Ο ζωγράφος και καουμπόης Τιμ Κοξ ξεκίνησε να ζωγραφίζει σε μια άθλια καλύβα σε ένα ράντσο στην Αριζόνα, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Πενήντα χρόνια μετά, είναι ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης με το δικό του ράντσο στο Νέο Μεξικό. Στην αρχή του έτους, μία αναδρομική έκθεση τίμησε τα επιτεύγματα μιας ολόκληρης ζωής.
Όταν δεν ζωγραφίζει ή δεν είναι με τα εγγόνια και την οικογένειά του, ασχολείται με τα άλογα.
«Πάντα νιώθω ότι πρέπει να καλύπτω τη θέση του καουμπόη, αν βρίσκομαι σε ένα ράντσο», λέει στην εφημερίδα The Epoch Times.
Όποτε επισκεπτόταν γειτονικά ράντσα, είχε πάντα μαζί του τα δικά του άλογα, ώστε να μην επιβαρύνει τους ιδιοκτήτες του ράντσου χρησμοποιώντας τα δικά τους. Κι όταν βγαίνει για να φωτογραφίσει τοπία για τους πίνακές του, τα ταξίδια του μπορεί να αποβούν άκαρπα γιατί πολλές φορές ξεχνιέται ασχολούμενος με τις αγελάδες.
Η καριέρα του Κοξ είχε την αφετηρία της σε ένα απομακρυσμένο ράντσο κοντά στο Ντάνκαν της Αριζόνα, όπου από την τρυφερή ηλικία των 8 ετών ασχολούνταν με τα βοοειδή, αλλά συνεχίστηκε στις γκαλερί και στον χώρο των συλλεκτών τέχνης. Η προσπάθειά του να εκφράσει αυθεντικά τη σύγχρονη ζωή των καουμπόηδων περνάει μέσα από τις σχολαστικές λεπτομέρειες των ραφιναρισμένων ελαιογραφιών του: οι καουμπόηδες παρατηρούν τη λεπτότερη στάση του αυτιού ενός αλόγου, το βλέμμα στα μάτια του, το κουτσό βάδισμά του.

Ο Κοξ ήταν καλός μαθητής στο σχολείο. Γύρω στα 14, πήγαινε με το αυτοκίνητό του, μία Σεβρολέτ του ’58, κουβαλώντας το τουφέκι του και ζωντανά ζώα όπως κογιότ ή αγριόγατες, τα οποία παγίδευε για γούνες, για να κερδίζει κάποια επιπλέον χρήματα. Ζωγράφιζε πάντα στην τάξη και οι δάσκαλοι που παρατήρησαν το ταλέντο του παρακάλεσαν τους γονείς του να του βρουν καθηγητή καλλιτεχνικών.
«Πούλησα τον πρώτο μου πίνακα σε έναν δάσκαλό μου, όταν ήμουν 12», θυμάται ο Κοξ.
Η αναζήτηση ενός δασκάλου ζωγραφικής που να ταιριάζει με τον νεαρό καλλιτέχνη κατέληξε σε ένα ταχυφαγείο στο Ντάνκαν, μεταξύ αναψυκτικών και χάμπουργκερ που ζεσταίνονταν σε έναν φούρνο. Ο Κοξ περνούσε με την παρέα του για μιλκσέικ και παρακολουθούσε τον ιδιοκτήτη, τον Χαλ Έμπι, να ζωγραφίζει τοπία με λάδι.
«Μου έμαθε πώς να προετοιμάζω έναν πίνακα από μασονίτη (σ.τ.μ. προϊόν ξύλου κατασκευασμένο με ροκανίδια ξύλου και συνδετικό υλικό – ινοσανίδα) με γκέσο», λέει ο Κοξ.

Πέρα από τα πρακτικά, ο Έμπι συνέστησε τον Κοξ στον επιτυχημένο Πολωνό ζωγράφο πορτρέτων Φρέντερικ Τάουμπς, ο οποίος αργότερα σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία στη Νέα Υόρκη, καθώς και άλλους δασκάλους όπως ο Χ. T. Κλόθιερ.
Σε ηλικία 17 ετών, ο Κοξ είχε υπογράψει συμβόλαιο με την πρώτη του γκαλερί. Παντρεύτηκε τον έρωτα της ζωής του, τη Σούζι, βρήκε δωρεάν στέγη στο απομονωμένο σπίτι ενός εργάτη ράντσου χωρίς ρεύμα, όπου «κανείς άλλος δεν θα ζούσε», και κυνηγούσε ελάφια για κρέας.
Δουλεύοντας ως καουμπόη την ημέρα, ο Κοξ ζωγράφιζε τη νύχτα.
«Πήγαινα στο μπάνιο, που είχε λευκούς τοίχους, και κρεμούσα δύο φανάρια Κόλμαν, ένα σε κάθε πλευρά του κεφαλιού μου», είπε. «Το φως δεν ήταν το καλύτερο, αλλά έτσι μόνο μπορούσα να δουλέψω». Με αυτόν τον τρόπο, έφτιαχνε 10 ή 12 πίνακες τον χρόνο.

Αν και ταλαντούχος και εγκάρδιος, ο Κοξ δεν ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένος. Η Κάντις Μπέντερ τον πήρε υπό την προστασία της, μαζί με άλλους καλλιτέχνες, και τους δίδαξε πώς να συμπεριφέρονται στον πιο εκλεπτυσμένο κόσμο της τέχνης. Εν τω μεταξύ, η Σούζι συμπλήρωνε τα έσοδα πουλώντας εκτυπώσεις και ημερολόγια, και μέσα σε λίγα χρόνια μπόρεσαν να αποκτήσουν ένα δικό τους ράντσο.
Στην ερώτηση γιατί αποφάσισαν να μετακομίσουν, ο Κοξ απάντησε: «Τα παιδιά».
Εκεί που ζούσαν στην Αριζόνα «το πλησιέστερο τηλέφωνο ήταν μιάμιση ώρα μακριά», εξηγεί. «Το μέρος όπου κάναμε τα περισσότερα ψώνια μας ήταν δυόμισι ώρες μακριά.»
Τα παιδιά πήγαιναν σε ένα μονοθέσιο σχολείο. «Χρειαζόμασταν κάποιο άλλο μέρος, για να πάνε σχολείο», πρόσθεσε. «Στη συνέχεια, η ζωγραφική πήγαινε όλο και καλύτερα, οπότε δεν μας πήρε πολύ καιρό για να ξεπληρώσουμε το [ράντσο]».

Με την πάροδο των χρόνων, ο Κοξ τελειοποίησε τις ζωγραφικές του ικανότητες ζωντανεύοντας και εκλεπτύνοντας τους πίνακές του με λεπτομέρειες που παρατηρούσε ως καουμπόης. Για εκείνον, η απεικόνιση της αλήθειας στη φύση – όπως για παράδειγμα το πώς λένε οι ανεμόμυλοι πώς φυσάει ο άνεμος – έγινε η διέξοδος και η μούσα του.
Οι πίνακές του, που διατίθενται στο Tim Cox Western Paintings & Fine Art, χαρακτηρίζονται από τους πλατιούς ουρανούς τους, με τα ογκώδη, ενίοτε δυσοίωνα σύννεφα. Ακολουθεί την παραδοσιακή τεχνική για τη ζωγραφική με λάδια, συνθέτοντας αρχικά μεγάλα μπλοκ χρώματος πάνω σε ένα σχέδιο με μολύβι, και προσθέτοντας τις λεπτομέρειες από πάνω. Αυτό απαιτεί απόλυτη συγκέντρωση του και πολλά πινέλα.
«Μπορεί να χρησιμοποιήσω τριάντα ή και περισσότερα σε έναν πίνακα», λέει, «μικρά, λεπτά πινέλα.»

«Πάντα πίστευα ότι θα γινόμουν πιο γρήγορος όσο εξελισσόμουν», εξομολογείται. Ωστόσο, «όσο περισσότερα μαθαίνω, τόσο λιγότερο μπορώ να ξεγλιστρήσω». Προσθέτει ότι μάλλον χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να τελειώσει έναν πίνακα τώρα απ’ ό,τι τα προηγούμενα χρόνια, λόγω τού πόσο απαιτητικός έχει γίνει. Ο τελευταίος του πίνακας, «Τους πάμε στο νερό», εμφανίζει μια πιο ήρεμη τονική αντίθεση από τα προηγούμενα έργα του, αλλά προδίδει τη σχολαστικότητά του. Η σκηνή με τον καουμπόη ιππέα καταπραΰνει το μάτι και την καρδιά.
Τον Ιανουάριο, η καριέρα του Κοξ, που μετρά πάνω από πέντε δεκαετίες, τιμήθηκε στο γκαλά «Καρδιά της Δύσης», το οποίο διοργανώθηκε από το Μουσείο Desert Caballeros Western Museum στο Γουίκενμπεργκ της Αριζόνα. Στην αναδρομική έκθεση προς τιμήν του έργου του, τού απονεμήθηκε το Lifetime Achievement Award 2025.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του έχει κερδίσει πολλά ακόμη βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του βραβείου Prix de West του 2003. Έγινε μέλος της οργάνωσης Cowboy Artists of America το 2007, διετέλεσε πρόεδρός της κατά διάφορες περιόδους και τώρα είναι ομότιμο μέλος της.

Σημαντική επιρροή για τον Κοξ ήταν ο Μπιλ Όουεν, γνωστός καλλιτέχνης του είδους, ο οποίος αρχικά βοήθησε τον Κοξ να δημιουργήσει το σύστημα της χρωματικής του παλέτας και αποτέλεσε πρότυπο για τον αναδυόμενο ζωγράφο.
«Έγινε ένας πολύ, πολύ στενός φίλος», λέει ο Κοξ. «Αν ψάξετε στο λήμμα «καουμπόης-καλλιτέχνης», θα έπρεπε να έχουν τη φωτογραφία και την ιστορία του εκεί για να περιγράψουν τι είναι ένας καουμπόης-καλλιτέχνης».
Ο Όουεν πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ένα ράντσο, το 2013, κάνοντας αυτό που αγαπούσε, αναφέρει ο Κοξ. «Είναι ένας καλός τρόπος για να πεθάνει κανείς».

Κοιτάζοντας στο μέλλον, διαπιστώνει ότι το γονίδιο του καουμπόη είναι ζωντανό στο οικογενειακό δέντρο των Κοξ. Σε έναν πίνακα του 2020 που παρουσιάστηκε στο γκαλά, απεικονίζεται η έφηβη εγγονή του, η Σι Τζέι, η οποία, όπως λέει ο Κοξ, «ιππεύει άλογα από τότε που φόραγε πάνες». Σε έναν πίνακα με τίτλο «Ένδοξη ελευθερία» αποτυπώνει τα συναισθήματά της αμέσως μετά την άρση του αποκλεισμού του COVID. Ιππεύει σαν τον άνεμο, με φόντο ένα από εκείνα τα ηλιοβασιλέματα που «συναντάς μια φορά μόνο στη ζωή σου».
Ο καλλιτέχνης συμπληρώνει την εικόνα αναφέροντας και τη γιαγιά του, Στέλλα Μπλέβινς Κοξ, η οποία ως γνήσια καουμπόισσα «ένιωθε ελεύθερη μόνο όταν έτρεχε με το άλογο».

Γκαλερί









Του Michael Wing