Οι βίαιες απειλές ενός ανώτερου Κινέζου διπλωμάτη εναντίον της πρωθυπουργού της Ιαπωνίας, Σανάε Τακαΐτσι, έχουν προκαλέσει πολιτική θύελλα στο Τόκυο και εκκλήσεις για την απέλαση του διπλωμάτη από τη χώρα.
Στις 11 Νοεμβρίου, το κυβερνών Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LDP) της Ιαπωνίας ενέκρινε ψήφισμα που ζητά αποφασιστική απάντηση στις δηλώσεις αποκεφαλισμού που έκανε ο Σου Τζιαν, γενικός πρόξενος της Κίνας στην Οσάκα, στη δυτική Ιαπωνία.
Σύμφωνα με το ψήφισμα, τα σχόλια του Σου συνιστούν προσβολή όχι μόνο προς την Ιαπωνίδα πρωθυπουργό, αλλά και προς ολόκληρο το ιαπωνικό έθνος και τον λαό του, προκαλώντας σοβαρή ζημιά στις σχέσεις Ιαπωνίας-Κίνας. Το κείμενο καταρτίστηκε από την επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων και την επιτροπή εξωτερικής πολιτικής έρευνας του LDP.
Το ψήφισμα καλεί την ιαπωνική κυβέρνηση να κηρύξει τον Σου «ανεπιθύμητο πρόσωπο» (persona non grata), γεγονός που θα επέτρεπε την απέλασή του βάσει του Διεθνούς Δικαίου, εάν το Πεκίνο δεν λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την επίλυση του ζητήματος.
Αυτή η διπλωματική σύγκρουση ξεκίνησε την προηγούμενη εβδομάδα, όταν η Τακαΐτσι δήλωσε σε κοινοβουλευτική επιτροπή ότι τυχόν στρατιωτικές επιθέσεις εναντίον της Ταϊβάν θα μπορούσαν να θεωρηθούν «κατάσταση που απειλεί την επιβίωση» της Ιαπωνίας — χαρακτηρισμός που θα επέτρεπε στο Τόκυο να κινητοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις του για την υπεράσπιση της Ταϊβάν.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ) θεωρεί την Ταϊβάν μέρος της επικράτειάς του και έχει δηλώσει ότι θα την προσαρτήσει με τη βία, αν χρειαστεί. Για να πιέσει την κυβέρνηση του νησιού να υποκύψει, το Πεκίνο στέλνει σχεδόν καθημερινά πολεμικά αεροσκάφη και πραγματοποιεί μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές ασκήσεις στα στενά της Ταϊβάν, δημιουργώντας έντονη ανησυχία για πιθανή σύρραξη.
Ο Κινέζος διπλωμάτης σχολίασε τις δηλώσεις της πρωθυπουργού σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, γράφοντας πως «ο βρώμικος λαιμός που ανακατεύεται πρέπει να κοπεί». Σε ξεχωριστή ανάρτηση στην πλατφόρμα X, ανέφερε ότι το να εξετάζει το Τόκυο ενδεχόμενο κρίσης γύρω από την Ταϊβάν είναι «δρόμος προς τον θάνατο», τον οποίο κάποιοι «ανόητοι πολιτικοί στην Ιαπωνία θα επιλέξουν».
Οι αναρτήσεις αυτές προκάλεσαν επίσημη διαμαρτυρία από το Τόκυο, με τον ανώτατο εκπρόσωπο της ιαπωνικής κυβέρνησης να χαρακτηρίζει τις δηλώσεις «εξαιρετικά ακατάλληλες» για έναν αξιωματούχο του επιπέδου του Σου.
Αν και το Πεκίνο ισχυρίστηκε ότι η επρόκειτο για μία «προσωπική» ανάρτηση, διαγράφηκε παρόλα αυτά, αν και οι συνέπειες δεν φαίνεται να είναι αναστρέψιμες.
Ο Τζουν Αζούμι, γενικός γραμματέας του κύριου κόμματος της αντιπολίτευσης, του Συνταγματικού Δημοκρατικού Κόμματος, χαρακτήρισε τη δήλωση του Κινέζου διπλωμάτη «απογοητευτική». Ο Αζούμι, μέλος της Κάτω Βουλής, σημείωσε σε ενημέρωση στις 11 Νοεμβρίου ότι το σχόλιο του Σου δεν προσφέρει τίποτα θετικό στις σχέσεις Ιαπωνίας-Κίνας.
Ο Ναόκι Χιακούτα, επικεφαλής του μικρού συντηρητικού κόμματος, εξέφρασε την ανησυχία ότι η δήλωση του Σου θα μπορούσε να υποκινήσει ακραίες ενέργειες εναντίον της Τακαΐτσι από Κινέζους κατοίκους ή άλλους στην Ιαπωνία.
Ήδη και παρά τις αντιδράσεις, οι κινεζικές αρχές και τα κρατικά μέσα ενημέρωσης ενίσχυσαν τις λεκτικές επιθέσεις εναντίον της πρωθυπουργού της Ιαπωνίας.
Σε δήλωση στις 12 Νοεμβρίου, εκπρόσωπος της κινεζικής πρεσβείας στην Ιαπωνία συνέκρινε τη δήλωση της Τακαΐτσι με την ιαπωνική εισβολή στη Μαντζουρία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύθηκε στις 11 Νοεμβρίου, το κρατικό δίκτυο CCTV κατηγόρησε την Τακαΐτσι ότι «ξεπέρασε τα όρια» όσον αφορά τα ζητήματα της Ταϊβάν και ότι προκάλεσε «εξαιρετικά αρνητικό» αντίκτυπο.
Ένας λογαριασμός κοινωνικής δικτύωσης συνδεδεμένος με το CCTV ανέφερε σε σχόλιο που δημοσιεύτηκε στο Weibo και σε άλλες κινεζικές πλατφόρμες ότι αν η πρωθυπουργός συνεχίσει να κάνει τέτοιες δηλώσεις, «ίσως χρειαστεί να πληρώσει το τίμημα».
Σε συνέντευξη Τύπου στις 12 Νοεμβρίου, ο υπουργός Εξωτερικών της Ταϊβάν, Λιν Τσια-λουνγκ, προειδοποίησε ότι ενδέχεται οι δηλώσεις του Κινέζου διπλωμάτη να υποδαυλίσουν αντιαϊπωνικά αισθήματα μεταξύ των Κινέζων πολιτών και ότι το ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα.
Ο Λιν τόνισε ότι αν το περιστατικό δεν αντιμετωπιστεί σωστά, θα μπορούσε να «κλιμακωθεί σημαντικά» και ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί «μεμονωμένο ή απλώς προσωπικό σχόλιο».
Της Dorothy Li
Με πληροφορίες από το Reuters








