Σε επίσημη τελετή σε στρατιωτική βάση στο Σιντσού, η Ταϊβάν παρέλαβε και ενέταξε για πρώτη φορά τα αμερικανικά άρματα μάχης M1A2T Abrams στη στρατιωτική της δύναμη, με τον πρόεδρο Λάι Τσινγκ-τε να χαρακτηρίζει την κίνηση ως σταθμό στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων και συμβολικό δείγμα της αποφασιστικότητας της χώρας να προστατεύσει την κυριαρχία της έναντι της αυξανόμενης πίεσης από την κομμουνιστική Κίνα.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Άμυνας της Ταϊβάν στις 31 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος Λάι παρέδωσε τα νέα Abrams στην 584η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία, που γίνεται η πρώτη μονάδα της χώρας η οποία αντικαθιστά τα παλαιότερα άρματά της με τα αμερικανικά μοντέλα.
Η τελετή περιλάμβανε απονομή τιμών, επιθεώρηση δυνάμεων και την επίσημη παράδοση μεταξύ των παλαιών και των νέων μονάδων αρμάτων.
Κατά την ομιλία του, ο πρόεδρος τόνισε: «Εξοπλιζόμαστε με νέα μέσα και τεχνολογία, αλλά χρειαζόμαστε και νέα εκπαίδευση, νέο τρόπο σκέψης και το πνεύμα του ασύμμετρου πολέμου, προκειμένου να ενισχύσουμε αποτελεσματικά τις επιχειρησιακές μας δυνατότητες».
Η Ταϊβάν προμηθεύτηκε συνολικά 108 άρματα Abrams M1A2T με σύμβαση που εγκρίθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας ενίσχυσης της άμυνάς της.
Ο πρόεδρος Λάι υπογράμμισε ότι η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων αποσκοπεί στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας, και όχι στην πρόκληση εντάσεων.
Επανέλαβε τη θέση της κυβέρνησής του ενάντια σε κάθε ενδεχόμενο προσάρτησης ή πολιτικού ελέγχου από το Πεκίνο, δηλώνοντας: «Ενισχύουμε την εθνική άμυνα για να προστατέψουμε την πατρίδα και να διατηρήσουμε την ειρήνη και σταθερότητα στα Στενά της Ταϊβάν. Μόνο η ισχύς μπορεί να φέρει πραγματική ειρήνη. Ένα σύμφωνο ειρήνης δεν αρκεί, και η υποταγή στις απαιτήσεις επιτιθέμενων ή η παραίτηση από την κυριαρχία μας σίγουρα δεν θα οδηγήσει στην ειρήνη».
Τα Abrams αποτελούν βασικό πυλώνα της πενταεπίπεδης αμυντικής στρατηγικής των ακτών της Ταϊβάν, μαζί με αντιαεροπορικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, συστήματα πυροβολικού και ρουκετοβόλων, ελικόπτερα κρούσης, επίγεια πυραυλικά συγκροτήματα και θωρακισμένα τμήματα αντεπίθεσης. Όλες αυτές οι συνιστώσες συνδυάζονται ώστε να δημιουργούν πολλαπλά πεδία πυρός και να επιβραδύνουν οποιαδήποτε πιθανή απόπειρα αμφίβιας εισβολής από τα Στενά της Ταϊβάν.
Η ένταξη των νέων αρμάτων συμπίπτει με τις δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Πολέμου Πιτ Χέγκσεθ, ο οποίος, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ασία, προειδοποίησε για τη ραγδαία στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας, χαρακτηρίζοντάς την ως μία από τις πιο άμεσες προκλήσεις ασφάλειας της εποχής.
Μιλώντας στο ιαπωνικό Υπουργείο Άμυνας στο Τόκιο μετά τη συνάντησή του με τον ομόλογό του Σιντζίρο Κοϊζούμι, ο Χέγκσεθ ανέφερε: «Το περιβάλλον ασφαλείας στην περιοχή παραμένει εξαιρετικά δύσκολο. Οι απειλές είναι υπαρκτές και επείγουσες. Η άνευ προηγουμένου στρατιωτική ενίσχυση της Κίνας και οι επιθετικές της ενέργειες στην περιοχή μιλούν από μόνες τους».
Ο Αμερικανός αξιωματούχος καλωσόρισε επίσης τη δέσμευση της Ιαπωνίας για αύξηση των αμυντικών δαπανών, χαρακτηρίζοντάς την ως «ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Καμία αμφιβολία – η συμμαχία μας είναι κρίσιμη για την αποτροπή της κινεζικής επιθετικότητας». Πρόσθεσε: «Για να ανταποκριθούμε σε περιφερειακές προκλήσεις και να διατηρήσουμε τη χώρα μας ασφαλή, μαζί με την Ιαπωνία, προσβλέπουμε στη διαρκή ενίσχυση της συμμαχίας μας».
Οι δηλώσεις Χέγκσεθ ακολούθησαν την κοινή επίσκεψη του Ντόναλντ Τραμπ και της Ιαπωνίδας πρωθυπουργού Σαναέ Τακαΐτσι στο αεροπλανοφόρο USS George Washington στη Γιοκοσούκα, όπου υπεγράφη συμφωνία που οι δύο ηγέτες χαρακτήρισαν ως «νέα χρυσή εποχή» για τις αμερικανοϊαπωνικές σχέσεις.
Η Τακαΐτσι, πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιαπωνίας και γνωστή για τη σκληρή της στάση έναντι του Πεκίνου, διαμήνυσε ότι η ειρήνη και η σταθερότητα στα Στενά της Ταϊβάν αποτελούν «ύψιστη προτεραιότητα» για την Ιαπωνία και τη διεθνή κοινότητα.
Ανάλογες ανησυχίες έχουν εκφραστεί και σε πρόσφατες εκθέσεις του αμερικανικού Υπουργείου Πολέμου, που καταγράφουν τη διευρυνόμενη στρατιωτική ισχύ του Πεκίνου. Εκτιμάται ότι το ναυτικό της Κίνας διαθέτει πλέον πάνω από 370 πλοία πολεμικών επιχειρήσεων, με προβλεπόμενη αύξηση σε περισσότερα από 435 έως το 2030, καθώς και περίπου 400 διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους.
Ο Ρόμπερτ Πίτερς, ανώτερος ερευνητής του Heritage Foundation, δήλωσε στην Epoch Times πως ο τεράστιος κινεζικός στόλος, οι αυξανόμενες ποσότητες πυραύλων και η ενίσχυση των πυρηνικών μέσων συνιστούν «σημαντική απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Ανταποκρινόμενος στο μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον ασφάλειας, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πρόσφατα την επανέναρξη των αμερικανικών πυρηνικών δοκιμών και εξασφάλισε νέες επενδύσεις από τη Νότια Κορέα σε ναυπηγικές υποδομές, με στόχο την ενίσχυση του αμερικανικού ναυτικού.
Με την συμβολή της Κρίστι Λι








