Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ολοκλήρωσε τις συναντήσεις του στις 10 Σεπτεμβρίου στη σύνοδο κορυφής της Ομάδας των 20 (G20), η οποία πραγματοποιήθηκε στην πρωτεύουσα της Ινδίας, το Νέο Δελχί, αφού απέτισε φόρο τιμής στον πατέρα του έθνους, Μαχάτμα Γκάντι, μαζί με άλλους παγκόσμιους ηγέτες.
Την ίδια ημέρα, ο Αμερικανός πρόεδρος αναχώρησε από την Ινδία για να ταξιδέψει στο Βιετνάμ, όπου επρόκειτο να ανακοινώσει ενισχυμένη εταιρική σχέση με το κομμουνιστικό έθνος στις 10 Σεπτεμβρίου.
Ο κος Μπάιντεν ταξίδεψε στην Ασία σε μια περίοδο εντεινόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Η φετινή σύνοδος κορυφής αποκάλυψε αυξημένες εντάσεις μεταξύ των δύο ισχυρών χωρών, όπως αποδεικνύεται από την απουσία του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ από τη σύνοδο κορυφής και τις αντιρρήσεις του Πεκίνου για τη φιλοξενία της συνόδου κορυφής της G20 από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2026.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η απουσία του κου Σι σημαίνει ότι το καθεστώς εγκαταλείπει τους G20 και εγκαθιδρύει μια εναλλακτική παγκόσμια τάξη. Για να αντικρούσει αυτή την άποψη, ο πρόεδρος Μπάιντεν προσπάθησε να καλύψει το κενό που άφησε ο κος Σι στη φετινή σύνοδο κορυφής παρουσιάζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες ως έναν πιο αξιόπιστο εταίρο από την Κίνα, ικανό να ενώσει τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου γύρω από κοινούς στόχους, συμπεριλαμβανομένης της παροχής «μη καταναγκαστικών» επιλογών χρηματοδότησης της ανάπτυξης στις αναπτυσσόμενες χώρες.
«Θα ήταν ωραία να τον είχαμε εδώ», δήλωσε ο πρόεδρος Μπάιντεν στους δημοσιογράφους στην Ινδία, όταν ρωτήθηκε για το αν η απουσία του κου Σι επηρέασε τη σύνοδο κορυφής.
«Αλλά, όχι. Η σύνοδος κορυφής πηγαίνει καλά»
Στη σύνοδο κορυφής του Νέου Δελχί, τα μέλη των G20 διχάστηκαν για πολλά θέματα, περιλαμβανομένου του πολέμου στην Ουκρανία, ωστόσο οι ηγέτες έλαβαν αρκετές σημαντικές αποφάσεις κατά τη διάρκεια της διήμερης συνόδου κορυφής στην πρωτεύουσα της Ινδίας.
Βασικά συμπεράσματα από τη διήμερη σύνοδο κορυφής
Μια ήπια, συναινετική κοινή διακήρυξη για τον πόλεμο στην Ουκρανία
Το πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα στη φετινή σύνοδο κορυφής ήταν το πώς θα αντιμετωπιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία στο κοινό ανακοινωθέν. Υπήρχε σκεπτικισμός ως προς την έκδοση ενός ανακοινωθέντος της συνόδου κορυφής λόγω των σημαντικών διαιρέσεων μεταξύ των μελών.
Ενώ ορισμένες χώρες απαιτούσαν σκληρή γλώσσα κατά της Ρωσίας, χαρακτηρίζοντας το μέλος των G20 ως επιτιθέμενο, η Ινδία, που προέδρευε των G20, προσπάθησε να επιτύχει μια ισορροπία στο ανακοινωθέν της συνόδου κορυφής. Η στενή σχέση της Ινδίας με τη Μόσχα και η απροθυμία της να εκδώσει ισχυρές δηλώσεις περιέπλεξαν περαιτέρω την προσπάθεια.
Τα μέλη των G20 συμφώνησαν τελικά στις 9 Σεπτεμβρίου να υιοθετήσουν μια συναινετική δήλωση που απέφευγε να καταγγείλει συγκεκριμένα τη Ρωσία για τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά παρότρυνε γενικά όλες τις χώρες να απέχουν από τη χρήση βίας για την προσάρτηση εδαφών.
«Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όλα τα κράτη πρέπει να απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας για την επιδίωξη εδαφικής απόκτησης κατά της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους. Η χρήση ή η απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων είναι απαράδεκτη», αναφέρεται στη δήλωση.
Παρά τις αντιρρήσεις της Ρωσίας και της Κίνας, οι ηγέτες κατέληξαν επίσης σε συμβιβασμό σχετικά με τη γλώσσα σε αρκετές παραγράφους για την περιγραφή του πολέμου στην Ουκρανία.
«Τονίσαμε τον ανθρώπινο πόνο και τις αρνητικές πρόσθετες επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία όσον αφορά την παγκόσμια ασφάλεια τροφίμων και ενέργειας, τις αλυσίδες εφοδιασμού, τη μακροοικονομική χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, γεγονός που έχει περιπλέξει το περιβάλλον πολιτικής για τις χώρες», αναφέρεται στο ανακοινωθέν. «Υπήρχαν διαφορετικές απόψεις και εκτιμήσεις για την κατάσταση.»
Η δήλωση της περσινής συνόδου κορυφής στο Μπαλί αναφέρει ότι «τα περισσότερα μέλη καταδίκασαν έντονα τον πόλεμο στην Ουκρανία», κάτι που δεν περιλαμβάνεται στη φετινή δήλωση. Η δήλωση του Μπαλί είχε επίσης παραθέσει ένα ψήφισμα του ΟΗΕ που καταδικάζει «με τον πιο έντονο τρόπο την επίθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατά της Ουκρανίας και απαιτεί την πλήρη και άνευ όρων αποχώρησή της από το έδαφος της Ουκρανίας».
Ως εκ τούτου, η φετινή δήλωση θεωρείται ότι έχει πιο ήπια διατύπωση όσον αφορά τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας σε σχέση με την περσινή δήλωση.
Το ουκρανικό υπουργείο Εξωτερικών απαξίωσε την κοινή δήλωση, καθώς δεν χαρακτηρίζει τη Ρωσία ως επιτιθέμενη στον πόλεμο.
Ο Λευκός Οίκος, από την πλευρά του, υπερασπίστηκε τη δήλωση, χαρακτηρίζοντάς την «πρωτοφανή».
«Η συντριπτική πλειοψηφία των G20 έχει υποστηρίξει πολλαπλά ψηφίσματα του ΟΗΕ που καταγγέλλουν την παράνομη επιθετικότητα της Ρωσίας», δήλωσε ο αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Τζον Φάινερ στους δημοσιογράφους στις 10 Σεπτεμβρίου.
«Η κοινή δήλωση που εκδόθηκε χθες βασίζεται σε αυτό για να στείλει μια πρωτοφανή, ενιαία δήλωση σχετικά με την επιτακτική ανάγκη να απέχει η Ρωσία από τη χρήση βίας για την απόκτηση εδαφών.»
Αντισταθμίζοντας την κινεζική πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος»
Στη σύνοδο κορυφής, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ινδία, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ανακοίνωσαν Μνημόνιο Συνεννόησης (MΣ) (pdf) για ένα έργο υποδομής που θα συνδέει την Ινδία, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη μέσω θαλάσσιων και σιδηροδρομικών μεταφορών.
Το έργο θα δημιουργήσει έναν οικονομικό διάδρομο που θα συνδέεται με σιδηροδρομική γραμμή και υφιστάμενα λιμάνια μέσω των ΗΑΕ, της Σαουδικής Αραβίας, της Ιορδανίας και του Ισραήλ. Ωστόσο, δεν είναι μια ολοκληρωμένη συμφωνία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στη διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τους όρους της συμφωνίας για το έργο υποδομής, σύμφωνα με αξιωματούχους του Λευκού Οίκου.
«Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση. Πρόκειται για μια πραγματικά μεγάλη υπόθεση», δήλωσε ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, χαιρετίζοντας το Μνημόνιο Συνεννόησης σε ομιλία του κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής.
Το έργο θεωρείται μία από τις βασικές πρωτοβουλίες του Λευκού Οίκου στη Μέση Ανατολή για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης επιρροής της Κίνας στην περιοχή μέσω του αμφιλεγόμενου προγράμματος υποδομών της, της πρωτοβουλίας «Μια ζώνη, ένας δρόμος».
Από την έναρξή της το 2013, η κινεζική πρωτοβουλία έχει διοχετεύσει δισεκατομμύρια δολάρια σε έργα υποδομής σε ολόκληρη την Αφρική, τη Λατινική Αμερική, την Ανατολική Ευρώπη και την Ασία. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, το Πεκίνο έχει κατηγορηθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι χρησιμοποιεί «διπλωματία-παγίδα χρέους» για να προσελκύσει πολλά έθνη στην τροχιά του.
Το εν λόγω Μνημόνιο αποτελεί μέρος της πρωτοβουλίας «Συνεργασία για παγκόσμιες υποδομές και επενδύσεις» (Partnership for Global Infrastructure and Investment – PGII), της οποίας ηγείται η Ομάδα των Επτά (G7) χωρών για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, τα έργα PGII επικεντρώνονται σε «επενδύσεις υψηλής ποιότητας για την οικοδόμηση βιώσιμων υποδομών σε όλο τον κόσμο».
Λόγω του εύρους και των φιλοδοξιών του, το σιδηροδρομικό έργο είναι «πρωτοποριακό», δήλωσε ο κος Φάινερ στους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια ενημέρωσης του Τύπου στις 9 Σεπτεμβρίου.
«Βλέπουμε ότι έχει μεγάλη απήχηση στις εμπλεκόμενες χώρες αλλά και παγκοσμίως, επειδή είναι διαφανές, επειδή είναι υψηλών προδιαγραφών, επειδή δεν είναι εκβιαστικό», είπε.
Για να μην εξοργίσει το καθεστώς στο Πεκίνο, ωστόσο, ο κος Φάινερ δήλωσε ότι η πρωτοβουλία αυτή δεν αποσκοπεί να ανταγωνιστεί την Κίνα και την αυξανόμενη επιρροή της στη Μέση Ανατολή.
«Δεν το βλέπουμε ως μηδενικό άθροισμα με άλλες προσεγγίσεις στις υποδομές», είπε. «Δεν ζητάμε από τις χώρες να κάνουν αυτή την επιλογή μηδενικού αθροίσματος, αλλά πιστεύουμε ότι η αξία αυτού που προσφέρουμε είναι υψηλή.»
Στις ΗΠΑ οι G20 το 2026, παρά τις αντιρρήσεις Πεκίνου-Μόσχας
Σύμφωνα με διάφορες αναφορές στα μέσα ενημέρωσης, η Κίνα εξέφρασε την αντίθεσή της στο να φιλοξενήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες τους G20 το 2026, όπως είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση Μπάιντεν.
Η αντίρρηση της Κίνας, η οποία υποστηρίχθηκε από τη Ρωσία, ήταν σε μεγάλο βαθμό συμβολική και αντανακλά τη διαφωνία του Πεκίνου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα τα οποία επικαλούνται πηγές με γνώση των συνομιλιών.
Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν δεν διέψευσε τις αναφορές μιλώντας σε δημοσιογράφους στο Νέο Δελχί στις 9 Σεπτεμβρίου, αλλά σημείωσε ότι το ανακοινωθέν είχε ήδη υιοθετήσει την απόφαση.
«Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι το ανακοινωθέν έχει γίνει», είπε. «Η αναφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες ως οικοδεσπότες το 2026 είναι μέρος του. Η Κίνα έχει συμφωνήσει με αυτό, όλα τα μέλη της G20 έχουν συμφωνήσει με αυτό και είμαστε ικανοποιημένοι από αυτό.»
Στη φετινή σύνοδο κορυφής, στη θέση του κου Σι, την Κίνα εκπροσώπησε ο πρωθυπουργός της χώρας Λι Τσιανγκ .
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν παρέλειψε επίσης τη φετινή σύνοδο κορυφής. Η απουσία του κου Πούτιν ήταν αναμενόμενη, καθώς ούτε πέρυσι συμμετείχε στη σύνοδο κορυφής. Η Ρωσία εκπροσωπήθηκε από τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ.
Ο κος Φάινερ δήλωσε ότι, εξ όσων γνωρίζει, ο πρόεδρος δεν μίλησε με κανέναν από τους δύο κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής.
Της Emel Akan
Επιμέλεια: Αλία Ζάε