Σε μια περίοδο αυξανόμενων προκλήσεων για τη διεθνή οικονομία, οι Ηνωμένες Πολιτείες δηλώνουν έτοιμες να στηρίξουν βαθιές αλλαγές στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Παγκόσμια Τράπεζα, με γνώμονα τη διατήρηση της παγκόσμιας οικονομικής σταθερότητας, όπως ξεκαθάρισε ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσσεντ, στις 23 Απριλίου.
Ο επικεφαλής του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών παρουσίασε το όραμά του για τους δύο θεσμούς καθώς και τη συμμετοχή της Αμερικής σε αυτούς, ανακοινώνοντας την πρόθεση της Ουάσιγκτον να ενισχύσει τον ηγετικό της ρόλο σε μια περίοδο που προωθούνται μεταρρυθμίσεις με στόχο την αποκατάσταση της ισορροπίας στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
«Πρώτα η Αμερική δεν σημαίνει μόνο η Αμερική», τόνισε χαρακτηριστικά ο Μπέσσεντ, σε εκδήλωση του Institute of International Finance. «Χρειάζονται αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις ώστε τα ιδρύματα του Bretton Woods να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των εταίρων τους — κι όχι το αντίστροφο».
Ο Αμερικανός ΥΠΟΙΚ υποστήριξε πως παρά τη διαχρονική αξία του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι οργανισμοί αυτοί σταδιακά έχασαν τον προσανατολισμό τους, διευρύνοντας αλόγιστα το πεδίο δράσης τους και ξεφεύγοντας από τον βασικό τους ρόλο.
«Τόσο το ΔΝΤ όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα έχουν κρίσιμο ρόλο στη διεθνή οικονομική τάξη, και η κυβέρνηση Τραμπ είναι έτοιμη να συνεργαστεί μαζί τους — αρκεί να επιστρέψουν στην αποστολή τους», επανέλαβε.
Τα τελευταία χρόνια, το ΔΝΤ ασχολείται ολοένα και περισσότερο με θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, το φύλο και τα κοινωνικά ζητήματα, παραμερίζοντας τον θεμελιώδη του ρόλο για τον διεθνή νομισματικό συντονισμό και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
«Αυτά τα ζητήματα δεν ανήκουν στην αποστολή του ΔΝΤ», δήλωσε ο Μπέσσεντ. «Η διασπορά των πόρων του ταμείου σε τέτοιους τομείς αποδυναμώνει το έργο του σε καίρια μακροοικονομικά ζητήματα. Οφείλουμε να επαναφέρουμε το ΔΝΤ στον βασικό του ρόλο».
Οι τοποθετήσεις αυτές εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εσωτερικού αμερικανικού διαλόγου, με πλήθος κυβερνητικών αξιωματούχων να εκφράζουν ανησυχίες για τον προσανατολισμό των διεθνών οργανισμών και για τον εκφυλισμό των κριτηρίων συμμετοχής και συνδρομής. Η διοίκηση Τραμπ προχωρά έτσι σε συνολική επανεξέταση της αμερικανικής παρουσίας σε διεθνείς θεσμούς και προγράμματα εξωτερικής βοήθειας.
Με την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκοι, οι ανησυχίες έχουν κορυφωθεί όσον αφορά την πιθανή αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΔΝΤ, μία κίνηση που θα άλλαζε ριζικά το σύστημα ψήφων εντός του οργανισμού.
Σήμερα, οι ΗΠΑ διαθέτουν το 16% των ψήφων στο ΔΝΤ, ενώ ακολουθούν η Ιαπωνία και η Κίνα με 6% έκαστη, και η Γερμανία με 5%. Ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Άντριου Μπέιλι, υποστήριξε ότι μια πιθανή αποχώρηση των ΗΠΑ θα οδηγούσε σε «τεμαχισμό της παγκόσμιας οικονομίας».

«Η στήριξη και η συμμετοχή μας σε πολυμερείς θεσμούς όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας», ανέφερε ο Μπέιλι, μιλώντας στο BBC τον Φεβρουάριο.
Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ προβλέπει επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης, εκτιμώντας ότι το 2025 ο παγκόσμιος ρυθμός ανάπτυξης θα υποχωρήσει στο 2,8% από το 3,3% του 2024. Στις ΗΠΑ, η ανάπτυξη προβλέπεται να περιοριστεί φέτος στο 1,8% έναντι 2,8% το προηγούμενο έτος. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι αποδίδουν το φαινόμενο στην επιθετική ατζέντα δασμών που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση Τραμπ.
«Η έντονη κλιμάκωση στην ένταση του εμπορίου και η πρωτοφανής αβεβαιότητα για την πολιτική προβλέπεται να επηρεάσουν σημαντικά την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα», αναφέρει η σχετική έκθεση.
Η Κίνα στο επίκεντρο
Ο Μπέσσεντ αφιέρωσε σημαντικό μέρος της ομιλίας του στο θέμα των δανείων της Παγκόσμιας Τράπεζας προς χώρες που έχουν πλέον πετύχει υψηλό ρυθμό ανάπτυξης — με έμφαση στην Κίνα.
Όπως είπε, θεωρεί «παράλογο» να αντιμετωπίζεται η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου ως αναπτυσσόμενη χώρα: «Η Παγκόσμια Τράπεζα εξακολουθεί να χορηγεί δάνεια κάθε χρόνο σε χώρες που πληρούν τα κριτήρια μεταπήδησης από το στάδιο του δανειολήπτη. Αυτή η πρακτική δεν δικαιολογείται, αποσπά χρήσιμους πόρους από πιο ουσιαστικές προτεραιότητες και εμποδίζει την ανάπτυξη των ιδιωτικών αγορών. Ταυτόχρονα, αποθαρρύνει τις χώρες από το να αυτονομηθούν και να στηριχθούν στον ιδιωτικό τομέα και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.»
Η Παγκόσμια Τράπεζα εφαρμόζει διαφορετικά κριτήρια και όρους δανεισμού, ανάλογα με την οικονομική δυναμική και αξιοπιστία κάθε χώρας. Έτσι, στις χώρες χαμηλού εισοδήματος προσφέρονται ευνοϊκότεροι όροι δανεισμού, όπως μεγαλύτερες περίοδοι αποπληρωμής και χαμηλότερα επιτόκια.
Παρά το μέγεθός της, η Κίνα συνεχίζει να λαμβάνει δάνεια, με την Παγκόσμια Τράπεζα να επικαλείται ενδογενείς αναπτυξιακές ανισότητες και περιβαλλοντικές προκλήσεις.
Ο Μπέσσεντ, ωστόσο, επέμεινε πως η Κίνα οφείλει να αναβαθμίσει τον ρόλο της στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, σταματώντας να στηρίζεται σε ευνοϊκές πρακτικές και συνεισφέροντας στην εξισορρόπηση της παγκόσμιας οικονομίας: «Εάν η Κίνα θέλει να διαδραματίσει έναν ρόλο που να ανταποκρίνεται στη βαρύτητά της, πρέπει να περάσει στο επόμενο επίπεδο», τόνισε, επαναλαμβάνοντας ότι η χώρα πρέπει να στηριχθεί στην εσωτερική ζήτηση ενώ οι ΗΠΑ ενισχύουν την παραγωγική τους βάση.
«Επί σειρά ετών, οι σκόπιμες πολιτικές άλλων χωρών υπονόμευσαν τη βιομηχανική βάση της Αμερικής και αποδυνάμωσαν τις κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες, δημιουργώντας κινδύνους ακόμη και για την εθνική μας ασφάλεια», προσέθεσε.
Την τελευταία δεκαετία έχει ενισχυθεί αισθητά η επιρροή της Κίνας στους δύο οργανισμούς. Μάλιστα, οι οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε μελέτη του 2023, εντόπισαν ότι η Κίνα έχει αναδειχθεί σε δανειστή «ύστατης καταφυγής» στην παγκόσμια οικονομία.
Το Πεκίνο προσφέρει διασώσεις κυρίως σε χώρες που συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI), συχνά με αυξημένα επιτόκια και με σκοπό να διατηρηθεί η αποπληρωμή των κινεζικών χρεών.
«Συνολικά, η Κίνα έχει δημιουργήσει ένα σύστημα “διασώσεων στο BRI”, βοηθώντας τις δανειολήπτριες χώρες να αποφύγουν τη χρεοκοπία και να διατηρήσουν τις πληρωμές τους τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα», τονίζεται στη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας. «Ο ρόλος της Κίνας ως διεθνούς διαχειριστή κρίσεων μπορεί να συγκριθεί με τον ρόλο του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών σε περιόδους οικονομικής κρίσης στη Λατινική Αμερική στο παρελθόν.»
Για το 2025, το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη στην Κίνα της τάξης του 4%, χαμηλότερη κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις.