Σε μια κίνηση μείζονος σημασίας για την ενεργειακή ασφάλεια των ΗΠΑ, το υπουργείο Εσωτερικών ανακοίνωσε στις 12 Μαΐου την επίσπευση της περιβαλλοντικής αξιολόγησης για το ορυχείο Velvet-Wood στην Πολιτεία της Γιούτα, ως μέρος της διαχείρισης της τρέχουσας εθνικής ενεργειακής κρίσης.
Το έργο, εφόσον λάβει τελικώς την έγκριση, θα εξορύξει ουράνιο — καύσιμο για τους πυρηνικούς αντιδραστήρες αλλά και βασικό στοιχείο για την παραγωγή τρίτιου που χρησιμοποιείται στα πυρηνικά όπλα — καθώς και βάνδιο, το οποίο αξιοποιείται κυρίως στη χαλυβουργία και στα αεροπορικά κράματα τιτανίου.
Η επιθετική επιτάχυνση της αδειοδοτικής διαδικασίας προβλέπει, σύμφωνα με το υπουργείο, ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Γης (BLM) θα έχει ολοκληρώσει την περιβαλλοντική εξέταση εντός μόλις 14 ημερών —ένα χρονοδιάγραμμα που χαρακτηρίζεται από το Υπουργείο ως κομβικό για την άμεση κάλυψη των πιεστικών ενεργειακών αναγκών και την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας.
Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι οι ΗΠΑ εξαρτώνται σε «επικίνδυνο βαθμό» από εισαγωγές για την κάλυψη της ζήτησης τόσο σε ουράνιο όσο και σε βάνδιο. Το 2023, το 99% της ποσότητας ουρανίου που καταναλώθηκε από τους αμερικανικούς πυρηνικούς σταθμούς ήταν εισαγόμενο —σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας (ΕΙΑ). Μετά τη δεκαετία του ’80, ο τερματισμός κινήτρων και προνομιακών εμπορικών πολιτικών είχε ως αποτέλεσμα κατακόρυφη μείωση της εγχώριας παραγωγής: Από 43,7 εκατομμύρια λίβρες ουρανίου το 1980, μόλις 174.000 λίβρες παρήχθησαν το 2019. Παρομοίως, σχεδόν το ήμισυ της ζήτησης σε βάνδιο καλύφθηκε πέρυσι από εισαγωγές.
Η έλλειψη εγχώριας παραγωγής αποτελεί κρίσιμο πρόβλημα ασφαλείας: Οι ΗΠΑ στηρίζονται σε ανταγωνιστικές χώρες για βασικές πρώτες ύλες. Πέρυσι, πυρηνικές μονάδες στις ΗΠΑ αγόρασαν ουράνιο από εταιρείες που εδρεύουν στη Ρωσία, ενώ Ρωσία και Κίνα ελέγχουν μεγάλο μέρος των παγκόσμιων εξαγωγών βανδίου.
Το αμερικανικό υπουργείο Εσωτερικών εξηγεί ότι η επίσπευση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης βασίζεται σε εθνικό διάγγελμα έκτακτης ανάγκης που υπέγραψε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου. Στο διάγγελμα επισημάνθηκε πως η ανεπάρκεια αξιοποίησης εγχώριων ενεργειακών πόρων καθιστά τη χώρα «ευάλωτη απέναντι σε εχθρικές δυνάμεις» και συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Ο υπουργός Εσωτερικών, Νταγκ Μπέργκαμ, δήλωσε σχετικά: «Η Αμερική αντιμετωπίζει μια ανησυχητική ενεργειακή κρίση εξαιτίας των ακραίων πολιτικών της προηγούμενης κυβέρνησης για το κλίμα. Ο πρόεδρος Τραμπ μαζί με την κυβέρνησή του αντεπιτίθενται άμεσα και αποτελεσματικά για να δώσουν λύση στο πρόβλημα. Η ταχύρρυθμη αξιολόγηση του εξορυκτικού έργου είναι το είδος αποφασιστικής ενέργειας που χρειαζόμαστε για να εξασφαλίσουμε το ενεργειακό μέλλον της χώρας. Καταπολεμώντας τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στη γραφειοκρατία, στηρίζουμε αμερικανικές θέσεις εργασίας και θωρακίζουμε την εθνική ασφάλεια, δημιουργώντας τις βάσεις για πραγματική ενεργειακή ανεξαρτησία.»
Ταχύτερη ανάπτυξη κρίσιμων πόρων
Στις 23 Απριλίου, το υπουργείο Εσωτερικών προχώρησε σε εφαρμογή έκτακτων διαδικασιών αδειοδότησης, ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη εγχώριων ορυκτών και ενεργειακών πόρων. Οι προθεσμίες για εγκρίσεις μειώνονται δραστικά, σε μόλις 28 ημέρες, έναντι των μηνών ή ακόμη και ετών που απαιτούνταν μέχρι πρόσφατα.
Η νέα πολιτική αφορά πηγές όπως πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ουράνιο, γεωθερμική ενέργεια, βιοκαύσιμα και άνθρακα —χωρίς ωστόσο να συμπεριλαμβάνονται τα φωτοβολταϊκά και η αιολική ενέργεια.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν», σχολιάζει ο Μπέργκαμ. «Συμπιέζοντας μια διαδικασία που κρατούσε χρόνια σε μόλις 28 ημέρες, κατευθύνουμε κάθε προσπάθεια, αποφασιστικότητα και όραμα στην ενίσχυση της εθνικής ενεργειακής αυτονομίας.»
Η περιβαλλοντική οργάνωση Sierra Club, πάντως, ασκεί κριτική στην πολιτική του υπουργείου, υποστηρίζοντας ότι τα περιοριστικά χρονοδιαγράμματα δεν επιτρέπουν ουσιαστικό έλεγχο των περιβαλλοντικών κινδύνων, αφήνοντας τις τοπικές κοινότητες εκτεθειμένες σε πιθανές ρυπάνσεις.
Στις 20 Μαρτίου, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για άμεση ενίσχυση της παραγωγής ορυκτών στις ΗΠΑ, επισημαίνοντας ότι Κίνα, Ιράν και Ρωσία ελέγχουν μεγάλες ποσότητες στρατηγικών πρώτων υλών, γεγονός που απειλεί την αμερικανική ασφάλεια. Το 70% των σπάνιων γαιών που εισάγουν οι ΗΠΑ προέρχεται από την Κίνα.
Όπως σημειώνει το σχετικό ενημερωτικό δελτίο του Λευκού Οίκου, «τα κρίσιμα μέταλλα είναι απαραίτητα για τη στρατιωτική ετοιμότητα — είναι βασικά συστατικά σε μαχητικά αεροσκάφη, δορυφόρους, υποβρύχια, ‘έξυπνες’ βόμβες και συστήματα καθοδήγησης πυραύλων». Το διάταγμα προβλέπει χρηματοδότηση, δάνεια και επενδυτική υποστήριξη για νέα έργα ανάπτυξης πρώτων υλών.