Η Άννα Κομνηνή ήταν η πρωτότοκη κόρη του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της συζύγου του Ειρήνης Δούκαινας, αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Γεννήθηκε το 1083 στη, Κωνσταντινούπολη, στην Πορφύρα (το δωμάτιο στο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης όπου γεννούσαν οι αυτοκράτειρες) και προοριζόταν να διαδεχτεί τον πατέρα της στον θρόνο, ώσπου γεννήθηκε ο μικρότερος αδελφός της, Ιωάννης, το 1087.
Όταν ήταν ακόμα βρέφος, ο πατέρας της την αρραβώνιασε με τον συμβασιλέα του, Κωνσταντίνο Δούκα, που ήταν εννέα χρόνια μεγαλύτερος της. Ο Κωνσταντίνος και η Άννα δεν παντρεύτηκαν ποτέ, καθώς ο Κωνσταντίνος πέθανε το 1095, σε ηλικία 21 ετών. Περίπου δύο χρόνια μετά, η Άννα παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο.
Η Άννα διδάχτηκε σε μικρή ηλικία μαθηματικά, φιλοσοφία και φαρμακευτική, ίσως επειδή προοριζόταν για διάδοχος του θρόνου. Ήταν αρκετά παρατηρητική από μικρή ηλικία και πολλές φορές θαύμαζε τον κόσμο γύρω της.
Η Άννα αγαπούσε τη γνώση τόσο, που μάζευε τους διανοούμενους γύρω της και τους ενθάρρυνε να συνεχίσουν τις έρευνες τους. Μεταξύ αυτών ήταν ο Ευστράτιος Νικαίας, στον οποίο η Άννα ανέθεσε να συντάξει τα πρώτα σχόλια για τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη.
Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, η Άννα προσπάθησε να πάρει τον θρόνο από τον Ιωάννη, αλλά χωρίς τη στήριξη του συζύγου της απέτυχε. Η απόπειρά της είχε ως αποτέλεσμα τον υποχρεωτικό εγκλεισμό της στη Μονή Κεχαριτωμένης Θεοτόκου. Λίγο μετά, ξεκινάει να γράφει το ιστορικό έργο για το οποίο θα μείνει γνωστή, την «Αλεξιάδα».
Η «Αλεξιάδα» αφηγείται τη Βυζαντινή ιστορία από το 1069 έως το 1118, με κύριο πρωταγωνιστή τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό και θεωρείται αντιπροσωπευτικό κείμενο της αττικής γλώσσας. Το έργο θα μπορούσε να χωριστεί σε γενικές γραμμές στις ακόλουθες θεματικές ενότητες:
Τα βιβλία I-III καλύπτουν την άνοδο της οικογένειας των Κομνηνών και δικαιολογούν την κατάληψη της εξουσίας από την οικογένεια.
Τα βιβλία IV-IX καλύπτουν διάφορους πολέμους, κατά των Νορμανδών, των Σκυθών, των Τούρκων και των Κουμάνων.
Τα βιβλία X-XI καλύπτουν την Πρώτη Σταυροφορία (1096-1104 μ.Χ.) και την εισβολή των Νορμανδών στο Βυζάντιο το 1105 μ.Χ.
Τα βιβλία XII-XIII καλύπτουν περισσότερες στρατιωτικές περιπέτειες και εσωτερικά ζητήματα, καθώς και τους πιο διαβόητους αιρετικούς της εκκλησίας (π.χ. τους Μανιχαίους και τους Βογομίλους).
Λόγω της κοινωνικής της θέσης, η Άννα υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς πολλών γεγονότων που έλαβαν μέρος στην Κωνσταντινούπολη.
Αυτό που προσθέτει εγκυρότητα στο έργο της είναι η μέθοδος που χρησιμοποιούσε. Δεν δίστασε να συμπεριλάβει επίσημα έγγραφα του πατέρα της, πράγμα που συμφωνούσε απόλυτα με τα διδάγματα και τις μεθόδους της αρχαίας ιστοριογραφίας. Επίσης, υπομνήματα των μαχών των συμπολεμιστών του πατέρα της, καθώς και έγκυρες γραπτές μαρτυρίες του συζύγου της. Επίσης έκανε διασταυρώσεις με γνωστούς ιστορικούς της αυτοκρατορίας όπως ο Ψελλός, ο Ατταλειάτης και ο Σκυλίτζης.
Η περιγραφή της Άννας για το Βυζάντιο του 11ου αιώνα μ.Χ., καλύπτει όχι μόνο σημαντικά γεγονότα, αλλά και πολλές φυσικές περιγραφές και άλλες λεπτομέρειες, όπως πρωτόκολλα και ενδυμασία.
Στο έργο της χρησιμοποιεί τα αρχαία τοπωνύμια των πόλεων στις οποίες αναφέρεται. Επίσης, ενδεικτικό της υψηλής της μόρφωσης είναι το γεγονός ότι σε σχέση με τους βυζαντινούς ιστοριογράφους της πρώιμης περιόδου, η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί περισσότερο χωρία από αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές και ιστοριογράφους, όπως τον Θουκυδίδη, τον οποίο προσπαθεί να μιμηθεί επαναλαμβάνοντας δικές του στερεοτυπικές φράσεις, καθώς και από τον αγαπημένο της Όμηρο, το έργο του οποίου, συγκεκριμένα η «Ιλιάδα», φαίνεται πως αποτέλεσε την έμπνευση για τον τίτλο του δικού της.
Κριτική
Το έργο της Άννας έχει υποστεί κριτική από την εποχή της μέχρι σήμερα, με ιστορικούς να υποστηρίζουν ότι έχει έλλειψη αντικειμενικότητας, καθώς πρωταγωνιστής είναι ο πατέρας της, για τον οποίο η Άννα τρέφει συναισθήματα αγάπης και σεβασμού. Ως αποτέλεσμα, κατηγορείται ότι κρίνει τις βαρβαρότητες των άλλων, αλλά όχι τις δικές του.
Επίσης, κάποιοι υποστηρίζουν ότι το έργο της προδίδει την πεποίθηση της για την ανωτερότητα του Βυζαντίου.
Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπ’ όψιν ότι η ίδια η Άννα είναι η πρώτη που ασκεί κριτική στον εαυτό της στο έργο της.
Τέλος, οι επικριτές της φαίνεται πως αγνοούν τη γενική υποκειμενικότητα της ιστορίας και είναι ήδη προκατειλημμένοι. Η Άννα υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες ιστορικούς του Βυζαντίου, και χωρίς εκείνη, θα υπήρχε ένα μεγάλο κενό στην ιστορία μας.
Πηγές
- Αλεξία Π. Ιωαννίδου, Άννα Κομνηνή: Η βυζαντινή πριγκίπισσα που έγραψε την ιστορία του αυτοκράτορα πατέρα της, Αλεξίου Α’ Κομνηνού, pontosnews.gr, 2022
- Peter Frankopan, Anna Komnene – the princess who chronicled Byzantium’s changing fortunes, Engelsberg Ideas, 2020
- Mark Cartwright, Anna Komnene, World History Encyclopedia, 2018