Το 1582, τρία μέλη της οικογένειας Καρράτσι – ο Αγκοστίνο, ο Αννίμπαλε και ο Λουντοβίκο – ίδρυσαν την πρώτη μεγάλη Ακαδημία Καλών Τεχνών με έμφαση στο σχέδιο εκ του φυσικού. Με κίνητρο την επιθυμία τους να αντιστρέψουν την αρνητική επίδραση που είχε ο μανιερισμός στην τέχνη, η Accademia degli Incamminati («Ακαδημία των Προοδευτικών») είχε ως στόχο να ανακτήσει τις κλασικές παραδόσεις μέσω μίας ανανεωμένης μελέτης της φύσης. Οι Καρράτσι επανέφεραν τη σχεδίαση αντικειμένων εκ του φυσικού και αναζήτησαν έμπνευση στις φυσικές μορφές αντί να αντιγράφουν τα έργα των παλαιών δασκάλων.
Οι Καρράτσι δεν γνώριζαν ότι η πρωτοβουλία τους θα ξεπερνούσε τους μετριοπαθείς στόχους τους. Αυτό που ξεκίνησε ως θεσμός για να μοιραστούν τη νέα τους προσέγγιση στη ζωγραφική, τελικά ανέτρεψε την ύφεση στην οποία είχε περιέλθει η ιταλική τέχνη, έθεσε τα θεμέλια για την αισθητική του Μπαρόκ και έγινε το πρότυπο για τις επόμενες σχολές τέχνης σε όλη την Ευρώπη.
Η παρακμή της τέχνης
Οι Καρράτσι, όλοι εξέχοντες καλλιτέχνες της εποχής τους, εισήλθαν σε έναν καλλιτεχνικό κόσμο που είχε υποβαθμιστεί. Οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης (περίπου 1350-1620) είχαν ήδη ξεπεράσει τα επιτεύγματα της κλασικής αρχαιότητας και η εποχή του Μπαρόκ (περίπου 1600-1750) δεν είχε ακόμη ανατείλει. Από τα μέσα του 14ου έως τα μέσα του 16ου αιώνα, η Ευρώπη είχε γίνει μάρτυρας μιας σταθερής διαδοχής μεγάλων δασκάλων. Αλλά στα τέλη του 16ου αιώνα τα πράγματα έμοιαζαν στάσιμα.
Είχαν περάσει δεκαετίες από την τελευταία εμφάνιση ενός καλλιτέχνη μεγάλου διαμετρήματος, με εξαίρεση τον 54χρονο Πάολο Βερονέζε και τον 75χρονο Τιντορέτο. Οι μεγάλοι δάσκαλοι που θα επανέφεραν τις τέχνες στο παλιό τους μεγαλείο δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί στο προσκήνιο.
Προς το τέλος της ακμής της Αναγέννησης, οι καλλιτέχνες βρίσκονταν σε αδιέξοδο: ό,τι μπορούσε να κατακτηθεί καλλιτεχνικά είχε ήδη επιτευχθεί. Ένα νέο στυλ τέχνης, που αργότερα ονομάστηκε Μανιερισμός, ρίζωσε στη Φλωρεντία και τη Ρώμη μεταξύ 1510-1520. Οι πρώτοι Φλωρεντίνοι μανιεριστές αντέγραφαν ελληνιστικά γλυπτά αντί να μελετούν τη φύση. Η λεγόμενη «αντικλασική» περίοδος του ελληνικού πολιτισμού, η ελληνιστική τέχνη (323 έως 31 π.Χ.) ήκμασε κατά την ύστερη περίοδο του ελληνικού πολιτισμού. Κατά συνέπεια, τα πρώιμα έργα τέχνης του Μανιερισμού είναι αναγνωρίσιμα από τις επιμηκυμένες μορφές, την παραμορφωμένη προοπτική τους και το στήσιμο των σωμάτων σε επισφαλείς στάσεις, σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά της ακμής της Αναγέννησης, που είναι η αρμονία, η συμμετρία και η τάξη.
Μέχρι τα τέλη της Αναγέννησης, ο Μανιερισμός ευνοούσε την αυστηρή μίμηση των πινάκων των προηγούμενων δασκάλων – αποτελώντας ένα καλλιτεχνικό στυλ που μιμούνταν την τέχνη και όχι τη φύση. Την εποχή των Καρράτσι, οι κατώτεροι καλλιτέχνες είτε μιμούνταν το στυλ των επιτυχημένων προκατόχων τους είτε τους γελοιοποιούσαν ακούσια.
Αν ο κόσμος της τέχνης διαισθάνθηκε μια παρακμή στις αρχές του 16ου αιώνα, μόνο μια χούφτα καλλιτέχνες είχαν επίγνωση του ρόλου που έπαιζαν αυτοί οι παράγοντες.
Η Σχολή Emilian
Οι Καρράτσι ήταν οι καταλληλότεροι για το έργο της αναζωογόνησης της καλλιτεχνικής ζωής, καθώς ως ζωγράφοι κατατάσσονται ακριβώς κάτω από τις παλαιότερες μεγάλες ιδιοφυΐες και ως αισθητικοί στοχαστές και δάσκαλοι έχουν ξεπεραστεί από λίγους.
Γεννημένοι στην Μπολόνια (περιοχή της Εμίλια-Ρομάνια στη Βόρεια Ιταλία), οι Καρράτσι εκπαιδεύτηκαν στη σχολή ζωγραφικής της Μπολόνια. Οι αδελφοί Αγκοστίνο και Αννίμπαλε εκπαιδεύτηκαν, επίσης, στη Σχολή Ζωγραφικής της Πάρμας (που βρίσκεται στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Εμίλια-Ρομάνια) και στη Βενετία, η οποία ανταγωνιζόταν τη Φλωρεντία και τη Ρώμη ως κέντρο τέχνης της Ιταλίας. Η βενετσιάνικη ζωγραφική ακολούθησε διαφορετική πορεία από τη φλωρεντίνικη και τη ρωμαϊκή, στις οποίες κυριαρχούσε ο μανιερισμός.
Η Εμιλιανή Σχολή (καλλιτεχνικό κίνημα του 17ου αιώνα), όπως και οι Σχολές της Μπολόνια και της Πάρμας, ήταν αξιοσημείωτα απαλλαγμένη από τον κομματισμό και την ακαμψία στην οποία είχε περιπέσει η ύστερη ιταλική Αναγέννηση, και χαρακτηριζόταν από τις κομψές απεικονίσεις της αριστοκρατίας. Αργότερα, επηρεασμένη από το καινοτόμο και εκφραστικό ύφος των Καρράτσι, η σχολή καθόρισε την ανάπτυξη της τέχνης του Μπαρόκ.
Από τις σημαντικές σχολές τέχνης της ύστερης Αναγέννησης, η Εμιλιανή ήταν από τις μικρότερες και παραμένει η λιγότερο γνωστή. Γεωγραφικά, το καλλιτεχνικό της κέντρο βρισκόταν ανάμεσα στις αντίπαλες πρωτεύουσες της ιταλικής Αναγέννησης, τη Φλωρεντία και τη Βενετία. Πριν από τον μανιερισμό, η φλωρεντινή τέχνη έδινε έμφαση στις κλασικές, εξιδανικευμένες μορφές με αρμονικά σχέδια. Η βενετσιάνικη τέχνη, αν και μοιραζόταν τη φλωρεντινή μεγαλοπρέπεια, έδινε έμφαση στον νατουραλισμό και το χρώμα και ευνοούσε τη συναισθηματική ένταση έναντι της νόησης.
Η Εμιλιανή τέχνη είχε τον δικό της συνδυασμό ιδιοτήτων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον κορυφαίο ζωγράφο της Σχολής της Πάρμας, Αντόνιο ντα Κορρέτζο. Τα πιο σημαντικά και μοναδικά χαρακτηριστικά της σχολής ήταν η προτίμηση στα συγκρατημένα συναισθήματα (κλίνοντας, όμως, προς την ευγένεια και όχι προς τη διανόηση ή τη μεγαλοπρέπεια) και η υιοθέτηση του ρεαλιστικού χρωματισμού – κοινή με τη βενετσιάνικη σχολή, αλλά πιο ήπια. Ωστόσο, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Εμιλιανής Σχολής ήταν το ενδιαφέρον της για το σύνολο της αναγεννησιακής τέχνης.
Η θεσμοθέτηση μιας καλλιτεχνικής αλλαγής
Ενώ οι Καρράτσι έδιναν έμφαση στη φλωρεντινή σχεδιαστική τέχνη, με πρότυπο τον Ραφαήλ, παράλληλα ενσωμάτωναν τα ζωντανά χρώματα και τη συναισθηματική τεχνοτροπία των Βενετών ζωγράφων – κυρίως του Βενετσιάνου αναγεννησιακού ζωγράφου Τιτσιάνο (περ. 1490-1576). Σε ένα σονέτο που έγραψε ο Αγκοστίνο, το ιδεώδες της Accademia degli Incamminati στόχευε να ενσωματώσει «από τον Ραφαήλ τη θηλυκή χάρη της γραμμής, από τον Μιχαήλ Άγγελο τη μυϊκή δύναμη, από τον Τιτσιάνο τα έντονα χρώματα και από τον Κορρέτζο τα απαλά χρώματα».
Οι Καρράτσι κατέκτησαν τον συνδυασμό της ευγένειας και του μεγαλείου. Η «Πιετά της Πάρμας» του Αννίμπαλε, η «Παναγία και βρέφος, με τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης» του Λουντοβίκο και η «Τελευταία Κοινωνία του Αγίου Ιερώνυμου» του Αγκοστίνο είναι από τα σημαντικότερα δείγματα αυτού του στυλ. Αυτοί οι συνδυασμοί ιδιοτήτων υιοθετήθηκαν αργότερα από τους αυλικούς ζωγράφους του 17ου αιώνα Ντιέγκο Βελάσκεθ και Άντονυ βαν Ντάυκ. Αυτοί οι αξιόλογοι καλλιτέχνες μεταμόρφωσαν τις απεικονίσεις των ευγενών – οι οποίες, μέχρι τότε, στόχευαν στην αποτύπωση της δύναμης και της ισχύος τους – προβάλλοντας την πιο ανθρώπινη και ευγενική πλευρά τους.
Οι Καρράτσι πρόσθεσαν άλλο ένα πρωτοποριακό στοιχείο στην καλλιτεχνική τους σχολή: το σχέδιο εκ φυσικού. Πριν από την επιρροή της Accademia degli Incamminati, οι σπουδαστές εκπαιδεύονταν σε μεγάλο βαθμό αντιγράφοντας προϋπάρχοντα έργα τέχνης και χρησιμοποιώντας γλυπτά ως μοντέλα για τη ζωγραφική. Παρόλο που η μέθοδος αυτή εμφυσούσε στους σπουδαστές μια στέρεη κατανόηση των τεχνικών και των αισθητικών αρχών που είχαν χρησιμοποιήσει οι προκάτοχοί τους για να διαπρέψουν, σταδιακά οδήγησε σε τέχνη που απομακρυνόταν από την πραγματικότητα.
Μεγάλοι κλασικοί όπως ο Ραφαήλ και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι είχαν κατακτήσει τη μελέτη της φύσης για να δημιουργήσουν εξιδανικευμένες μορφές που ήταν πιο όμορφες από τη φύση. Τις επόμενες δεκαετίες, οι καλλιτέχνες απομακρύνθηκαν από την εξιδανικευμένη φύση και με αδέξιο τρόπο υπερέβαλλαν και επιμήκυναν τα σώματα σύμφωνα με τη φαντασία τους.
Οι Καρράτσι στράφηκαν στην προφανή λύση. Το σχέδιο και η μελέτη ζωντανών μοντέλων έγινε το θεμέλιο της σχολής τους. Μόλις ένας μαθητής μπορούσε να αναπαράγει με ακρίβεια τη φύση, μπορούσε να προχωρήσει στην απεικόνιση της ανθρώπινης ομορφιάς με νατουραλιστικό τρόπο ή να δημιουργήσει αξιόπιστες εξιδανικεύσεις μέσω μετριοπαθών αλλαγών. Αυτή η έμφαση στη μελέτη του ζωντανού μοντέλου έγινε σύντομα πρότυπο στις ακαδημίες Καλών Τεχνών – μια παράδοση που εξακολουθεί να παραμένει αναπόσπαστο μέρος της κλασικής εκπαίδευσης στην τέχνη.
Εμπνεόμενοι από την επιστροφή της τέχνης στην κλασική μεγαλοπρέπεια και προσθέτοντας εκλεκτικό δυναμισμό, οι Καρράτσι έγιναν οι ηγέτες του μπαρόκ. Δυστυχώς, η μνήμη τους δεν άργησε να επισκιαστεί από νέες γενιές μεγάλων δασκάλων. Τις περισσότερες φορές, η μεγαλοφυΐα χτίζεται πάνω σε θεμέλια που έχουν θέσει άλλοι εξαιρετικοί άνθρωποι. Οι Καρράτσι ήταν αυτοί που παρείχαν το παράδειγμα και τις αρχές πάνω στις οποίες βασίστηκαν αυτοί οι δάσκαλοι για να διαμορφώσουν τις επόμενες μεγάλες εποχές της ιστορίας της τέχνης.
Του James Baresel