Σχολιασμός
Μια νέα έρευνα από το JAMA Pediatrics θα πρέπει να μας σταματήσει άμεσα: οι νέοι ενήλικες που αναφέρουν εθιστική χρήση οθονών — όχι απλώς συχνή χρήση — είναι δύο φορές ή παραπάνω πιθανότερο να σκεφτούν αυτοκτονία εντός δύο ετών. Όχι επειδή είναι στο διαδίκτυο πάρα πολύ, αλλά επειδή δεν μπορούν να σταματήσουν.
Την ίδια στιγμή, μια νέα γυναίκα με όνομα Κάρολαϊν Κόζιολ, κάποτε κορυφαία αθλήτρια και μαθήτρια, μηνύει το ΤικΤοκ και Ίνσταγκραμ αφότου οι αλγόριθμοί τους πλημμύρισαν την ροή της με περιεχόμενο προβλημάτων όρεξης για φαγητό. Αυτό που άρχισε ως μια αναζήτηση για συμβουλές υγείας έγινε πλήρης ανορεξία. Η δική της είναι μόνο μία από τις πάνω από 1.800 παρόμοιες περιπτώσεις που μήνυσαν.
Αυτό δεν είναι ένα πρόβλημα στο σύστημα. Είναι το σύστημα.
Οι πλατφόρμες μέσων δικτύωσης δεν αντανακλούν απλώς τις ανασφάλειές μας — τις καλλιεργούν. Γιατί; Επειδή η ανασφάλεια είναι επικερδής. Όταν ένας έφηβος νιώθει ότι δεν είναι καλός —πολύ χοντρός, πολύ απλός, πολύ ήσυχος— μένει στο διαδίκτυο παραπάνω. Περιηγείται, συγκρίνει, εμπλέκεται. Και κάθε δευτερόλεπτο που ξοδεύουν ψάχνοντας επιβεβαίωση, κάποιος άλλος το εισπράττει σε χρήματα.
Αυτό που βλέπουμε είναι η μετατροπή σε όπλο της χαμηλής αυτοεκτίμησης, κλιμακούμενη από αλγόριθμο και χρηματοδοτούμενη από σχεδιασμό.
Αυτό ίσως ακούγεται σκληρό. Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς: δεν είναι καινούριο. Για δεκαετίες, η βιομηχανία ομορφιάς, μόδας, ακόμα και τάσεις υγείας έχουν κερδίσει από το να λένε σε ανθρώπους — ειδικά σε γυναίκες και κορίτσια — ότι δεν είναι αρκετά καλές όπως είναι. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απλώς βιομηχανοποίησαν την τακτική.
Τώρα, οι πλατφόρμες ρυθμίζονται για εθιστική συμπεριφορά, όχι για χαρά ή δημιουργικότητα. Η εθισμένη εμπλοκή επιβραβεύεται, η ψυχική υγεία είναι ζημία που δεν τους ενδιαφέρει τόσο.
Η αλήθεια είναι, πολλές βιομηχανίες κερδίζουν όταν οι άνθρωποι αμφιβάλλουν για τον εαυτό τους: οι διαφημιστές κερδίζουν από τον φόβο ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί, οι παραγωγοί περιεχομένου και οι διαδικτυακοί γκουρού πωλούν την ψευδαίσθηση της «διόρθωσης» των ελλείψεών σας, και ακόμα μέρη του φαρμακευτικού και θεραπευτικού κόσμου επεκτείνονται όταν το άγχος και η κατάθλιψη αυξάνονται.
Και αυτοί είναι μόνο οι εμπορικοί ωφελούμενοι. Πολιτικά, ένα κοινό που δεν έχει αυτοπεποίθηση είναι ευκολότερο να αλλάζει γνώμη. Ευκολότερο να διαιρεθεί. Ευκολότερο να ελεγχθεί.
Η διάβρωση της αυτοεκτίμησης δεν είναι απλώς προσωπικός αγώνας — είναι μια δημόσια τρωτότητα. Και στην ψηφιακή εποχή, γίνεται συστημική.
Θα πρέπει να το αποκαλέσουμε με το σωστό όνομα: είναι μια πολιτισμική κρίση που χρειάζεται άμεση αντίδραση. Οι μηνύσεις κατά της Meta και άλλων πλατφορμών είναι μια αρχή, αλλά δεν θα είναι αρκετές από μόνες τους. Αν θέλουμε πραγματική αλλαγή, χρειαζόμαστε τρία πράγματα:
Πρώτον, νομική ευθύνη για τον σχεδιασμό. Οι πλατφόρμες πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνες για τις ψυχολογικές επιπτώσεις των αλγορίθμων που χρησιμοποιούν. Αυτό σημαίνει διαφάνεια στο πως λειτουργεί το σύστημα προτάσεων και συνέπειες όταν εμφανώς προκαλούν ζημία.
Δεύτερον, ενίσχυση των γονέων και της εκπαίδευσης. Θα πρέπει να διδάξουμε τους νέους όχι μόνο πως να χρησιμοποιούν τεχνολογία — αλλά πως να της αντιστέκονται. Να εντοπίζουν την χειραγώγηση. Να δίνουν αξία στον εαυτό τους πέρα από τον αριθμό των like.
Και τρίτον, χρειαζόμαστε μια πολιτισμική αλλαγή. Η αυτοεκτίμηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια μικρή ανησυχία λίγων ή ως μια προσωπική μάχη. Είναι θεμέλιο ελευθερίας, αντοχής, και δημόσιας υγείας. Όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι αξίζουν, είναι δυσκολότερο να ελεγχθούν — και ευκολότερο να δημιουργήσουν.
Επειδή ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι απλώς ότι οι πλατφόρμες τεχνολογίας κάνουν τον κόσμο να νιώθει ανάξιος. Είναι ότι οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό συμβαίνει. Και όταν δεν πιστεύεις στην αξία σου, είσαι πρόθυμος να την ανταλλάξεις — για οτιδήποτε υπόσχεται να στην δώσει πίσω.
της Κέυ Ρούμπατσεκ
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν συμφωνούν απαραιτήτως με τις απόψεις της Epoch Times.