Το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ, γνωστό και ως Great Sea Interconnector (GSI) ή EuroAsia Interconnector, στοχεύει να ενώσει τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας των τριών χωρών με υποθαλάσσιο καλώδιο υψηλής τάσης. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο έργο μήκους περίπου 1.200 χιλιομέτρων, συνολικού κόστους περί τα 1,9 δισ. ευρώ, το οποίο έχει ανακηρυχθεί Έργο Κοινού Ενδιαφέροντος της ΕΕ και χρηματοδοτείται με ευρωπαϊκή συνδρομή 658–800 εκατ. ευρώ. Η διασύνδεση αυτή θα άρει την ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου και του Ισραήλ, επιτρέποντας την αμφίδρομη ροή ηλεκτρισμού και την αξιοποίηση πλεονάζουσας παραγωγής από συμβατικές και ανανεώσιμες πηγές. Οι ηγέτες Κύπρου και Ισραήλ έχουν υπογραμμίσει ότι το ηλεκτρικό καλώδιο θα αναδείξει τις χώρες τους ως φυσικές γέφυρες μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, ενισχύοντας την ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής. Πέρα από τα τεχνικά οφέλη, το GSI εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για «πράσινη μετάβαση» και μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Σημαντική σημείωση: Η όδευση του καλωδίου διέρχεται από την Ανατολική Μεσόγειο, όπου εμπλέκονται και άλλοι «παίκτες». Ήδη η πρόοδος του έργου έχει επιβραδυνθεί λόγω ενστάσεων της Τουρκίας ως προς τη διαδρομή: η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι το καλώδιο διέρχεται από θαλάσσιες ζώνες δικής της αρμοδιότητας και ότι απαιτείται η συγκατάθεσή της. Η Τουρκία έχει εκδώσει ακόμη και Navtex και έχει πραγματοποιήσει έρευνες (π.χ. με το σκάφος «Πίρι Ρέις») στις επίμαχες θαλάσσιες περιοχές, προσθέτοντας γεωπολιτική πίεση στο εγχείρημα. Αυτό καταδεικνύει ότι η ηλεκτρική διασύνδεση δεν είναι απλώς ένα τεχνικό έργο, αλλά και εργαλείο γεωπολιτικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου οι ισορροπίες είναι εύθραυστες.
Η εμπλοκή της Κίνας μέσω State Grid και η χρηματοδοτική διαμάχη
Καταλυτικός παράγοντας στις τελευταίες εξελίξεις γύρω από το έργο υπήρξε η State Grid Corporation of China, ο κινεζικός ενεργειακός κολοσσός που κατέχει το 24% του ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας). Η παρουσία της State Grid ως στρατηγικού επενδυτή στον ελληνικό διαχειριστή ηλεκτρικού δικτύου ανάγεται στο 2017, όταν στο πλαίσιο ιδιωτικοποίησης και μνημονιακών δεσμεύσεων η Ελλάδα πούλησε το 24% του ΑΔΜΗΕ στη κινεζική εταιρεία έναντι ~320 εκατ. ευρώ. Η συμφωνία αυτή χαιρετίστηκε τότε ως «ορόσημο» συνεργασίας Ελλάδας–Κίνας στον ενεργειακό τομέα, με το Πεκίνο να επιδιώκει ενεργό ρόλο στα ελληνικά δίκτυα και υποδομές. Πράγματι, ήδη από το 2017, δημοσιεύματα ανέφεραν ότι η State Grid ενδιαφερόταν να εμπλακεί άμεσα και στο ίδιο το έργο της διασύνδεσης Ισραήλ–Κύπρου–Ελλάδας. Η ΕΕ, ωστόσο, αντιμετώπισε με ανησυχία την κινεζική διείσδυση σε κρίσιμες ενεργειακές υποδομές: η Κομισιόν ζήτησε από τις ρυθμιστικές αρχές ανάλυση των κινδύνων που συνεπάγεται η συμμετοχή μιας κρατικής κινεζικής εταιρείας στο ελληνικό δίκτυο, ιδίως τυχόν επιπτώσεις στην ασφάλεια εφοδιασμού της ΕΕ.
Η πρόσφατη κρίση γύρω από το GSI ξέσπασε με αφορμή μια διαφωνία για την κατανομή των δαπανών του έργου. Μέχρι σήμερα, ο ΑΔΜΗΕ έχει πραγματοποιήσει επενδυτικές δαπάνες ύψους περίπου 251 εκατ. ευρώ για το έργο. Όμως, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ) σε απόφασή της (31/7/2024) αναγνώρισε προς ανάκτηση μόλις 82 εκατ. ευρώ, εγκρίνοντας την καταβολή 25 εκατ. ευρώ το 2025 και αντίστοιχες ετήσιες δόσεις ως το 2029. Αυτή η ρύθμιση βασίστηκε σε Διακρατικό Πλαίσιο Συμφωνίας μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας: συμφωνήθηκε ότι κατά την πενταετία κατασκευής η Κυπριακή Δημοκρατία θα καταβάλει 125 εκατ. ευρώ (25 εκατ. κατ’ έτος) ως προκαταβολή, ενώ όλες οι υπόλοιπες δαπάνες του έργου θα καλυφθούν μετά την ολοκλήρωσή του μέσω των τιμολογίων ρεύματος (κατανεμημένες κατά 63% στους Κύπριους και κατά 37% στους Έλληνες καταναλωτές). Η πρόβλεψη αυτή αποτελούσε εξαίρεση από τη συνήθη πρακτική της ΡΑΕΚ – καθώς, γενικά, οι ρυθμιζόμενες επενδύσεις αποπληρώνονται μετά τη λειτουργία τους – και στόχο είχε να ελαφρύνει την άμεση επιβάρυνση των Κυπρίων καταναλωτών.
Παρά τη συμφωνία, παρουσιάστηκε σοβαρή εμπλοκή όταν ο ΑΔΜΗΕ, υπό την πίεση του Κινέζου μετόχου του, αποφάσισε να διεκδικήσει διαφορετικούς όρους. Σύμφωνα με πληροφορίες του EnergyPress, η State Grid άσκησε πίεση στη διοίκηση του ΑΔΜΗΕ να υποβάλει ένσταση κατά της απόφασης της ΡΑΕΚ, θεωρώντας απαράδεκτο να αναγνωριστεί μόνο μέρος των δαπανών. Η κινεζική πλευρά προειδοποίησε μάλιστα ότι αν δεν κινηθεί νομικά ο ΑΔΜΗΕ, θα μπορούσε εκ των υστέρων να κατηγορηθεί η διοίκηση ότι δεν προστάτευσε τα συμφέροντα της εταιρείας. Ουσιαστικά, η μη αμφισβήτηση της απόφασης θα άφηνε έκθετο τον Διαχειριστή για το υπόλοιπο ποσό (169 εκατ. ευρώ) που δεν αναγνωρίζεται ρυθμιστικά – κάτι που μελλοντικά ένα νέο Δ.Σ. ή ο ίδιος ο Κινέζος μέτοχος θα μπορούσαν να καταλογίσουν στην σημερινή διοίκηση. Με αυτήν τη λογική, ο ΑΔΜΗΕ θεώρησε μονόδρομο την άσκηση ένστασης, κάνοντας χρήση των συμβατικών δικαιωμάτων του.
Παράλληλα, η State Grid έδωσε σαφή εντολή να «παγώσουν» οι περαιτέρω δαπάνες: μέχρι να καταβληθεί η πρώτη δόση των 25 εκατ. ευρώ από την Κυπριακή Δημοκρατία, ο ΑΔΜΗΕ δεν πρέπει να προβεί σε καμία νέα δαπάνη για το καλώδιο. Η κινεζική αυτή «γραμμή» προκάλεσε έντονη ενόχληση στη Λευκωσία. Από κυπριακής πλευράς τονίζεται ότι η διαφορά μεταξύ 82 και 251 εκατ. θα αξιολογηθεί μετά την ολοκλήρωση του έργου, όταν ο ΑΔΜΗΕ θα προσκομίσει όλα τα απαραίτητα τιμολόγια και δικαιολογητικά δαπανών. Εν ολίγοις, η Κύπρος εμμένει ότι δεν πρόκειται να πληρώσει περισσότερα εν μέσω κατασκευής, πέραν όσων έχουν συμφωνηθεί προκαταβολικά – στάση που βρίσκει σύμφωνη και την πρακτική των ρυθμιστικών αρχών γενικότερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και η συμφωνημένη πρώτη δόση των 25 εκατ. δεν είχε εκταμιευθεί ως τις αρχές Οκτωβρίου 2025, καθώς ‘μπλοκαρίστηκε’ από τον Κύπριο υπουργό Οικονομικών Μάκη Κεραυνό, ο οποίος συνέδεσε την πληρωμή με την υλοποίηση των δεσμεύσεων του ΑΔΜΗΕ (π.χ. διενέργεια απαραίτητων θαλάσσιων ερευνών μεταξύ Κρήτης–Κύπρου).
Η αντιπαράθεση αυτή προσέλαβε και νομική διάσταση. Η ένσταση του ΑΔΜΗΕ βρίσκεται πλέον ενώπιον της ΡΑΕΚ και, εάν απορριφθεί, ο Διαχειριστής έχει δικαίωμα να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο Κύπρου. Το κλίμα πολώθηκε περαιτέρω από δημοσιεύματα και διαρροές: κυπριακές εφημερίδες μιλούσαν για «κήρυξη πολέμου» από τον ΑΔΜΗΕ , ενώ ο ΑΔΜΗΕ από την πλευρά του εξέδωσε οργισμένη διάψευση για το ότι διεκδικεί άμεσα όλο το ποσό των 251 εκατ., διευκρινίζοντας πως αξιώνει μόνο τα συμφωνημένα 25 εκατ. του 2025. Πάντως, πέρα από τις δημόσιες δηλώσεις, η ουσία παραμένει ότι υπάρχει αδιέξοδο χρηματοδότησης. Ο ανάδοχος κατασκευής του καλωδίου, η γαλλική Nexans, έχει μείνει απλήρωτος από τον Ιούλιο 2025 και σύμφωνα με πληροφορίες έχει προειδοποιήσει ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να παγώσει τις εργασίες, κάτι που γνωρίζουν καλά τόσο στις Βρυξέλλες όσο και σε Αθήνα–Λευκωσία. Προσθέτοντας ακόμα μια πινελιά στο περίπλοκο σκηνικό, έχει γίνει γνωστό ότι και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διερευνά πτυχές της χρηματοδότησης του έργου – εξέλιξη που εγγράφεται στις γενικότερες ανησυχίες για τη διαχείριση των κονδυλίων και ίσως επιδρά στην καθυστέρηση.
Διπλωματικός πυρετός Αθήνας–Λευκωσίας και απόπειρα εκτόνωσης
Η διαφωνία για το καλώδιο δεν άργησε να μεταφερθεί στο πολιτικό επίπεδο Ελλάδας–Κύπρου. Στις αρχές Οκτωβρίου 2025, ο Έλληνας υπουργός Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου προέβη σε δηλώσεις που εμμέσως επέκριναν τη Λευκωσία για τις καθυστερήσεις. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι το έργο έχει βαλτώσει λόγω της «διαρκούς αμφισβήτησης της βιωσιμότητάς του» από πλευράς Κυπρίων. Η εν λόγω τοποθέτηση, η οποία υπονοεί ότι η κυπριακή κυβέρνηση δεν στηρίζει επαρκώς το έργο και, κατ’ επέκταση, ανακόπτει την πορεία του, προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια της Λευκωσίας. Λίγες ώρες αργότερα, ο πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Χριστοδουλίδης παρενέβη δημόσια για να ρίξει τους τόνους. Σε δηλώσεις του ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει κρίση στις σχέσεις Αθήνας–Λευκωσίας παρά μόνο «τεχνοκρατικές διαφορές» σχετικά με το έργο. Τόνισε ότι η διασύνδεση είναι στρατηγικής σημασίας και ότι η Κυπριακή Δημοκρατία τη στηρίζει απόλυτα και επιθυμεί την υλοποίησή της.
Ο Χριστοδουλίδης προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, αποκαλύπτοντας ενέργειες για άρση του αδιεξόδου. Ανέφερε ότι έχει επιτευχθεί συμφωνία ώστε να υπάρξει πρόσθετη εκταμίευση 25 εκατ. ευρώ – πέραν των 25 εκατ. της αρχικής δόσης – συνολικά δηλαδή 50 εκατ. ευρώ προκαταβολικά. Αυτό το ποσό θα διατεθεί άμεσα, ώστε ο ΑΔΜΗΕ να μπορέσει να καλύψει τις υποχρεώσεις του προς τους κατασκευαστές και να συνεχιστεί ανεμπόδιστα η κατασκευή του έργου. Αν και δεν δόθηκαν λεπτομέρειες, φαίνεται πως η λύση που προκρίνεται είναι να διπλασιαστεί η προκαταβολή της κυπριακής πλευράς (πιθανώς με συνδρομή και κοινοτικών κονδυλίων) για να καθησυχαστεί ο ΑΔΜΗΕ και ο Κινέζος μέτοχός του. Ουσιαστικά, η Λευκωσία δείχνει διατεθειμένη να βάλει ‘το χέρι στην τσέπη’ νωρίτερα, προκειμένου να μην τιναχθεί το έργο στον αέρα.
Την ίδια στιγμή, η κυπριακή ηγεσία έστειλε μήνυμα και προς την Τουρκία. Ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης δήλωσε κατηγορηματικά ότι Κύπρος και Ελλάδα δεν πρόκειται να αποδεχθούν καμία τουρκική αμφισβήτηση που παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο.
Στο εσωτερικό μέτωπο Ελλάδας–Κύπρου, οι ηγεσίες εργάστηκαν για να αποτρέψουν μια διπλωματική ρήξη. Το απόγευμα της 5ης Οκτωβρίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συγκάλεσε έκτακτη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου με τη συμμετοχή της ηγεσίας του υπουργείου Ενέργειας και της διοίκησης του ΑΔΜΗΕ. Η σύσκεψη αυτή, στην οποία έσπευσε και ο ίδιος ο υπουργός Παπασταύρου επιστρέφοντας εκτάκτως από προγραμματισμένο ταξίδι, είχε ως στόχο να καθοριστεί η στάση της Αθήνας. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική κυβέρνηση διεμήνυσε ότι δεν επιθυμεί επ’ ουδενί να θέσει ‘στο ζύγι’ τις αδελφικές σχέσεις με την Κύπρο για χάρη οποιουδήποτε έργου. Οι πολιτικοί δεσμοί Αθήνας–Λευκωσίας θεωρούνται αδιατάρακτοι και υπερβαίνουν τις επιχειρηματικές διαφωνίες. Ωστόσο, δεν έκρυψε και την ενόχλησή της: φέρεται ότι η αναφορά Χριστοδουλίδη περί ‘εκβιασμού’ από πλευράς ΑΔΜΗΕ (σχολιάζοντας τις κινήσεις του Διαχειριστή) κρίθηκε ατυχής στην Αθήνα και προκάλεσε δυσφορία στα ανώτατα κλιμάκια. Μετά τη σύσκεψη, κατεβλήθη προσπάθεια συντονισμένων δηλώσεων αποκλιμάκωσης και από τις δύο πλευρές, ώστε να επανέλθει η εμπιστοσύνη. Πράγματι, εντός ολίγων ημερών οι τόνοι έπεσαν και το θέμα επανήλθε σε πιο τεχνική διαχείριση.
Γεωπολιτικές διαστάσεις: ΗΠΑ εναντίον Κίνας και ο νέος διάδρομος IMEC
Πίσω από την αντιπαράθεση για τα οικονομικά του καλωδίου, διακρίνεται ένα ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο ρόλος της Κίνας στην ελληνική ενεργειακή πολιτική δεν περνά απαρατήρητος από τους παραδοσιακούς δυτικούς συμμάχους. Η επένδυση της State Grid στον ΑΔΜΗΕ – όπως και άλλες κινεζικές επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς (λιμάνι Πειραιά, τηλεπικοινωνίες) – έχει σημάνει συναγερμό σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες τα τελευταία χρόνια. Ιδίως οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν πλέον την κινεζική παρουσία ως στοιχείο προς περιορισμό: δεν είναι τυχαίο ότι Αμερικανοί αξιωματούχοι θεωρούν το Πεκίνο «εχθρό νούμερο ένα» και πιέζουν για την απομάκρυνσή του από κρίσιμες περιοχές επιρροής.
Στο πλαίσιο αυτό, προωθείται ένα εναλλακτικό σχέδιο μεγάλης κλίμακας, ανταγωνιστικό προς τον κινεζικό «Δρόμο του Μεταξιού» (BRI). Πρόκειται για τον λεγόμενο Ινδο-Μεσανατολικό Οικονομικό Διάδρομο (India–Middle East–Europe Economic Corridor ή IMEC), μια πρωτοβουλία που ανακοίνωσαν οι ηγέτες των ΗΠΑ, Ινδίας, ΕΕ και αραβικών κρατών στη σύνοδο της G20 το 2023. Ο IMEC φιλοδοξεί να διασυνδέσει εμπορικά και ενεργειακά την Ινδία με τη Μέση Ανατολή και τη Ευρώπη μέσω ενός πλέγματος υποδομών (σιδηροδρομικών, λιμενικών, ψηφιακών αλλά και ενεργειακών) που θα παρακάμπτει την κυριαρχία της Κίνας. Στη σχεδιαζόμενη αυτή διαδρομή, η Ανατολική Μεσόγειος κατέχει κεντρική θέση, και εδώ ακριβώς συναντώνται οι γεωπολιτικές προεκτάσεις του καλωδίου GSI.
Τον Μάιο 2025, σε τριμερή συνάντηση κορυφής στην Ιερουσαλήμ, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου και ο Κύπριος πρόεδρος Χριστοδουλίδης συμφώνησαν να προχωρήσουν εντός του έτους στην επίσημη συμφωνία διασύνδεσης Κύπρου–Ισραήλ. Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο: το κοινό ανακοινωθέν τους χαρακτήρισε την ηλεκτρική διασύνδεση ως «σημαντικό βήμα για την υλοποίηση του οράματος IMEC υπό την ηγεσία των ΗΠΑ». Δηλαδή, το καλώδιο εντάσσεται ρητά πια στον υπό διαμόρφωση νέο οικονομικό διάδρομο. Μάλιστα, στις συνομιλίες τους, τόσο ο Νετανιάχου όσο και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας έχουν εμπλέξει ενεργά την Ινδία στο πρότζεκτ, με τον ίδιο τον Ναρέντρα Μόντι να ενημερώνεται για την πρόοδο του σχεδίου. Οι ΗΠΑ λοιπόν και οι σύμμαχοί τους βλέπουν το GSI όχι απλώς ως ένα ενεργειακό έργο, αλλά ως κρίκο μιας αλυσίδας που θα ενισχύσει τη δική τους γεωοικονομική αρχιτεκτονική απέναντι στην Κίνα.
Από την άλλη πλευρά, για το Πεκίνο ο κινεζικός ‘άξονας’ περνά επίσης από την Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο, μέσω επενδύσεων και διμερών συμφωνιών. Η Κίνα έχει επανειλημμένα εκφράσει το ενδιαφέρον της να συμμετέχει στα ενεργειακά σχέδια της περιοχής: ήδη από το 2017, όπως προαναφέρθηκε, η State Grid φερόταν να αναζητά τρόπο εμπλοκής στο EuroAsia Interconnector. Η δε ελληνική κυβέρνηση στο παρελθόν είχε επιδείξει διάθεση συνεργασίας, ακόμα και μπλοκάροντας ευρωπαϊκές δηλώσεις επικριτικές προς το Πεκίνο, ώστε να διατηρήσει τις διμερείς σχέσεις εύρυθμες. Τώρα όμως, η συγκυρία αλλάζει: η Ελλάδα ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ καλείται να ευθυγραμμιστεί με μια πιο προσεκτική στάση έναντι της Κίνας, ειδικά σε τομείς κρίσιμων υποδομών. Η ευαίσθητη ισορροπία φαίνεται ξεκάθαρα στο θέμα του GSI. Η Κίνα, μέσω του ποσοστού της στον ΑΔΜΗΕ, μπορεί να καθυστερήσει ή να επηρεάσει την εξέλιξη ενός έργου που οι Δυτικοί θεωρούν στρατηγικό δικό τους επίτευγμα. Δεν είναι τυχαίο ότι παρατηρούνται τριβές: οι αμερικανικές πιέσεις για ‘εκκαθάριση’ ανεπιθύμητων επιρροών συγκρούονται με τα συμφέροντα ενός μετόχου που λογοδοτεί στο Πεκίνο.
Εν τω μεταξύ, και άλλοι διεθνείς παράγοντες παρακολουθούν στενά. Η Τουρκία, όπως αναφέρθηκε, αντιδρά στην υλοποίηση του έργου χωρίς τη δική της συμμετοχή ή συναίνεση, προβάλλοντας γεωγραφικές διεκδικήσεις. Η Ρωσία επίσης θα έβλεπε ενδεχομένως με σκεπτικισμό μια νέα ενεργειακή ‘γέφυρα’ στην Ανατ. Μεσόγειο που ενισχύει την ευρωπαϊκή ενεργειακή απεξάρτηση από ρωσικούς πόρους. Το καλώδιο GSI εξελίσσεται σε κόμβο όπου τέμνονται πολλαπλά συμφέροντα: η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, οι περιφερειακές συμμαχίες Ισραήλ–Ελλάδας–Κύπρου, ο ανταγωνισμός Δύσης–Κίνας, αλλά και οι φιλοδοξίες περιφερειακών δυνάμεων όπως η Τουρκία.
Η υπόθεση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ καταδεικνύει πώς ένα έργο υποδομής μπορεί να μετατραπεί σε σκακιέρα γεωπολιτικής. Ο ρόλος της Κίνας στην ελληνική ενεργειακή σκακιέρα, μέσω της συμμετοχής της στον ΑΔΜΗΕ, ανέδειξε πτυχές που ξεπερνούν τα επιχειρηματικά συμφραζόμενα και αγγίζουν την υψηλή στρατηγική. Η εξάρτηση από έναν μέτοχο συνδεδεμένο με μια ανταγωνιστική υπερδύναμη ενέχει ρίσκα: όταν τα συμφέροντα της εταιρείας και του κράτους-μετόχου της δεν συμβαδίζουν με τα συμφέροντα των συμμάχων της Ελλάδας, ανακύπτουν διλήμματα πολιτικής.
Στην περίπτωση του GSI, αυτό εκφράστηκε ως σύγκρουση προτεραιοτήτων. Η Κίνα (μέσω State Grid) προέταξε τη διασφάλιση της επένδυσής της και του οικονομικού οφέλους, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ρήξη με τους Κυπρίους και επιβράδυνση του έργου. Οι δε Δυτικοί εταίροι (ΗΠΑ, ΕΕ) προέταξαν τη γεωπολιτική αξία του διαδρόμου, πιέζοντας να προχωρήσει πάση θυσία – χαρακτηριστική η ένταξη του έργου στο αφήγημα του IMEC υπό αμερικανική ηγεσία.
Μέχρι στιγμής, οι κινήσεις αποκλιμάκωσης – όπως η διπλή προκαταβολή των 50 εκατ. ευρώ από τη Λευκωσία – δείχνουν ότι υπάρχει βούληση να σωθεί το έργο και να καμφθούν οι αντιστάσεις. Η επόμενη περίοδος θα είναι κρίσιμη. Εάν το καλώδιο προχωρήσει, θα αποτελέσει πρότυπο συνεργασίας σε μια περιοχή όπου συγκρούονται Ανατολή και Δύση, αλλά και τεστ για το κατά πόσον η παρουσία της Κίνας στην ελληνική οικονομία μπορεί να συνυπάρξει με τις ευρωατλαντικές στρατηγικές. Όπως επισημαίνουν αναλυτές, η ενεργειακή διασύνδεση της Ανατολικής Μεσογείου, πέρα από ένα απλό σύρμα μεταφοράς ρεύματος, είναι ένας διάδρομος ισχύος. Και στον διάδρομο αυτόν, κάθε παίκτης, από την Αθήνα και τη Λευκωσία μέχρι το Πεκίνο και την Ουάσιγκτον, διεκδικεί το δικό του μερίδιο επιρροής.