε ένα καλάθι από πάπυρο και τον αφήνει στα καλάμια της όχθης του ποταμού. Το μωρό βρίσκει και βγάζει από το νερό η ίδια η κόρη του βασιλιά.
Η πριγκίπισσα γνωρίζει ότι το βρέφος είναι εβραϊκής καταγωγής, αλλά το υιοθετεί ούτως ή άλλως, ονομάζοντάς το Μωυσή, που σημαίνει «αυτός που τραβήχτηκε έξω». Τη σκηνή παρακολουθεί από μακριά η αδελφή του Μωυσή. Εμφανίζεται και προσφέρεται να βρει μια τροφό για το μωρό. Η πριγκίπισσα δέχεται και η κοπέλα της παρουσιάζει τη μητέρα της.
Η εσωτερική διακόσμηση μιας από τις παλαιότερες γνωστές Συναγωγές στον κόσμο, της Συναγωγής της Δούρα-Ευρωπός, περιείχε νωπογραφίες από τη ζωή του Μωυσή στον δυτικό τοίχο, μία από τις οποίες απεικονίζει την εύρεση του Μωυσή. Η συναγωγή χρονολογείται στα μέσα του 3ου αιώνα και βρίσκεται στη σημερινή Συρία. Οι εκτενείς, πολύχρωμες τοιχογραφίες του κτηρίου είναι μοναδικές, χωρίς αντίστοιχο στην τέχνη της εβραϊκής αρχαιότητας. Η Συναγωγή ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1930, κατά τη διάρκεια ανασκαφών από μια αρχαιολογική ομάδα του Yale και της Γαλλίας. Είχε μείνει πάνω από μία χιλιετία βυθισμένη στην άμμο. Τα έργα τέχνης μεταφέρθηκαν αργότερα στο Εθνικό Μουσείο της Δαμασκού.

Ευρωπαϊκές απεικονίσεις
Οι χριστιανοί καλλιτέχνες ενδιαφέρονταν για την ιστορία του Μωυσή, εν μέρει επειδή τη θεωρούσαν πρόδρομο της ιστορίας της φυγής στην Αίγυπτο, η οποία αποτελεί μέρος της Καινής Διαθήκης καθώς περιγράφει πώς ο Ιησούς και οι γονείς του πηγαίνουν στην Αίγυπτο για να σωθεί το θείο βρέφος από τη σφαγή των αρσενικών παιδιών που διέταξε ο βασιλιάς Ηρώδης στη Βηθλεέμ.
Υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους οι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες της Αναγέννησης και του Μπαρόκ έλκονταν από το θέμα της εύρεσης του Μωυσή. Ο Βενετός καλλιτέχνης Παόλο Βερονέζε (1528–1588), μαζί με το εργαστήριό του, ζωγράφισε τουλάχιστον οκτώ παραλλαγές του θέματος. Οι μελετητές υποθέτουν ότι η στενή σχέση της Γαληνοτάτης με το νερό ενίσχυε την προτίμηση των Βενετών για τη συγκεκριμένη ιστορία.

Η σπουδαιότερη εκδοχή του Βερονέζε βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο Πράδο της Μαδρίτης και χρονολογείται γύρω στο 1580. Οι μορφές στο προσκήνιο βρίσκονται σε ένα ποιμενικό τοπίο. Αριστερά υπάρχει ένα ποτάμι που οδηγεί σε ένα αστικό τοπίο στο βάθος. Η πλούσια φύση, όπως και τα πολυτελή μπροκάρ φορέματα της κόρης του Φαραώ και τα κοστούμια των συνοδών της, αποκαλύπτουν ότι ο Βερονέζε προσάρμοσε το αρχαίο αιγυπτιακό σκηνικό της ιστορίας.
Οι Ολλανδοί, κατά τον 17ο αιώνα, ταυτίστηκαν επίσης με τη ιστορία του Μωυσή, βλέποντας μια παράλληλη σχέση μεταξύ της σκλαβιάς των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και της καταπιεστικής ισπανικής κυριαρχίας στο έδαφός τους, αλλά και μεταξύ του τρόπου με τον οποίο και οι δύο λαοί απελευθερώθηκαν, χάρη στους θαρραλέους ηγέτες τους.

Στο Morgan Library & Museum της Νέας Υόρκης βρίσκεται ένα σχέδιο με μελάνι του Ρέμπραντ (1606–1669), με τον τίτλο «Η εύρεση του Μωυσή». Χρονολογείται γύρω στο 1655 και είναι ένα από τα πολλά έργα του καλλιτέχνη με βιβλική θεματολογία. Στο κέντρο βλέπουμε την κόρη του Φαραώ, που στέκεται κάτω από μια μεγάλη ομπρέλα. Κάτω δεξιά, ο Μωυσής διασώζεται από το νερό, ενώ η αδελφή του, μισοκρυμμένη, παρακολουθεί τα γεγονότα από το βάθος της σύνθεσης.
Ο Ιταλός μπαρόκ καλλιτέχνης Οράζιο Τζεντιλέσκι (Orazio Gentileschi, 1563–1639) δημιούργησε έναν μνημειώδη πίνακα με θέμα την εύρεση του Μωυσή, στις αρχές της δεκαετίας του 1630, ενώ εργαζόταν στην αγγλική Αυλή. Αφορμή για την παραγγελία ήταν πιθανώς η γέννηση του Καρόλου Β΄, διαδόχου του βασιλιά Καρόλου Α’ και της βασίλισσας Ερριέττας Μαρίας. Περίπου την ίδια εποχή, ο Τζεντιλέσκι έστειλε έναν παρόμοιο πίνακα με το ίδιο θέμα στον Φίλιππο Δ΄ της Ισπανίας για τη γέννηση του δικού του διαδόχου. Η βρετανική έκδοση αποτελεί σήμερα μέρος της συλλογής της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου.

Οι κομψές εικόνες του Τζεντιλέσκι από την 12ετή παραμονή του στο Λονδίνο είναι γνωστές για τα πλούσια χρώματα και τις εξαιρετικά λεπτομερείς απεικονίσεις των υφασμάτων. Η «Εύρεση του Μωυσή», γράφει η Πινακοθήκη, «είναι το πιο φιλόδοξο έργο του και παρουσιάζει απαράμιλλη φινέτσα και ομορφιά».
Ο καλλιτέχνης τοποθετεί την ιστορία σε μια ύπαιθρο που μοιάζει περισσότερο με την Αγγλία παρά με την Αίγυπτο. Ο ποταμός στα δεξιά θυμίζει μάλλον τον Τάμεση παρά τον Νείλο. Εννέα γυναικείες φιγούρες σε φυσικό μέγεθος περιβάλλουν τον μικρό Μωυσή. Όπως στις απεικονίσεις του Βερονέζε και του Ρέμπραντ, η κόρη του Φαραώ ξεχωρίζει σαφώς από την ομάδα. Εδώ, είναι ντυμένη με ένα κίτρινο φόρεμα στολισμένο με κοσμήματα. Η αδελφή του Μωυσή γονατίζει μπροστά στην πριγκίπισσα, ενώ η μητέρα των δύο παιδιών στέκει προστατευτικά.
Η αγορά του πίνακα από την Εθνική Πινακοθήκη, το 2020, έγινε πρωτοσέλιδο, μετά από 20 χρόνια που τον κατείχε ως δάνειο. Η τιμή του έφτασε τις 29 εκατομμύρια λίρες στερλίνες. Αν και το ποσό είναι ιλιγγιώδες, έχει σημειωθεί ακόμα υψηλότερο για πίνακα με το ίδιο θέμα. Αυτός είναι το ομώνυμο έργο του Άλμα-Ταντέμα, το οποίο βγήκε σε δημοπρασία από τον Οίκο Sotheby’s το 2010 με εκτιμώμενη αξία 2 έως 4 εκατομμύρια λίρες στερλίνες και πωλήθηκε για ~26 εκατομμύρια λίρες στερλίνες.
Ένας ζωγράφος που αγαπούσε την κλασική αρχαιότητα
Ο Σερ Λώρενς Άλμα-Ταντέμα (1836–1912) γεννήθηκε σε ένα μικρό ολλανδικό χωριό στη βόρεια Ολλανδία. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν παιδί και η οικογένειά του αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες. Παρά την πίεση που του ασκήθηκε για να γίνει δικηγόρος, εκείνος ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει το πάθος του για την τέχνη. Αργότερα θυμήθηκε: «Αν έχω επιτύχει σε κάποιο βαθμό, είναι επειδή παρέμεινα πιστός στις ιδέες μου».
Ο Άλμα-Ταντέμα έλαβε ακαδημαϊκή εκπαίδευση στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας. Στη συνέχεια, είχε ως μέντορα έναν ιστορικό ζωγράφο που δίδασκε επίσης αρχαιολογία. Αυτό είχε καθοριστική επίδραση στη ζωή του Άλμα-Ταντέμα, ο οποίος έγινε διάσημος για τα έργα του με θέμα την κλασική αρχαιότητα, τα οποία αντανακλούσαν την ενδελεχή μελέτη – μέσω ταξιδιών, επισκέψεων σε μουσεία και μιας εκτενούς βιβλιοθήκης – της τέχνης και των αντικειμένων της αρχαιότητας.

Μετακόμισε στο Λονδίνο το 1870 και έγινε Βρετανός πολίτης, καθώς και μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας. Ο Άλμα-Ταντέμα κινήθηκε στην υψηλή κοινωνία: ήταν φίλος με τον πρίγκιπα και την πριγκίπισσα της Ουαλίας (μετέπειτα βασιλιά Εδουάρδο VII και βασίλισσα Αλεξάνδρα), και τα έργα του συλλέχθηκαν από προσωπικότητες όπως ο Ουίλλιαμ Χένρι Βάντερμπιλτ και ο Χένρι Κλέι Φρικ. Η βασίλισσα Βικτωρία τον αναγόρευσε Ιππότη το 1899 και έξι χρόνια αργότερα τού απονεμήθηκε το Τάγμα της Αξίας. Μετά το θάνατό του, ως ύστατη τιμή, τάφηκε στον περίφημο καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο.
Λίγο καιρό αφότου απεβίωσε, οι όμορφοι πίνακές του, που χαρακτηρίζονταν από ακρίβεια, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, έντονα χρώματα και φυσικό φως, θεωρήθηκαν επιφανειακοί και παλιομοδίτικοι. Ο μοντερνισμός κυριάρχησε στον κόσμο της τέχνης και μόνο τη δεκαετία του 1960 επανήλθε η κριτική αναγνώριση του έργου του.
Είναι ενδιαφέρον ότι, παρά αυτή την παρέκκλιση, οι πίνακες του Άλμα-Ταντέμα είχαν βαθιά επίδραση στον κινηματογράφο του Χόλλυγουντ. Ο κριτικός τέχνης και διευθυντής μουσείου Μάριο Αμάγια έγραψε ότι «η έμφαση του Άλμα-Ταντέμα στο προσωπικό δράμα, η ευρεία οπτική του και η τεράστια κλίμακα των έργων του έθεσαν τις βάσεις για την επική κινηματογραφική βιομηχανία». Μια σειρά ταινιών αντικατοπτρίζουν την επιρροή του, από το «Intolerance» του Ντ. Γ. Γκρίφφιθ, μέχρι την «Κλεοπάτρα» και τις «Δέκα Εντολές» του Σεσίλ ντε Μιλ, το «Μπεν Χουρ» του Ουίλλιαμ Ουάιλερ και τον «Μονομάχο» του Ρίντλεϋ Σκοτ.
Το επιστέγασμα μίας καριέρας

Ένα από τα πιο διάσημα έργα του Άλμα-Ταντέμα είναι η «Εύρεση του Μωυσή», η οποία χρονολογείται προς το τέλος της καριέρας του. Η έμπνευσή του προήλθε από ένα ταξίδι έξι εβδομάδων το 1902 που πραγματοποίησε ο καλλιτέχνης στην Αίγυπτο για τα εγκαίνια του φράγματος του Ασουάν, μετά από πρόσκληση του σερ Τζον Άιρντ, του μηχανικού του φράγματος. Ο Άιρντ ήταν εξέχων προστάτης των τεχνών και η συλλογή του αποτελείτο κυρίως από μεγάλα ακαδημαϊκά έργα, μεταξύ των οποίων και το μεγαλοπρεπές «Τα τριαντάφυλλα του Ηλιογάβαλου», του Άλμα-Ταντέμα επίσης.
Ο Άλμα-Ταντέμα εμπνεύστηκε καλλιτεχνικά από το ταξίδι του στην Αίγυπτο, σκιτσάροντας και τραβώντας φωτογραφίες. Ο Άιρντ ήθελε να προσθέσει έναν άλλο πίνακα του Άλμα-Ταντέμα στη συλλογή του και επέλεξε την ιδέα του καλλιτέχνη για την «Εύρεση του Μωυσή». Ο καλλιτέχνης εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε αυτόν τον πίνακα για δύο χρόνια περίπου. Ο πίνακας που προέκυψε ήταν το αποκορύφωμα της σχολαστικής δεξιοτεχνίας του, που είχε καλλιεργήσει για δεκαετίες.
Το θέμα ήταν αρκετά ασυνήθιστο για τον Άλμα-Ταντέμα, καθώς σπάνια ζωγράφιζε βιβλικά ή ακόμη και μυθολογικά θέματα. Αν και το έργο του ήταν βαθιά ριζωμένο στην ιστορική ακρίβεια, πάντα διατηρούσε και ένα ποσοστό καλλιτεχνικής ελευθερίας, δημιουργώντας φανταστικές, συναρπαστικές συνθέσεις. Από αυτή την άποψη, η «Εύρεση του Μωυσή» του δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο Άλμα-Ταντέμα τοποθετεί τον Μωυσή σε περίοπτη θέση, εντός μιας πομπής που περιλαμβάνει πολλά από τα αγαπημένα του μοντέλα, αναγνωρίσιμα από προηγούμενα έργα του, παρόλο που δεν αναπαριστούν με ακρίβεια το αρχαίο αιγυπτιακό περιβάλλον.
Παραδείγματος χάριν, η κόρη του Φαραώ, που έχει ως πρότυπο την κόρη του Άιρντ, φορά ένα διάδημα που είναι αντίγραφο ενός σπάνιου ασημένιου διαδήματος που βρίσκεται σήμερα στο Rijksmuseum van Oudheden του Λέιντεν. Άλλα αντικείμενα που έχουν αποδοθεί με ακρίβεια είναι τα περιδέραια και το βραχιόλι της, το κάθισμά της, καθώς και τα κοσμήματα που φορούν οι γυναίκες της ακολουθίας της.

Ο κατάλογος του οίκου πλειστηριασμών Sotheby’s σημειώνει: «Τα περίτεχνα στοιχεία του πρώτου πλάνου έρχονται σε αντίθεση με τις ομάδες των Εβραίων σκλάβων που απεικονίζονται στην απέναντι όχθη, των οποίων οι θολές μορφές υποδηλώνουν την απόσταση αλλά και τη ζέστη της ημέρας, ενώ οι ροζ Πυραμίδες της Γκίζας σηματοδοτούν τον ορίζοντα».
Το μπροστινό πλάνο είναι γεμάτο με γαλανά και μπλε λουλούδια, χρώμα που παραπέμπει στο ιερό χρώμα της Αιγύπτου. Το καλάθι του Μωυσή είναι διακοσμημένο με νούφαρα και η πριγκίπισσα κρατά και η ίδια ένα. Νούφαρα είναι τυλιγμένα και γύρω από τις μεγάλες βεντάλιες από φτερά στρουθοκαμήλου που κουνούν οι σκλάβοι για να δροσίζουν την πριγκίπισσα, νούφαρα στολίζουν και τα κεφάλια των γυναικών συνοδών της, τονίζοντας το υδάτινο στοιχείο όπου βρέθηκε το καλάθι με το βρέφος.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της τέχνης, ορισμένοι καλλιτέχνες αναπαράστησαν τα αρχικά στοιχεία της Εξόδου, ενώ άλλοι επανεξέτασαν την ιστορία με βάση την εποχή τους. Η διαχρονικότητα του θέματος της εύρεσης του Μωυσή αποδεικνύει τη σταθερή σημασία του για τους ανθρώπους σε διάφορες περιόδους. Ο οίκος Sotheby’s γράφει ότι ορισμένοι σύγχρονοι θεατές θεωρούν την εκδοχή του Άλμα-Ταντέμα ως «την πιο αυθεντική και πιστή ερμηνεία της διάσημης ιστορίας».
Το συγκεκριμένο έργο του Άλμα-Ταντέμα εκτέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία το 1905 και ο Άιρντ πλήρωσε 5.250 λίρες, συν τα έξοδα του καλλιτέχνη. Το πόσο έπεσε η φήμη του Άλμα-Ταντέμα στις επόμενες δεκαετίες αποδεικνύεται από την τιμή που έπιασε το έργο όταν η οικογένεια του Άιρντ το δημοπράτησε το 1935: μόλις 820 λίρες. Ωστόσο, πλέον, τόσο ο Άλμα-Ταντέμα όσο και αυτό το ξεχωριστό έργο έχουν αποκατασταθεί και πάλι στη θέση που τους αξίζει.