Μέχρι τώρα, η ρωσική οικονομία δείχνει να έχει αντέξει τις αρχικές κυρώσεις που επέβαλε η Δύση, ωστόσο τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομία της ίσως έχει αρχίσει να δοκιμάζεται, με τις εξαγωγές πετρελαίου που τη στηρίζουν να εμφανίζουν σημάδια κλονισμού.
Σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο, στις 25 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είπε σε δημοσιογράφους ότι ήρθε η ώρα να αρχίσουν να εφαρμόζονται σκληρότερες οικονομικές πιέσεις στη Ρωσία.
«Η οικονομία [της Ρωσίας] είναι σε κακή κατάσταση αυτή τη στιγμή», είπε ο Τραμπ. «Και πιστεύω ότι είναι ντροπή αυτό που κάνουν, σκοτώνοντας πολλούς ανθρώπους χωρίς λόγο· 7.818 άνθρωποι σκοτώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, κυρίως στρατιώτες».
Στις αρχές του μήνα, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ Μπέσσεντ δήλωσε ότι είναι ένας αγώνα δρόμου ανάμεσα στο πόσο θα αντέξει ο ουκρανικός στρατός και στο πόσο θα αντέξει η ρωσική οικονομία.
Η απώλεια του «μαύρου χρυσού»
Ένα από τα προϊόντα που στηρίζουν θεμελιωδώς τη ρωσική οικονομία τα τελευταία χρόνια είναι η ενέργεια. Οι εξαγωγές ενέργειας αποτελούν τη βάση των δημοσιονομικών της εσόδων, αποφέροντας περισσότερα από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, σύμφωνα με στοιχεία της Statista.
Για φέτος, η Μόσχα προβλέπει ότι οι εξαγωγές ενέργειας θα αντιστοιχούν περίπου στο ένα τρίτο των εσόδων, συνολικά πάνω από 200 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο συνδυασμός των δυτικών κυρώσεων και της πτώσης των παγκόσμιων τιμών ενέργειας – η τιμή του πετρελαίου Brent έχει μειωθεί κατά περίπου 7% φέτος, στα 69 δολάρια το βαρέλι – έχει ανοίξει σημαντικές «τρύπες» στον προϋπολογισμό του Κρεμλίνου. Το ομοσπονδιακό έλλειμμα έφτασε τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια τους πρώτους επτά μήνες του 2025.
Οι αξιωματούχοι έχουν συζητήσει διάφορα μέτρα για την ενίσχυση των κρατικών οικονομικών, μεταξύ των οποίων περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων. Στις 24 Σεπτεμβρίου, το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών πρότεινε να αυξηθεί ο ΦΠΑ κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, στο 22%, από την επόμενη χρονιά. Υπολογίζει ότι η αύξηση θα αποφέρει 15,5 δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον έσοδα, τα οποία θα διατεθούν στην εκστρατεία στην Ουκρανία.
Αν και ο Τραμπ δεν έχει μπλοκάρει τις πωλήσεις αργού πετρελαίου, κάλεσε τις χώρες του ΝΑΤΟ να σταματήσουν να αγοράζουν ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα.
Σε ανάρτηση της 13ης Σεπτεμβρίου, τόνισε ότι η αγορά ρωσικού πετρελαίου «αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική θέση έναντι της Ρωσίας», πρότεινε δε την επιβολή δασμών 50-100% στην Κίνα, που θα αποσυρθούν μετά τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Παρά τις διεθνείς προσπάθειες μείωσης της εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει από τους μεγαλύτερους πελάτες της Ρωσίας, ακόμη και χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, για υγροποιημένο φυσικό αέριο και αέριο μέσω αγωγών. Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (Center for Research on Energy and Clean Air), η ΕΕ παρέχει περίπου το μισό των εσόδων της Ρωσίας από LNG, ενώ προμηθεύεται το 35% του αερίου αγωγών, περισσότερο από την Κίνα (30%) και την Τουρκία (28%).
Τον Αύγουστο, η Ουγγαρία ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ρωσικών ορυκτών καυσίμων στην ΕΕ, με αγορές 416 εκατομμυρίων ευρώ σε αργό πετρέλαιο και αέριο αγωγών. Ακολουθούσαν η Σλοβακία (276 εκατ. ευρώ), η Γαλλία (157 εκατ. ευρώ), η Ολλανδία (65 εκατ. ευρώ) και το Βέλγιο (64 εκατ. ευρώ).
Το καλοκαίρι, ο Τραμπ πρότεινε δευτερεύοντες δασμούς για να μειωθεί η ροή μετρητών της Ρωσίας που χρηματοδοτεί τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία. Επέβαλε επιπλέον 25% δασμούς στην Ινδία για τις αγορές ρωσικής ενέργειας, ανεβάζοντας το σύνολο των αμερικανικών δασμών στα ινδικά εισαγώμενα προϊόντα στο 50%.
Σύμφωνα με τον αναλυτή Μαρκ Τέμνιτσκι σε δήλωσή του στην εφημερίδα The Epoch Times, τέτοιες στρατηγικές «θα εμβάθυναν τις απώλειες εσόδων της Ρωσίας», θα μείωναν την ικανότητά της να χρηματοδοτεί την εισβολή στην Ουκρανία και θα την οδηγούσαν βαθύτερα σε ύφεση.
Η κατάσταση της ρωσικής οικονομίας
Η ρωσική οικονομία έχει επιβραδυνθεί απότομα φέτος, οδηγώντας την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας να προχωρήσει νωρίτερα αυτόν τον μήνα σε μείωση επιτοκίων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, στο 17%.
Οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής δηλώνουν ότι θα διατηρήσουν αυστηρή στάση το 2026 για να αντιμετωπίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Η τράπεζα προβλέπει ότι ο ετήσιος πληθωρισμός θα μειωθεί στο 6-7% και θα επιστρέψει στο 4% την επόμενη χρονιά.
Τον Αύγουστο, ο ετήσιος πληθωρισμός υποχώρησε στο 8,1% από 8,8% τον προηγούμενο μήνα.
Η μείωση επιτοκίων ήταν μέρος μιας «προσεκτικά βαθμονομημένης» στρατηγικής, όπως την περιέγραψε η διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας Ελβίρα Ναμπιουλίνα, για την υποστήριξη ισορροπημένης ανάπτυξης και τη μείωση του πληθωρισμού.
Η κατάσταση της ρωσικής οικονομίας έχει επιδεινωθεί τους τελευταίους μήνες, λόγω συνδυασμού δημοσιονομικών, γεωπολιτικών και δομικών προκλήσεων. Η στατιστική υπηρεσία Rosstat ανέφερε ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2025 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,1%, έναντι 4% την ίδια περίοδο πέρυσι.
Ως αποτέλεσμα, το υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης της Ρωσίας υποβάθμισε την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη του ΑΕΠ το 2025 στο 1,5%, από 2,5% προηγουμένως. Για το 2026, η πρόβλεψη μειώθηκε στο 1,3% από 2,4%. Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνο με την εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Στην επικαιροποίηση του Ιουλίου, το ΔΝΤ μείωσε την πρόβλεψη για το 2025 στο 0,9% από 1,5%, ενώ διατήρησε την εκτίμηση του 2026 στο 1%.
Η απαισιόδοξη εικόνα δεν είναι έκπληξη, δεδομένων των πρόσφατων οικονομικών στοιχείων. Ο δείκτης PMI της S&P Global για τη μεταποίηση στη Ρωσία έδειξε ότι η βιομηχανική δραστηριότητα συρρικνώθηκε για τρίτο συνεχόμενο μήνα τον Αύγουστο, λόγω πτώσης παραγωγής, λιγότερων νέων παραγγελιών και αυξανόμενων πιέσεων στο κόστος.

Τα τελευταία δύο χρόνια, η ρωσική οικονομία «βρίσκεται υπό συνεχή πίεση», δήλωσε ο Τέμνιτσκι.
Η βιομηχανική παραγωγή έχει πληγεί από τη στρατιωτική επιστράτευση και τις διαταραχές που συνδέονται με τον πόλεμο. Οι δαπάνες του Κρεμλίνου για τον πόλεμο έχουν αυξήσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η υποτίμηση του ρουβλίου και τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες έχουν μειώσει το βιοτικό επίπεδο και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Αν και η Μόσχα διατηρεί την οικονομία «εν ζωή» δίνοντας έμφαση στη στρατιωτική παραγωγή, οι συνθήκες παραμένουν αναιμικές, σύμφωνα με τον Τέμνιτσκι. «Η ανάπτυξη παραμένει στάσιμη και οι δείκτες δείχνουν επικείμενη ύφεση. Οι κυρώσεις συνεχίζουν να εμποδίζουν την πρόσβαση της Ρωσίας σε προηγμένη τεχνολογία και αγορές εκτός φιλικών χωρών», είπε.
Ο Ρώσος υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης Μαξίμ Ρεσέτνικοφ προειδοποίησε τον Ιούνιο, στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, ότι η χώρα βρίσκεται «στο χείλος ύφεσης».
Με πληροφορίες από το Reuters