Η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης ανέστειλε τη συμμετοχή της στη συμφωνία ειρήνης με την Καμπότζη, η οποία είχε επιτευχθεί με τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών, μετά τον τραυματισμό τεσσάρων Ταϊλανδών στρατιωτών από έκρηξη νάρκης στις 10 Νοεμβρίου σε διαφιλονικούμενη περιοχή των συνόρων.
Ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Ταϊλάνδης, στρατηγός Ουκρίς Μποοντανόντα, ανακοίνωσε σε γραπτή δήλωση ότι «οι Βασιλικές Ένοπλες Δυνάμεις της Ταϊλάνδης έχουν αναστείλει όλες τις συμφωνίες έως ότου η Καμπότζη αποδείξει ξεκάθαρα την ειλικρίνειά της ότι δεν θα επιδεικνύει εχθρική στάση».
Οι δυνάμεις των δύο χωρών είχαν ανταλλάξει πυρά τον Ιούλιο, λόγω συνοριακής διαμάχης. Στο τέλος του ίδιου μήνα οι δύο πλευρές κατέληξαν σε κατάπαυση του πυρός, η οποία όμως έχει δεχθεί πλήγματα τους τελευταίους μήνες από παρόμοια περιστατικά με νάρκες.
Κατά τη διάρκεια επίσκεψης στη Μαλαισία τον Οκτώβριο, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ είχε μεσολαβήσει για την επίτευξη μιας ευρύτερης ειρηνευτικής συμφωνίας, γνωστής ως «Συμφωνίες Ειρήνης της Κουάλα Λουμπούρ». Η συμφωνία προέβλεπε την απομάκρυνση του βαρέος οπλισμού από τη διαφιλονικούμενη μεθοριακή ζώνη και τον εκκαθαρισμό της περιοχής από νάρκες.
Η Ταϊλάνδη είχε επίσης δεσμευθεί να απελευθερώσει αρκετούς Καμποτζιανούς στρατιώτες που κρατούνταν ως αιχμάλωτοι πολέμου, μόλις ολοκληρώνονταν τα πρώτα βήματα στρατιωτικής αποκλιμάκωσης.
Οι τέσσερις Ταϊλανδοί στρατιώτες τραυματίστηκαν τη Δευτέρα, όταν πάτησαν σε νάρκη κοντά στη διαφιλονικούμενη περιοχή. Ο ταϊλανδικός στρατός ανέφερε ότι η ζώνη είχε προηγουμένως καθαριστεί από εκρηκτικά και είχε οριοθετηθεί με συρματόπλεγμα, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι οι δράστες της επίθεσης αφαίρεσαν το συρματόπλεγμα και τοποθέτησαν νέες εκρηκτικές συσκευές.
Ανακοινώνοντας την αναστολή της ειρηνευτικής διαδικασίας, ο στρατηγός Μποοντανόντα τόνισε ότι «οι Βασιλικές Ένοπλες Δυνάμεις της Ταϊλάνδης είναι έτοιμες να υπερασπιστούν την τιμή και την κυριαρχία του έθνους, καθώς και την ευημερία όλων των Ταϊλανδών πολιτών».
Απαντώντας στις κατηγορίες της ταϊλανδικής πλευράς, το υπουργείο Εξωτερικών της Καμπότζης δήλωσε ότι «αρνείται κατηγορηματικά» την τοποθέτηση νέων ναρκών στην επίμαχη συνοριακή περιοχή.
Το υπουργείο επισήμανε ότι οι εσωτερικές συγκρούσεις που γνώρισε η Καμπότζη τη δεκαετία του 1970 και του 1980 έχουν αποδείξει πως αυτού του είδους τα όπλα μπορούν να παραμένουν ενεργά και δύσκολο να αφαιρεθούν για πολλά χρόνια μετά το τέλος ενός πολέμου.
Σε ανακοίνωσή του, το υπουργείο ανέφερε επίσης ότι «η Βασιλική Κυβέρνηση της Καμπότζης επιθυμεί να διαβεβαιώσει πως παραμένει προσηλωμένη στην εφαρμογή της Κοινής Δήλωσης που υπογράφηκε υπό τα θερμά χειροκροτήματα της διεθνούς κοινότητας».
Η Καμπότζη, όπως τονίστηκε, «ως αφοσιωμένος υποστηρικτής και συμβαλλόμενο κράτος της Σύμβασης για την Απαγόρευση των Ναρκών κατά Προσωπικού, δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ νέες νάρκες και δεν πρόκειται να το πράξει».
Παρά το περιστατικό, ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης Τραμπ δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ αναμένει πως η κατάπαυση του πυρός θα διατηρηθεί.
Όπως ανέφερε ο αξιωματούχος, «ο πρόεδρος Τραμπ παραμένει προσηλωμένος στη συνεχιζόμενη παύση της βίας και αναμένει από τις κυβερνήσεις της Καμπότζης και της Ταϊλάνδης να τηρήσουν πλήρως τις δεσμεύσεις τους για τον τερματισμό αυτής της σύγκρουσης».








