Η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την Τετάρτη την κατάργηση μιας σειράς περιβαλλοντικών κανονισμών που είχαν υιοθετηθεί κατά την προηγούμενη κυβερνητική θητεία με στόχο τη μείωση των εκπομπών ρύπων από αυτοκίνητα και εργοστάσια παραγωγής ενέργειας που χρησιμοποιούν άνθρακα.
Ο επικεφαλής της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA) Λι Ζέλντιν χαρακτήρισε την απόφαση ως ένα σημαντικό βήμα προς την απορρύθμιση, τονίζοντας ότι θα συμβάλει στην ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα και της αυτοκινητοβιομηχανίας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μεταξύ των μέτρων που ανακοινώθηκαν, περιλαμβάνεται η ακύρωση ενός κανονισμού του 2024 που απαιτούσε από τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας να μειώσουν δραστικά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αξιοποιώντας τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης του CO2. Ο κανονισμός αυτός αποτελούσε μέρος της περιβαλλοντικής πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης και είχε σχεδιαστεί να τεθεί σε εφαρμογή από το 2032.
Σύμφωνα με υπολογισμούς της προηγούμενης κυβέρνησης, το μέτρο αυτό θα μπορούσε να είχε μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά περίπου 1,4 δισεκατομμύρια τόνους έως το 2047, ποσό που ισοδυναμεί με τις ετήσιες εκπομπές εκατοντάδων εκατομμυρίων αυτοκινήτων.
Από την πλευρά τους, περιβαλλοντικές οργανώσεις εξέφρασαν ανησυχίες για τις επιπτώσεις της απόφασης, υποστηρίζοντας ότι η κατάργηση αυτών των κανονισμών μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Ορισμένες οργανώσεις τόνισαν επίσης ότι οι αλλαγές επηρεάζουν και τη νομοθεσία για την ποιότητα των υδάτων, περιορίζοντας τους κανονισμούς που απαγορεύουν την απόρριψη αποβλήτων σε ορισμένες υδάτινες μάζες των ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση ανέφερε ότι οι τροποποιήσεις αυτές συνάδουν με παλαιότερη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, η οποία όριζε πως η περιβαλλοντική προστασία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες υδάτων, όπως ποτάμια, λίμνες και ωκεανούς.
Παράλληλα, ανακοινώθηκε η αναθεώρηση των κανόνων για τις εκπομπές ρύπων από τα αυτοκίνητα, οι οποίοι επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ το 2027. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι αλλαγές αποσκοπούν στη μείωση των ρυθμιστικών περιορισμών για τις βιομηχανίες, προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη.
Η απόφαση προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, με τους υποστηρικτές της να κάνουν λόγο για ώθηση της οικονομίας και μείωση του ρυθμιστικού βάρους, ενώ οι επικριτές εξέφρασαν ανησυχίες για πιθανές περιβαλλοντικές συνέπειες.