Σχολιασμός
Ο Ησαΐας Μπερλίν [Иса́йя Бе́рлин, 1909-1997] και ο Φρήντριχ Χάγιεκ [Friedrich August Hayek, 1899-1992] υπήρξαν δύο εκ των σημαντικότερων υπερασπιστών του κλασικού φιλελευθερισμού στον εικοστό αιώνα – έναν αιώνα που κυριαρχήθηκε από τον κρατισμό.
Η ακαδημαϊκή συζήτηση επικεντρώθηκε συχνά στις διαφορές των απόψεών τους για την έννοια της ελευθερίας. Οι διαφορετικοί ορισμοί που έδωσαν είναι καθοριστικοί για όποιον ενδιαφέρεται για τη φιλελεύθερη θεωρία. Σε μια διάσημη διάλεξη του 1958, ο Μπερλίν διέκρινε την «αρνητική» από την «θετική» ελευθερία: αρνητική είναι η απουσία εμποδίων στην ανθρώπινη δράση, ενώ θετική είναι η δυνατότητα να δρουμε σύμφωνα με τη βούλησή μας και να επιδιώκουμε τους στόχους μας.
Ο Χάγιεκ, από την άλλη, όρισε την ελευθερία ως την απουσία αυθαίρετου εξαναγκασμού και την ανεξαρτησία από την αυθαίρετη βούληση άλλων. Διέφεραν επίσης στη στάση τους απέναντι στην οικονομική ελευθερία – ο Μπερλίν, για παράδειγμα, είχε επικρίνει γραπτώς τον Χάγιεκ για την υπερβολική έμφαση που έδινε σε αυτή.
Ωστόσο, παρά τις διαφορές τους, υπήρχε ένα πεδίο θεμελιώδους συμφωνίας: ο ορισμός του ολοκληρωτισμού.
Το σημείο επαφής
Ποια είναι η ρίζα του κομμουνισμού, του φασισμού ή, ευρύτερα, κάθε σύγχρονης ολοκληρωτικής ιδεολογίας; Σε αυτό το ερώτημα, ο Χάγιεκ και ο Μπερλίν συμφωνούν απολύτως – και η σύγκλιση αυτή αξίζει ιδιαίτερη έμφαση.
Ο Μπερλίν, στο άρθρο του «Democracy, Communism and the Individual» («Δημοκρατία, κομμουνισμός και το άτομο»), υποστήριξε πως η ρίζα του κομμουνισμού βρίσκεται στην πεποίθηση ότι όλα τα ερωτήματα, ηθικά ή πολιτικά, μπορούν να απαντηθούν με απόλυτη βεβαιότητα – όπως στις φυσικές επιστήμες – μέσω της σωστής χρήσης της λογικής ή της παρατήρησης της φύσης.
Όποιος γνωρίζει την κριτική του Χάγιεκ περί κατάχρησης της λογικής θα αναγνωρίσει την ομοιότητα. Το «The Counter-Revolution of Science» («Η Αντεπανάσταση της επιστήμης») του Χάγιεκ μιλάει για τις απαρχές της επιστημονικής ύβρεως. Στο δεύτερο μέρος του εν λόγω βιβλίου, ο Χάγιεκ εντοπίζει τις ρίζες των ιδεολογιών που κυριάρχησαν τον 20ό αιώνα και έφεραν τον πολιτισμό στα όρια της κατάρρευσης.
Ο Χάγιεκ απηχεί τον προβληματισμό του Μπερλίν, γράφοντας: «Οποιαδήποτε γενική άρνηση να αποδεχτούμε τους υπάρχοντες ηθικούς κανόνες μόνο και μόνο επειδή η σκοπιμότητά τους δεν έχει αποδειχθεί ορθολογικά… σημαίνει ότι καταστρέφουμε μια από τις ρίζες του πολιτισμού μας».
Η πεποίθηση ότι οι κανόνες πρέπει να είναι ορθολογικοί είναι σημαντική, αλλά η παραδοχή ότι η κοινωνία μπορεί να ανασυγκροτηθεί με βάση καθαρά ορθολογικές αρχές είναι η ρίζα του ολοκληρωτισμού. Η κονστρουκτιβιστική επιθυμία να ξαναφτιάξουμε την κοινωνία με βάση τη λογική, αγνοώντας παράλληλα τις παραδόσεις και τους κανόνες που έχουν εξελιχθεί μέσω μιας οργανικής διαδικασίας, καταλήγει συχνά σε απρόβλεπτες συνέπειες πέρα από την κατανόηση των «σχεδιαστών». Αυτός ο σκεπτικισμός απέναντι στην κοινωνική μηχανική είναι το σημείο όπου ο Χάγιεκ και ο Μπερλίν συγκλίνουν.
Ενάντια στην μηχανική της ανθρώπινης ψυχής
Ο Μπερλίν και ο Χάγιεκ έζησαν σε μια εποχή όπου η ιδέα του ορθολογικού σχεδιασμού της κοινωνίας ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των διανοουμένων – από τα οράματα μιας «σκόπιμα οργανωμένης κοινωνίας» βασισμένης στην «ανώτερη γνώση», έως τις μαρξιστικές ουτοπίες για την εξάλειψη της καπιταλιστικής «αναρχίας της παραγωγής» και την επίτευξη μιας ορθολογικής οικονομικής κατάστασης. Εκείνη την εποχή, η υπεράσπιση μιας κοινωνίας στην οποία τα ελεύθερα άτομα επεδίωκαν τους δικούς τους στόχους και όχι αυτούς που επέβαλε το κράτος ή το έθνος, φαινόταν παράλογη.
Όμως, η ιστορία δικαιώνει τους αντιρρησίες. Ο Κρίστοφερ Χίτσενς, στο «Letters to a Young Contrarian» («Επιστολές σε έναν νεαρό αντιρρησία»), έγραψε πως οι σπουδαίοι άνδρες σπάνια τιμώνται στην εποχή ή στη χώρα τους. Λίγοι ταιριάζουν καλύτερα σε αυτήν την περιγραφή από τον Χάγιεκ και τον Μπερλίν, οι οποίοι αντιστάθηκαν στον πειρασμό να σχεδιάσουν τη μηχανική της ανθρώπινης κοινωνίας – ή ακόμη χειρότερα, κατά την ορολογία του Στάλιν, να σχεδιάσουν τη μηχανική της ανθρώπινης ψυχής.
Ο Τζόσουα Τσέρνις, στη μελέτη του για τον Μπερλίν, υποστηρίζει πως ο φιλόσοφος εντόπισε τις ρίζες αυτής της τεχνοκρατικής ιδέας στον Ωγκύστ Κοντ και τον Ανρί Σαιν-Σιμόν. Παρόμοια επιχειρήματα διατύπωσε και ο Χάγιεκ στο «The Counter-Revolution of Science». Και οι δύο στοχαστές θεωρούσαν ότι η κοινωνική φυσική του Κοντ και ο θετικισμός του Σαιν-Σιμόν έθεταν τα θεμέλια του σύγχρονου σοσιαλισμού. Από την πλευρά τους, η προσπάθεια εφαρμογής των μεθόδων των φυσικών επιστημών στην ανθρώπινη κοινωνία αντανακλούσε τον αφελή ουτοπισμό των Γάλλων διανοουμένων. Για να εκτιμήσει κανείς τη σοβαρότητα του επιχειρήματός τους, πρέπει να κατανοήσει τη διάκριση μεταξύ της συνειδητής κατεύθυνσης της κοινωνίας και της αυθόρμητης τάξης.
Η συνειδητή κατεύθυνση της κοινωνίας
Ο Χάγιεκ προειδοποίησε ενάντια στην υπόθεση ότι «οι διαδικασίες που κατευθύνονται συνειδητά είναι αναγκαστικά ανώτερες από κάθε αυθόρμητη διαδικασία», χαρακτηρίζοντάς την «αβάσιμη δεισιδαιμονία». Αυτή η διαπίστωση ευθυγραμμίζεται με την άποψη του Σκωτικού Διαφωτισμού για τους θεσμούς. Στοχαστές όπως ο Άνταμ Φέργκιουσον και ο Άνταμ Σμιθ τόνιζαν ότι πολλοί θεσμοί δεν είναι προϊόν συνειδητού ανθρώπινου σχεδιασμού, αλλά μάλλον προϊόν ανθρώπινης δράσης.
Αρχικά, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί η κοινωνία δεν πρέπει να είναι ορθολογικά σχεδιασμένη και τα κοινωνικά αποτελέσματα να μην είναι σχεδιασμένα. Η απάντηση βρίσκεται στη φύση της ανθρώπινης κοινωνίας: δεν είναι ένα τεχνικό πρόβλημα που πρέπει να σχεδιαστεί, αλλά ένα πολύπλοκο, οργανικό σύστημα που προσαρμόζεται συνεχώς και παράγει νέα γνώση. Σε αντίθεση με τις μηχανές, η κοινωνία αποτελείται από εκατομμύρια υποκειμενικά μυαλά που αλληλεπιδρούν με απρόβλεπτους τρόπους.
Το κρίσιμο καθήκον δεν είναι να υπαγορεύσουμε τα αποτελέσματα, αλλά να επιτρέψουμε την ελεύθερη ανακάλυψη νέων δυνατοτήτων. Τα όρια της ανθρώπινης γνώσης, σε συνδυασμό με τη σιωπηλή και υποκειμενική φύση των πληροφοριών, καθιστούν αδύνατη τη συνειδητή καθοδήγηση της κοινωνίας. Όταν οι σχεδιαστές αντιμετωπίζουν αυτήν την αδυναμία, συχνά καταφεύγουν στον εξαναγκασμό για να επιβάλουν τα προτιμώμενα αποτελέσματά τους. Το αποτέλεσμα είναι αδιανόητη βία και σκληρότητα στην επιδίωξη της «ανθρώπινης τελειότητας».
Ο φιλελευθερισμός και η επιδίωξη της ευτυχίας
Η ρίζα του φασισμού, του κομμουνισμού και κάθε μορφής ολοκληρωτισμού βρίσκεται στην αφελή πίστη πως υπάρχει μία και μοναδική ορθή απάντηση για το πώς πρέπει να ζει ο άνθρωπος – την οποία οι διανοούμενοι μπορούν να προσδιορίσουν με την ακρίβεια των φυσικών επιστημών. Ο φιλελευθερισμός, αντιθέτως, δεν επιβάλλει έναν ενιαίο τρόπο ζωής. Αυτή είναι η δύναμή του: επιτρέπει τη συνύπαρξη διαφορετικών αξιών, στόχων και φιλοδοξιών. Η αρχή αυτή εκφράζεται στον ίδιο τον πυρήνα της αμερικανικής «Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας», η οποία κατοχυρώνει το «δικαίωμα στην επιδίωξη της ευτυχίας» – μια επιδίωξη που ανήκει στο άτομο, όχι στο κράτος. Αυτή είναι και η ουσία του φιλελευθερισμού.
Από το American Institute for Economic Research (AIER)
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι γνώμες του συγγραφέα και δεν αντανακλούν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.