Η προσπάθεια της Αυστραλίας να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα —συχνά με μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος— αναιρούνται πλήρως από την Κίνα, η οποία εκπέμπει μέσα σε δώδεκα ημέρες τόσο διοξείδιο του άνθρακα όσο παράγει η Αυστραλία σε ολόκληρο το έτος, σύμφωνα με νέα έρευνα του Ινστιτούτου Δημοσίων Υποθέσεων (Institute of Public Affairs – IPA).
Ο ερευνητής του Ινστιτούτου, Κίαν Χάσσεϋ (Cian Hussey), υπογράμμισε ότι ακόμη κι αν η Αυστραλία πετύχαινε μηδενικές εκπομπές άνθρακα, κάτι εξαιρετικά απίθανο, το αποτέλεσμα θα αναιρούνταν κάθε δεκαπενθήμερο από την Κίνα. Κατά τον ίδιο, η συνέχιση της επιδίωξης του «Μηδενικού Ισοζυγίου Εκπομπών» ισοδυναμεί με «μια πράξη καταστροφικής οικονομικής αυτοϋπονόμευσης».
Από το 2004, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ανά κάτοικο στην Αυστραλία έχουν μειωθεί κατά 24,3%, ενώ στην Κίνα έχουν αυξηθεί κατά 109%.
Η κυβέρνηση του Αλμπανέζε έχει θέσει ως στόχο τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 62-70% σε σχέση με τα επίπεδα του 2005 έως το 2035. Ο στόχος αυτός προϋποθέτει υπερδιπλασιασμό της παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ώστε έως το 2030 να αντιστοιχεί στο 82% της συνολικής ενεργειακής παραγωγής της χώρας.
Ωστόσο, για κάθε τόνο εκπομπών που έχει μειώσει η Αυστραλία, η Κίνα έχει αυξήσει την παραγωγή της κατά σχεδόν 36.000 τόνους.
Το Ινστιτούτο παραθέτει και άλλα δεδομένα που, όπως επισημαίνει, «αποδεικνύουν ότι η πολιτική της Αυστραλίας για μηδενικές εκπομπές είναι απερίσκεπτη και εντελώς μάταιη».
Συγκεκριμένα, η Κίνα ευθύνεται για το 73% της παγκόσμιας αύξησης των εκπομπών από το 2004, την ώρα που το ποσοστό συμμετοχής της Αυστραλίας στις παγκόσμιες εκπομπές έχει μειωθεί από 1,3 σε 1,1%.
Για κάθε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα που λειτουργεί στην Αυστραλία, η Κίνα διαθέτει 66 αντίστοιχες — αριθμός αυξημένος από 57 το 2021. Επιπλέον, χτίζει άλλες 177 μονάδες, ενώ 226 ακόμη βρίσκονται στο στάδιο της προετοιμασίας, τη στιγμή που στην Αυστραλία δεν κατασκευάζεται καμία.
Ο Χάσσεϋ επεσήμανε ότι η διατήρηση της πολιτικής του «Μηδενικού Ισοζυγίου Εκπομπών» απαιτεί «να αγνοούνται οι σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιπτώσεις» που προκαλεί. Τόνισε επίσης ότι, όπως έχει αναγνωρίσει πρόσφατα η Επιτροπή Παραγωγικότητας, η Αυστραλία ακολουθεί αυτή την πολιτική παρότι «οι εκπομπές της δεν επηρεάζουν το παγκόσμιο κλίμα».
Η τεράστια διαφορά στην επίδοση των δύο χωρών, σύμφωνα με το Ινστιτούτο, αποδεικνύει «την ανόητη και αυτοκαταστροφική φύση των πολιτικών μηδενικών εκπομπών της Αυστραλίας», οι οποίες «επιβάλλουν τεράστιο κόστος χωρίς κανένα ουσιαστικό περιβαλλοντικό όφελος».
Το Ινστιτούτο κατηγόρησε ακόμη την κυβέρνηση ότι ακολουθεί μια «οικονομικά και κοινωνικά καταστροφική» στρατηγική, η οποία οδηγεί, όπως αναφέρει, «στην αποβιομηχάνιση της Αυστραλίας σε πραγματικό χρόνο και στη μεταφορά κρίσιμων τομέων της βιομηχανικής παραγωγής σε εχθρικές ξένες δυνάμεις όπως η Κίνα».
Προηγούμενες έρευνες του Ινστιτούτου Δημόσιων Υποθέσεων είχαν δείξει ότι το 79% των πολιτών επιθυμεί η κυβερνητική ενεργειακή πολιτική να επικεντρώνεται στην προσιτότητα και αξιοπιστία, ενώ μόλις το 21% στηρίζει τον στόχο της επίτευξης μηδενικών εκπομπών.
Τα στοιχεία έδειξαν επίσης ότι το 74% των Αυστραλών δεν είναι διατεθειμένο να δαπανήσει πάνω από 50 δολάρια ετησίως για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί.
Ο Χάσσεϋ επεσήμανε ότι το γεγονός πως «μόνο ένας στους πέντε Αυστραλούς θεωρεί ότι αυτό πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα» δείχνει «την απουσία ευρείας κοινωνικής στήριξης».
Του Rex Widerstrom








