Τρίτη, 09 Σεπ, 2025
(Dado Ruvic/Reuters)

Η πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας σήμερα

Περισσότερο από μια δεκαετία μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, εξακολουθεί να τίθεται το ερώτημα: βιώνει η Ελλάδα ένα «success story» ή μήπως η αισιοδοξία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Τα τελευταία χρόνια, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν μια εικόνα ανάκαμψης, όμως τα επίσημα δεδομένα σκιαγραφούν μια διαφορετική – και συχνά ανησυχητική – πραγματικότητα. Παρά τη συνεχή παρουσία της οικονομίας στη δημόσια συζήτηση και το άγχος των πολιτών, ο μέσος Έλληνας δεν είναι επαρκώς ενημερωμένος για την πραγματική κατάσταση. Σε μια προσπάθεια να παρουσιαστούν απλά και τεκμηριωμένα τα βασικά μεγέθη και οι κοινωνικές επιπτώσεις, εξετάζουμε τις εξελίξεις σε εισοδήματα, ανταγωνιστικότητα, δημόσιο χρέος, επενδύσεις, στέγαση, υγεία, φτώχεια και πληθωρισμό. Τα στοιχεία – από Eurostat, ΕΛΣΤΑΤ, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ και άλλες επίσημες πηγές – αποκαλύπτουν μια χώρα που μπορεί μεν να βγήκε από την ύφεση, αλλά βαδίζει προς τις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κρίσιμους δείκτες ευημερίας.

Εισόδημα και αγοραστική δύναμη

Το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων παραμένει αισθητά χαμηλότερο από αυτό των λοιπών Ευρωπαίων. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η πραγματική αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ – χαμηλότερη ακόμη και από εκείνη πολλών παραδοσιακά φτωχότερων χωρών. Μάλιστα, η Ελλάδα είναι ήδη σημαντικά φτωχότερη από όλες τις δέκα χώρες με το χαμηλότερο εισόδημα στην ΕΕ, με μοναδική εξαίρεση τη Βουλγαρία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το εισόδημα ενός Έλληνα μπορεί να αγοράσει στη χώρα του λιγότερα αγαθά από ό,τι το εισόδημα οποιουδήποτε άλλου Ευρωπαίου (πλην Βουλγάρου) μπορεί να αγοράσει στη δική του χώρα. Και η Βουλγαρία, σύμφωνα με τις τάσεις, πιθανότατα θα μας ξεπεράσει μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Πράγματι, σε όρους πραγματικής κατανάλωσης των νοικοκυριών, η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον στις τελευταίες θέσεις: το 2024, η κατά κεφαλήν πραγματική κατανάλωση (AIC) ήταν περίπου 25% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, συγκρίσιμη με εκείνη της Βουλγαρίας και αισθητά χαμηλότερη από χωρών όπως η Ρουμανία.

Η εικόνα αυτή γίνεται ακόμα πιο σαφής αν δούμε τη μακροχρόνια εξέλιξη των εισοδημάτων. Από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα, τα ελληνικά νοικοκυριά έχασαν σημαντικό έδαφος. Το διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα όχι μόνο δεν πλησίασε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά αντιθέτως απομακρύνθηκε: μεταξύ 2008 και 2023, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα στη χώρα μας μειώθηκε σωρευτικά κατά περίπου 18%, τη στιγμή που στον μέσο όρο της ΕΕ αυξήθηκε κατά 11%. Με άλλα λόγια, ενώ η Ευρώπη συνολικά κατέγραψε έστω μέτρια άνοδο ευημερίας, η Ελλάδα βγήκε από τη δεκαπενταετία αυτή φτωχότερη. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που η απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αντί να μικραίνει, μεγαλώνει.

Πέρα όμως από τους μέσους όρους, έχει σημασία και η κατανομή των εισοδημάτων. Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε κάποια αύξηση σε ονομαστικούς μισθούς και συντάξεις, όμως ο υψηλός πληθωρισμός ροκανίζει αυτή τη βελτίωση, ιδίως για τα ασθενέστερα στρώματα. Μετά το 2021, η εκτίναξη των τιμών είχε ως αποτέλεσμα τα πραγματικά εισοδήματα των περισσότερων νοικοκυριών να υποχωρήσουν. Ο πληθωρισμός έπληξε δυσανάλογα τους χαμηλόμισθους, καθώς τα βασικά αγαθά (τροφή, λογαριασμοί, καύσιμα) αποτελούν μεγαλύτερο μέρος των δαπανών τους. Πρόσφατοι υπολογισμοί έδειξαν ότι οι αυξήσεις τιμών επιβάρυναν πολύ περισσότερο το φτωχότερο 10% των πολιτών σε σχέση με το πλουσιότερο 10%. Έτσι, αν και τα επίσημα στοιχεία δείχνουν μείωση της ανεργίας και ονομαστική άνοδο εισοδημάτων, η αγοραστική δύναμη του μέσου Έλληνα παραμένει συμπιεσμένη. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας δυσκολεύεται πλέον να ανταποκριθεί σε βασικές ανάγκες, όπως θα δούμε και παρακάτω, για τη στέγαση, την υγεία και τη διατροφή.

Ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα

Μια κύρια αιτία της υστέρησης στα εισοδήματα είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Παρά τις θυσίες της τελευταίας δεκαετίας (μειώσεις μισθών, εσωτερική υποτίμηση, κλπ), η Ελλάδα δεν κατάφερε να αναβαθμίσει το παραγωγικό της μοντέλο. Αντιθέτως, υστερεί σε όλους τους δείκτες που σχετίζονται με την παραγωγικότητα, την καινοτομία και την πολυπλοκότητα των παραγόμενων προϊόντων.

Σύμφωνα με τη μέτρηση οικονομικής πολυπλοκότητας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, η Ελλάδα βρίσκεται στον απόλυτο πάτο της ΕΕ εδώ και δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μας έχει τη χαμηλότερη ικανότητα στην Ευρώπη να παράγει σύνθετα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Δεν πρόκειται για θεωρητική έννοια: μια οικονομία που εξάγει κυρίως πρώτες ύλες ή απλά μεταποιημένα αγροτικά προϊόντα (π.χ. ελιές αντί για φαρμακευτικά παράγωγα ελιάς) δεν μπορεί να δημιουργήσει υψηλά εισοδήματα. Αντίθετα, οι ανταγωνιστικές οικονομίες είναι εκείνες που επεκτείνουν την παραγωγή τους σε πιο σύνθετα αγαθά και υπηρεσίες, αποκομίζοντας μεγαλύτερη υπεραξία. Σε αυτό το πεδίο, η Ελλάδα έχει μείνει πίσω. Δεν είναι μόνο ότι δεν παράγουμε μικροτσίπ και δορυφόρους – πολλές από τις δέκα φτωχότερες χώρες της ΕΕ έχουν ήδη προσελκύσει τέτοιου είδους βιομηχανίες. Το ανησυχητικό είναι ότι δεν έχουμε αναπτύξει ούτε μια στοιχειώδη βιομηχανική βάση μεσαίας ή υψηλής τεχνολογίας. Αυτό δεν αποτελεί απλώς «διαρθρωτικό πρόβλημα», αλλά μια στρατηγική αποτυχία: η Ελλάδα μπήκε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης χωρίς κανένα συγκροτημένο οικονομικό σχέδιο, την ώρα που γύρω της οι άλλες χώρες προοδεύουν.

Η χαμηλή παραγωγικότητα αποτυπώνεται και στους αριθμούς. Παρά το ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι δουλεύουν περισσότερες ώρες από τους περισσότερους Ευρώπαίους (σχεδόν 40 ώρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο), η παραγωγή ανά ώρα εργασίας είναι απογοητευτικά χαμηλή. Το ΑΕΠ που παράγεται ανά ώρα εργασίας στην Ελλάδα αντιστοιχεί μόλις στο 60% του μέσου όρου της ΕΕ. Με άλλα λόγια, μία ώρα δουλειάς στην Ελλάδα παράγει κατά μέσο όρο 40% λιγότερη αξία από μία ώρα δουλειάς στην Ευρώπη. Αυτό εξηγεί γιατί οι μισθοί μας υστερούν: δεν είναι βιώσιμο να υπάρχουν υψηλές απολαβές όταν η παραγωγικότητα είναι τόσο χαμηλή. Οι λόγοι είναι πολλοί – από τη χαμηλή τεχνολογική ένταση και τις ελλείψεις σε υποδομές, μέχρι τις αναποτελεσματικές πρακτικές στις επιχειρήσεις και το κράτος. Ένας άλλος παράγοντας είναι ότι η μείωση της ανεργίας τα τελευταία χρόνια επιτεύχθηκε κυρίως μέσω ευέλικτων ή χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας και όχι μέσω δημιουργίας καινοτόμων επιχειρήσεων. Η ανεργία υποχώρησε από το 28% στο ~11%, αλλά αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό «με το ζόρι»: οι μισθοί συγκρατήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα και τα εργασιακά δικαιώματα περιορίστηκαν, ωθώντας πολλούς νέους ή μορφωμένους εργαζόμενους σε δουλειές κατώτερης εξειδίκευσης ή στην αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό (500-800 χιλιάδες νέοι Έλληνες). Αυτή η «σπατάλη προσόντων» (brain waste) αποτελεί διπλή απώλεια: αφ’ ενός νέοι με πτυχία εργάζονται ως σερβιτόροι ή ταχυμεταφορείς, αφ’ ετέρου η οικονομία στερείται τη δυναμική που θα μπορούσαν να προσφέρουν οι γνώσεις και οι δεξιότητές τους.

Επιπλέον, παρά τα πολύ χαμηλά εργασιακά κόστη (οι μισθοί στην Ελλάδα ανταγωνίζονται πλέον αυτούς σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης), οι ξένες παραγωγικές επενδύσεις παραμένουν ισχνές. Όπως παρατηρούν αναλυτές, ακόμη και με μισθούς… Βουλγαρίας, η Ελλάδα δεν καταφέρνει να προσελκύσει σημαντικές βιομηχανικές ή τεχνολογικές μονάδες . Αυτό υποδηλώνει ότι το πρόβλημα δεν είναι πλέον το εργατικό κόστος, αλλά το επιχειρηματικό περιβάλλον: πολυπλοκότητα στη γραφειοκρατία, αστάθεια στη φορολογία, δυσκαμψίες στη δικαιοσύνη, φαινόμενα διαφθοράς και ευνοιοκρατίας. Με άλλα λόγια, το επενδυτικό κλίμα θεωρείται ακόμα «νοσηρό» και αφιλόξενο σε σύγκριση με άλλες χώρες . Οι ανταγωνίστριες οικονομίες της ΕΕ έχουν καταφέρει να βελτιώσουν θεαματικά την παραγωγικότητά τους χωρίς να φτωχοποιήσουν τους εργαζομένους τους – η Ελλάδα όμως δυσκολεύεται να ακολουθήσει αυτό τον δρόμο.

Δημόσιο χρέος και αξιολόγηση

Ένα από τα πιο συζητημένα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας είναι το δημόσιο χρέος. Μετά την εκτόξευσή του στα χρόνια της κρίσης (και εκ νέου το 2020 λόγω πανδημίας), το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ακολουθεί πτωτική τάση. Από περίπου 206% του ΑΕΠ το 2020, μειώθηκε στο 153% το 2024. Παρά τη σημαντική αυτή μείωση, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ (μακράν δεύτερη η Ιταλία με ~144%). Ο μέσος όρος της ΕΕ είναι μόλις 76% του ΑΕΠ , ενώ οι δέκα οικονομικά ασθενέστερες χώρες διατηρούν το χρέος τους κάτω από το 50% του ΑΕΠ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πολλές αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ακόμη περιθώριο να δανειστούν για να χρηματοδοτήσουν ανάπτυξη, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται δημοσιονομικά με την πλάτη στον τοίχο. Το υπέρμετρο βάρος του χρέους περιορίζει την ικανότητα του κράτους να δαπανήσει σε παραγωγικές επενδύσεις ή κοινωνικές παροχές, καθώς προέχει η διασφάλιση της βιωσιμότητάς του.

Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι η μείωση από το 206% στο 153% του ΑΕΠ οφείλεται αποκλειστικά σε συνετή δημοσιονομική διαχείριση και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο σύνθετη: πάνω από το μισό αυτής της μείωσης οφείλεται στον υψηλό πληθωρισμό των ετών 2021-2023. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι από τις 56 ποσοστιαίες μονάδες που «έπεσε» το χρέος ως προς το ΑΕΠ, οι 32 μονάδες οφείλονται στη διόγκωση του ονομαστικού ΑΕΠ λόγω πληθωρισμού, ενώ μόνον οι 24 μονάδες προήλθαν από πραγματική ανάπτυξη και αποπληρωμή χρέους. Ο πληθωρισμός – αν και πόνεσε τα νοικοκυριά – «βοήθησε» λογιστικά στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι λύθηκε το πρόβλημα. Άλλωστε, όταν ο πληθωρισμός υποχωρήσει, ο ρυθμός μείωσης του χρέους θα επιβραδυνθεί εάν δεν υπάρχουν επαρκείς ρυθμοί ανάπτυξης.

Παρ’ όλα αυτά, το προφίλ του ελληνικού χρέους έχει βελτιωθεί σε ορισμένες κρίσιμες παραμέτρους. Χάρη στα μέτρα ελάφρυνσης των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους βρίσκεται σε χέρια επίσημων δανειστών (ESM, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις) με σχετικά χαμηλά επιτόκια και μεγάλες λήξεις. Το ελληνικό Δημόσιο πληρώνει σήμερα έναν από τους χαμηλότερους τόκους στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους είναι μόλις ~1,7% ετησίως – πολύ κάτω από τα επιτόκια αγοράς. Ακόμη και τα δάνεια που πρόσφατα αποπλήρωσε πρόωρα η κυβέρνηση είχαν επιτόκιο γύρω στο 2,5%, δηλαδή φθηνότερο από το 3,5% που θα δανειζόμασταν σήμερα από τις αγορές. Αυτό εξηγεί γιατί, παρά το τεράστιο χρέος, οι ετήσιες πληρωμές τόκων δεν έχουν εκτροχιάσει τον προϋπολογισμό. Η Ελλάδα κατόρθωσε να εξέλθει από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών. Το φθινόπωρο του 2023, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης επανέφεραν τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα: η S&P και η Fitch αναβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα σε BBB μετά από 13 χρόνια «junk» καθεστώτος , ενώ και άλλοι οίκοι (DBRS, Scope, R&I) έκαναν ανάλογες κινήσεις. Η εξέλιξη αυτή μειώνει το κόστος δανεισμού και βελτιώνει την εικόνα της οικονομίας διεθνώς.

Ωστόσο, η ψαλίδα ανάμεσα στο ύψος του χρέους και στην πιστοληπτική αξιοπιστία κρύβει ένα σημαντικό μάθημα: εκείνο που μετράει τελικά δεν είναι απλώς το πόσο χρέος έχει μια χώρα, αλλά το πώς χρησιμοποιεί το χρέος αυτό. Οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης δίνουν βάρος στη βιώσιμη ανάπτυξη. Αν ο πρόσθετος δανεισμός χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις που ενισχύουν την οικονομία, τότε μια χώρα μπορεί να γίνει πιο αξιόχρεη ακόμη κι αν αυξηθεί το χρέος της. Για παράδειγμα, εάν το Δημόσιο δανειστεί για να κατασκευάσει μια αυτοχρηματοδοτούμενη υποδομή (π.χ. μια γέφυρα ), αυτό το έργο θα αυξήσει τα έσοδα του κράτους (από φόρους, εισφορές, διόδια, κλπ) περισσότερο από το κόστος εξυπηρέτησης του δανείου. Στην περίπτωση αυτή, το επιπλέον χρέος κάνει τη χώρα πιο ισχυρή οικονομικά και όχι πιο αδύναμη. Δυστυχώς, στην Ελλάδα σπανίζουν τέτοιες περιπτώσεις. Οι περισσότερες δαπάνες χρηματοδοτήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια είτε από την υπερφορολόγηση (στην περίοδο των μνημονίων) είτε από έκτακτες ενισχύσεις (στην περίοδο της πανδημίας), χωρίς να έχουν αφήσει σημαντικό αναπτυξιακό αποτύπωμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατα το υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε να αποπληρώσει πρόωρα δάνεια 1,6 δισ. ευρώ αντί να τα αξιοποιήσει παραγωγικά, παραδεχόμενο εμμέσως ότι δεν έχει ώριμα σχέδια δημόσιων επενδύσεων με απόδοση πάνω από 2-2,5% . Συνολικά, λοιπόν, το χρέος παραμένει μια βαριά κληρονομιά που περιορίζει τις επιλογές πολιτικής, παρότι το κόστος του είναι διαχειρίσιμο βραχυπρόθεσμα. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι μια θετική εξέλιξη που αντανακλά τη βελτίωση ορισμένων μεγεθών, αλλά το βάρος του χρέους εξακολουθεί να σκιάζει τις προοπτικές ανάκαμψης της χώρας.

Επενδύσεις και η δομή τους

Ένα από τα πλέον αδύναμα σημεία της ελληνικής οικονομίας είναι οι επενδύσεις. Για πάνω από μια δεκαετία, οι συνολικές επενδυτικές δαπάνες (δημόσιες και κυρίως ιδιωτικές) υποχώρησαν δραματικά. Η περίοδος 2010-2016 σφραγίστηκε από αποεπένδυση: χιλιάδες επιχειρήσεις έκλεισαν ή συρρικνώθηκαν, η ανεργία εκτοξεύτηκε και το παραγωγικό κεφάλαιο της χώρας φθάρηκε. Αν και μετά το 2017 παρατηρείται μια δειλή άνοδος των επενδύσεων, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων στην ΕΕ. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου) διαμορφώνονται κάτω από το 14% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια – τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος υπερβαίνει το 22% και χώρες όπως η Ιρλανδία ή η Πολωνία ξεπερνούν το 25-30%. Αυτό το «επενδυτικό κενό» έχει σοβαρές συνέπειες: χωρίς επενδύσεις σε εργοστάσια, εξοπλισμό, υποδομές και νέες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη και δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισημαίνει ότι παρά την πρόσφατη βελτίωση, το επίπεδο επενδύσεων στην Ελλάδα παραμένει χαμηλό και αποτελεί δομική αδυναμία που βαραίνει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.

Εξίσου προβληματική είναι και η δομή των επενδύσεων που πραγματοποιούνται. Πού κατευθύνονται τα χρήματα που επενδύονται στην Ελλάδα; Δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος δεν πηγαίνει σε κλάδους που αυξάνουν την παραγωγική δυναμικότητα και τις εξαγωγές. Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί έντονο ενδιαφέρον (ιδίως από ξένους) σε τομείς όπως τα ακίνητα και ο τουρισμός. Προγράμματα τύπου «χρυσή βίζα» προσέλκυσαν σημαντικά κεφάλαια σε αγορά ακινήτων – το 2023, οι ξένες επενδύσεις σε αγοραπωλησίες ακινήτων διπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2022. Συνολικά, εκτιμάται ότι περίπου 1 στα 5 ευρώ Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (FDI) πηγαίνει σε ακίνητα (αγορές/διαχείριση), ποσοστό μεγαλύτερο και από ό,τι απορροφά η μεταποίηση. Αντίθετα, οι επενδύσεις σε βιομηχανικούς τομείς, σε καινοτομία και τεχνολογία παραμένουν περιορισμένες. Για παράδειγμα, μόλις το 17% των νέων ξένων επενδύσεων το 2023 κατευθύνθηκε στη μεταποίηση – και αυτές αφορούν σε μεγάλο βαθμό εξαγορές ή επεκτάσεις υφιστάμενων μονάδων, όχι δημιουργία νέων μεγάλων εργοστασίων. Ακόμα και στον κρίσιμο τομέα της ενέργειας, οι επενδύσεις (π.χ. σε ΑΠΕ) προχωρούν, αλλά συναντούν γραφειοκρατικά εμπόδια και δεν έχουν φτάσει την απαιτούμενη κλίμακα.

Η αναπτυξιακή υστέρηση γίνεται φανερή όταν συγκρίνουμε την Ελλάδα με τις γειτονικές της χώρες. Οι δέκα φτωχότερες χώρες της ΕΕ (κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη) κατάφεραν την τελευταία δεκαπενταετία να προσελκύσουν μαζικά παραγωγικές επενδύσεις – σε μεταποίηση, τεχνολογία, logistics, εμπόριο – γεγονός που εκτόξευσε την ανάπτυξή τους . Αντίθετα, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να σχεδιάσει και να υλοποιήσει μια στρατηγική προσέλκυσης τέτοιων επενδύσεων. Οι περισσότερες επενδύσεις εδώ εξακολουθούν να στρέφονται σε τομείς χαμηλής παραγωγικότητας (κατανάλωση, real estate, τουριστικές υπηρεσίες) ή σε εξαγορές υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. αγορά κόκκινων δανείων, ιδιωτικοποιήσεις υφιστάμενων υποδομών) παρά σε δημιουργία νέων παραγωγικών δυνατοτήτων. Αυτό έχει ως συνέπεια χαμηλό αντίκτυπο στην απασχόληση και στις εξαγωγές. Είναι ενδεικτικό ότι οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών, παρά τη βελτίωση των τελευταίων ετών, παραμένουν κοντά στο 20% του ΑΕΠ – όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ξεπερνά το 45%. Το επενδυτικό χάσμα της Ελλάδας, που είχε υπολογιστεί μέχρι και 8% του ΑΕΠ πριν λίγα χρόνια, σταδιακά κλείνει χάρη και στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, όμως παραμένει σημαντικό εμπόδιο. Αν δεν αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς, δύσκολα θα δούμε ρυθμούς ανάπτυξης τέτοιους που θα φέρουν πραγματική σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Στεγαστική κρίση

Ένα από τα πιο χειροπιαστά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι πολίτες – ιδίως οι νεότερες γενιές – είναι η δυσκολία εξασφάλισης προσιτής στέγης. Η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα έχει επιδεινωθεί, παρότι οι συνθήκες μοιάζουν εκ πρώτης όψεως ευνοϊκές: η χώρα μας είχε για χρόνια σχετικά χαμηλές τιμές κατοικιών (λόγω της κατάρρευσης 40% την περίοδο 2009-2017) και υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης. Τι έχει πάει στραβά; Η απάντηση βρίσκεται στη στασιμότητα των εισοδημάτων. Από το 2018, οι τιμές των κατοικιών έχουν πράγματι ανακάμψει και αυξάνονται – κατά περίπου 7-8% ετησίως μέχρι το 2022. Όμως, η άνοδος αυτή δεν είναι μοναδική στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, σε αρκετές από τις φτωχότερες χώρες της ΕΕ οι τιμές ακινήτων αυξήθηκαν πολύ περισσότερο (καθώς ξεκινούσαν από πολύ χαμηλότερη βάση). Η διαφορά είναι ότι στις χώρες αυτές αυξήθηκαν παράλληλα και τα εισοδήματα, ενώ στην Ελλάδα τα εισοδήματα έμειναν πίσω. Έτσι, το στεγαστικό πρόβλημα εδώ δεν οφείλεται τόσο σε μια απότομη «φούσκα» τιμών όσο στο ότι το βαλάντιο του μέσου νοικοκυριού δεν μπορεί να συμβαδίσει με το κόστος στέγασης.

Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: Οι Έλληνες δαπανούν πλέον κατά μέσο όρο το 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση (ενοίκιο ή κόστος ιδιόκτητης κατοικίας), το υψηλότερο ποσοστό σε όλη την ΕΕ . Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι σχεδόν ο μισός (περίπου 20%). Ακόμη και στις ακριβότερες αγορές κατοικιών της Ευρώπης (όπως η Δανία ή το Λουξεμβούργο), το μέσο νοικοκυριό δεν πληρώνει τόσο μεγάλο μερίδιο του εισοδήματός του για στέγη όσο στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα για τους οικονομικά ασθενέστερους, η κατάσταση είναι δραματική: σχεδόν 1 στους 3 Έλληνες που ζουν κοντά στο όριο της φτώχειας (εισόδημα <60% του μέσου όρου) δηλώνει ότι αδυνατεί να ανταποκριθεί στο κόστος στέγασης . Το ποσοστό αυτό (περίπου 32% των φτωχών) είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, όταν στην πλειονότητα των χωρών κάτω του 10% των φτωχών αντιμετωπίζουν τέτοιο πρόβλημα. Ενδεικτικό είναι επίσης ότι το στεγαστικό βάρος πλήττει πλέον και τα μεσαία στρώματα. Ένας δείκτης της λεγόμενης «στεγαστικής φτώχειας» – που μετρά όσους δυσκολεύονται με το κόστος κατοικίας παρότι δεν είναι χαμηλού εισοδήματος – δείχνει ότι και στα μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια περίπου το 15% των ανθρώπων πιέζονται σημαντικά από τα έξοδα σπιτιού. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, τέτοια φαινόμενα έχουν σχεδόν εξαλειφθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά στην Ελλάδα επιμένουν και παγιώνονται.

Πού οφείλεται αυτή η κατάσταση; Ένας λόγος είναι ότι, μεταμνημονιακά, δεν υπήρξε στεγαστική πολιτική με κοινωνικό πρόσημο. Τα προγράμματα κοινωνικής κατοικίας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα στη χώρα μας, σε αντίθεση με πολλά ευρωπαϊκά κράτη που διαθέτουν μεγάλο απόθεμα δημόσιων κατοικιών ή επιδοτούν ενεργά τα ενοίκια. Επιπλέον, ορισμένες κυβερνητικές πολιτικές φαίνεται να επιδείνωσαν το πρόβλημα. Η μαζική προώθηση της «χρυσής βίζας» (που προσέφερε άδεια διαμονής σε όσους αγόραζαν ακίνητα αξίας ≥250.000 ευρώ) ενθάρρυνε ξένους επενδυτές να αγοράσουν κατοικίες στις μεγάλες πόλεις, ανεβάζοντας τις τιμές. Παράλληλα, η έκρηξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Airbnb – όπου ολόκληρες πολυκατοικίες πλέον λειτουργούν σαν ανεπίσημα ξενοδοχεία – απέσυρε μεγάλο αριθμό διαμερισμάτων από την παραδοσιακή αγορά ενοικίων, μειώνοντας την προσφορά και εκτοξεύοντας τα μισθώματα. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη οι τάσεις αυτές έχουν τεθεί υπό έλεγχο ή ήταν ηπιότερες. Αντίθετα, στην Ελλάδα οι τιμές των ενοικίων συνέχισαν να ανεβαίνουν ακόμη και το 2023, την ώρα που στην υπόλοιπη Ευρώπη άρχισαν να σταθεροποιούνται . Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η εμμονή στην προσέλκυση επενδυτών ακινήτων χωρίς δικλείδες προστασίας (π.χ. περιορισμοί στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, σταθερά φορολογικά κίνητρα για αναβάθμιση κενών κατοικιών, κλπ) εντείνει τη στεγαστική κρίση . Πρόκειται ουσιαστικά για ένα κοινωνικό ζήτημα που χρήζει άμεσης προσοχής, καθώς πλήττει τον πυρήνα της καθημερινότητας: τη δυνατότητα των ανθρώπων να έχουν αξιοπρεπή κατοικία. Οι συνέπειες φαίνονται ήδη – από τη συγκατοίκηση πολλών νεαρών ενηλίκων με τους γονείς τους μέχρι τα 30+ τους χρόνια (η Ελλάδα είναι στις πρώτες θέσεις στην ΕΕ ως προς την ηλικία αποχώρησης από την πατρική οικία), μέχρι την αύξηση του αριθμού των αστέγων στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η στέγη, άλλοτε δεδομένη αξία στην ελληνική κοινωνία της ιδιοκατοίκησης, έχει μετατραπεί σε ζητούμενο για ολοένα μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.

Δημόσια υγεία και φτώχεια

Η οικονομική κρίση δεν ήταν χωρίς κόστος και για το πιο θεμελιώδες αγαθό: την υγεία. Οι δημόσιες δαπάνες υγείας περικόπηκαν δραστικά την προηγούμενη δεκαετία και, παρά μια μικρή ανάκαμψη λόγω πανδημίας, παραμένουν σε συγκριτικά χαμηλό επίπεδο. Η Ελλάδα ξοδεύει περίπου 9% του ΑΕΠ για την υγεία, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι γύρω στο 11% . Ακόμα πιο ανησυχητικό, όμως, είναι το πώς αυτή η υποχρηματοδότηση μεταφράζεται σε εμπειρίες των πολιτών. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού στην ΕΕ με ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες: το 2024 περίπου 21,9% των Ελλήνων ηλικίας 16+ χρειάστηκαν ιατρική φροντίδα αλλά δεν την έλαβαν. Αυτό το ποσοστό είναι υπερτριπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (~3,6%) και μακράν το υψηλότερο στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, 1 στους 5 συμπολίτες μας δηλώνει ότι δεν μπόρεσε να πάει σε γιατρό ή νοσοκομείο όταν το είχε ανάγκη, είτε λόγω κόστους είτε λόγω δυσκολίας πρόσβασης είτε λόγω μεγάλου χρόνου αναμονής.

Αυτό που αναδύεται είναι η εικόνα μιας πιεσμένης δημόσιας υγείας: ελλείψεις προσωπικού στα νοσοκομεία, ράντζα στους διαδρόμους, αγροτικοί γιατροί δυσεύρετοι, τεράστιες αναμονές για χειρουργεία ρουτίνας. Πολλοί ασθενείς στρέφονται αναγκαστικά στον ιδιωτικό τομέα, επιβαρύνοντας τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα έχει από τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας (out-of-pocket) στην Ευρώπη – οι πολίτες πληρώνουν από την τσέπη τους ένα μεγάλο μέρος των ιατρικών δαπανών. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση των εισοδημάτων, οδηγεί στο απαράδεκτο φαινόμενο άνθρωποι να μην μπορούν να αγοράσουν φάρμακα ή να αναβάλουν αναγκαίες εξετάσεις γιατί δεν έχουν χρήματα. Η υγειονομική κρίση κορυφώθηκε με την πανδημία, όταν παρά τις ηρωικές προσπάθειες του προσωπικού, φάνηκε πόσο είχε αποδυναμωθεί το ΕΣΥ από τα χρόνια λιτότητας. Σήμερα, παρά τις όποιες μεταρρυθμίσεις, το σύστημα βρίσκεται σε μεταίχμιο: χρειάζεται επενδύσεις και προσωπικό για να ανταποκριθεί, ειδάλλως η υγεία θα καταστεί είδος πολυτελείας για τους λίγους.

Παράλληλα, η φτώχεια στην Ελλάδα παραμένει σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα για ευρωπαϊκή χώρα. Το 2022, σχεδόν 1 στους 4 Έλληνες (26,9% του πληθυσμού) βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού . Αυτός ο σύνθετος δείκτης (AROPE) περιλαμβάνει όσους έχουν εισόδημα κάτω από το 60% του διάμεσου, αντιμετωπίζουν υλικές στερήσεις ή ζουν σε οικογένειες με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας. Η Ελλάδα είναι η τρίτη χειρότερη στην ΕΕ σε αυτόν τον δείκτη, μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία . Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το ποσοστό της σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης: το 2023, περίπου 13,5% των Ελλήνων δεν μπορούσαν να καλύψουν βασικές ανάγκες (τροφή, θέρμανση, ηλεκτρικό, βασικά αγαθά) – ποσοστό τριπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (6,8%) . Και πάλι, είμαστε τρίτοι χειρότεροι στην ΕΕ, πίσω μόνο από Ρουμανία και Βουλγαρία. Αν και στα χρόνια πριν την πανδημία υπήρξε μια τάση μείωσης της φτώχειας, από το 2020 κι έπειτα αυτή η πρόοδος φαίνεται να έχει σταματήσει και, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2023, η ακραία φτώχεια μάλιστα αυξάνεται ελαφρά. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στον υψηλό πληθωρισμό που «γονάτισε» τα φτωχά νοικοκυριά και στην ανεπαρκή στόχευση των ενισχύσεων. Η Ελλάδα διαθέτει μεν ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας (επιδόματα, ΕΕΕ/ΚΕΑ, συντάξεις, κλπ), όμως εξακολουθεί να παράγει φτώχεια ταχύτερα απ’ ό,τι τη μειώνει. Ο κοινωνικός ιστός δοκιμάζεται: τα ποσοστά παιδικής φτώχειας και αποστέρησης είναι ιδιαιτέρως υψηλά (πάνω από 1 στα 3 παιδιά υφίστανται υλικές στερήσεις), ενώ η ανισότητα εισοδήματος παραμένει από τις υψηλότερες στην ΕΕ.

Συνολικά, όσον αφορά υγεία και φτώχεια, η εικόνα είναι μιας χώρας όπου η οικονομική δυσπραγία μετατρέπεται σε κοινωνική κρίση. Φτωχοί και ευάλωτοι πολίτες αδυνατούν να ικανοποιήσουν βασικές ανάγκες – να ζεστάνουν το σπίτι τους, να φάνε αξιοπρεπώς, να λάβουν ιατρική περίθαλψη. Η μέριμνα του κράτους για αυτούς απέχει από το να θεωρηθεί επαρκής, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποτελεί αρνητική εξαίρεση στην Ευρώπη σε μια σειρά από κοινωνικούς δείκτες.

Πληθωρισμός: είδη διατροφής, ενέργεια, ενοίκια

Ο πρόσφατος πληθωρισμός λειτούργησε σαν επιταχυντής των προαναφερθέντων προβλημάτων. Η Ελλάδα, όπως και όλη η Ευρώπη, βίωσε το 2022-23 το μεγαλύτερο κύμα ακρίβειας των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών. Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή εκτοξεύθηκε – ο μέσος πληθωρισμός το 2022 έφτασε το 9,3% (ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ), ενώ και το 2023 κυμάνθηκε κοντά στο 4% κατά μέσο όρο. Όμως, πίσω από τον γενικό δείκτη κρύβονται μεγάλες διαφοροποιήσεις σε βασικές κατηγορίες αγαθών: είδη διατροφής, καύσιμα, λογαριασμοί ρεύματος, ενοίκια. Αυτά είναι τα έξοδα που «πονούν» περισσότερο το πορτοφόλι του πολίτη, και σε αυτά ακριβώς σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες αυξήσεις.

  • Τρόφιμα: Από τα μέσα του 2021 οι τιμές στα τρόφιμα πήραν την ανιούσα, αρχικά λόγω διεθνών παραγόντων (αυξήσεις σε ενέργεια, πρώτες ύλες, προβλήματα εφοδιασμού) και αργότερα λόγω δευτερογενών επιδράσεων. Το 2022, η ετήσια αύξηση τιμών στα τρόφιμα προσέγγισε το 10% και παρόμοια ήταν η τάξη μεγέθους και το 2023. Αυτοί οι ρυθμοί είναι πρωτόγνωροι – ιστορικά ο πληθωρισμός τροφίμων ήταν 1-3%. Ακόμη και όταν ο γενικός πληθωρισμός άρχισε να αποκλιμακώνεται στα τέλη του 2023, τα τρόφιμα συνέχισαν να ακριβαίνουν με ρυθμό ~10% σε ετήσια βάση. Αυτό σημαίνει σωρευτικά πάνω από 20% αύξηση σε δύο χρόνια σε βασικά είδη διαβίωσης όπως γαλακτοκομικά, κρέας, έλαια, ψωμί. Οι καταναλωτές το ένιωσαν έντονα στο ράφι του σούπερ μάρκετ. Η κυβέρνηση, στην προσπάθεια να ανακόψει το ράλι των τιμών, εφάρμοσε διάφορα «πρωτότυπα» μέτρα – όπως το περίφημο «καλάθι του νοικοκυριού» (μια λίστα προϊόντων με συγκράτηση τιμών) και τις θεαματικές αυτοψίες στα σούπερ μάρκετ από υπουργούς. Δυστυχώς, τα μέτρα αυτά απέτυχαν στην πράξη. Οικονομικές αναλύσεις έδειξαν ότι όχι μόνο δεν είχαν λογική βάσει των κανόνων της αγοράς, αλλά πιθανώς έφεραν και αντίθετο αποτέλεσμα , καθησυχάζοντας προσωρινά τον κόσμο ενώ οι τιμές συνέχισαν να ανεβαίνουν ανεξέλεγκτες. Τελικά, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στα τρόφιμα ήρθε αργά (μέσα στο 2024) και σε μικρό βαθμό – οι τιμές παραμένουν σε υψηλό επίπεδο και το καλάθι της νοικοκυράς είναι σημαντικά βαρύτερο σε κόστος σε σχέση με δύο χρόνια πριν.
  • Ενέργεια: Η έκρηξη των τιμών της ενέργειας – ιδιαίτερα του ηλεκτρικού ρεύματος και των καυσίμων – επηρέασε όλη την Ευρώπη λόγω και του πολέμου στην Ουκρανία. Στην Ελλάδα όμως, οι ανατιμήσεις ήταν πρώιμες, απότομες και παρατεταμένες. Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για τα νοικοκυριά άρχισε να ανεβαίνει ραγδαία ήδη από το φθινόπωρο του 2021, πολύ πριν συμβεί αυτό στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Μέχρι το καλοκαίρι του 2022 είχε διπλασιαστεί σε σχέση με ένα έτος πριν, προκαλώντας σοκ στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Η κυβέρνηση άργησε να παρέμβει – για πολλούς μήνες οι λογαριασμοί εκτοξεύονταν με τη ρήτρα αναπροσαρμογής, ενώ άλλα κράτη εφάρμοζαν νωρίτερα πλαφόν ή γενναίες επιδοτήσεις. Τελικά, μετά από κοινωνική κατακραυγή, επιβλήθηκε ένας συνδυασμός πλαφόν στην αποζημίωση των παρόχων και επιδότησης των λογαριασμών, που αναχαίτισε τις αυξήσεις. Ωστόσο, αυτό έγινε αφού οι καταναλωτές πλήρωσαν επί μήνες υπέρογκα ποσά. Αντίστοιχα, στα καύσιμα κίνησης, η βενζίνη στην Ελλάδα παρέμεινε από τις ακριβότερες της Ευρώπης (λόγω και υψηλής φορολογίας) ξεπερνώντας τα €2 το λίτρο σε περιόδους κορύφωσης. Συνολικά, η ενεργειακή ακρίβεια στην Ελλάδα υπήρξε από τις εντονότερες στην ΕΕ, με τις τιμές να ανεβαίνουν νωρίτερα και περισσότερο, και να πέφτουν αργότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό είχε ευρύτερες συνέπειες: αύξησε το κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις, επιβάρυνε δυσανάλογα τα φτωχά νοικοκυριά (που ξοδεύουν μεγαλύτερο μερίδιο του εισοδήματος σε ρεύμα και θέρμανση) και φυσικά τροφοδότησε δευτερογενή πληθωρισμό σε όλη την οικονομία.
  • Ενοίκια: Ήδη αναφερθήκαμε στη στεγαστική κρίση, αλλά αξίζει να τονιστεί η σύνδεσή της με τον πληθωρισμό. Τα ενοίκια αποτελούν μέρος του «καλαθιού» του ΔΤΚ και παρουσίασαν σημαντική άνοδο τα τελευταία δύο χρόνια. Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου το φαινόμενο περιορίστηκε (ή μπήκαν προσωρινά όρια στις αυξήσεις ενοικίων, όπως σε πόλεις της Γερμανίας και της Ισπανίας), στην Ελλάδα τα ενοίκια συνέχισαν να αυξάνονται ανεξέλεγκτα. Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου τους το 2022 ξεπέρασε το 5% και το 2023 συνέχισε σε υψηλά επίπεδα, παρά τη σταδιακή επιβράδυνση του γενικού πληθωρισμού. Αυτό σημαίνει ότι η κρίση στη στέγη οξύνθηκε περαιτέρω: πολλά συμβόλαια ενοικίων αναπροσαρμόστηκαν προς τα πάνω, ενώ οι νέες μισθώσεις γίνονται σε αισθητά υψηλότερες τιμές σε σχέση με λίγα χρόνια πριν. Και πάλι, ο συνδυασμός ανεπαρκούς προσφοράς κατοικιών προς ενοικίαση και αυξημένης ζήτησης από τουρίστες/επενδυτές έπαιξε ρόλο. Ειδικοί εκτιμούν ότι η πλήρης εξομάλυνση στην αγορά ενοικίων θα αργήσει, αφού δεν υπάρχει γρήγορος τρόπος να αυξηθεί το διαθέσιμο στεγαστικό απόθεμα, ενώ τα εισοδήματα δεν αναμένεται να καλύψουν εύκολα το χαμένο έδαφος. Σε κάθε περίπτωση, ο πληθωρισμός των ενοικίων καθιστά την κατοικία έναν από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους για τα ελληνικά νοικοκυριά.

Συνολικά, ο πληθωρισμός λειτούργησε ως «φόρος φτώχειας»: έπληξε περισσότερο όσους είχαν λιγότερα. Η Ελλάδα, που μόλις έβγαινε από τη λιτότητα, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα νέο κύμα ακρίβειας που διέβρωσε την όποια βελτίωση στα εισοδήματα. Παρά την αποκλιμάκωση του 2023-24, οι τιμές βασικών αγαθών έχουν καθίσει σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από το 2020. Αυτό σημαίνει ότι η αγοραστική δύναμη θα παραμείνει ασθενική και τα φτωχά νοικοκυριά θα χρειαστούν αρκετό χρόνο (και ουσιαστικές αυξήσεις εισοδημάτων) για να ανασάνουν πραγματικά.

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε