Στις 3 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι όποιος συλληφθεί να καίει την αμερικανική σημαία θα μπορεί να οδηγείται άμεσα στη σύλληψη και να αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης έως και ενός έτους, στη βάση εκτελεστικού διατάγματος που υπέγραψε στις 25 Αυγούστου.
Μέσω ανάρτησης στο Truth Social, ο Τραμπ απηύθυνε άμεσο μήνυμα προς τις αστυνομικές αρχές και τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, τονίζοντας: «Προς την ICE, την Συνοριοφυλακή, τις αρχές επιβολής του νόμου και τις Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ: Σύμφωνα με το εκτελεστικό μου διάταγμα της 25ης Αυγούστου 2025, να γνωρίζετε ότι από τώρα και στο εξής όποιος καίει την αμερικανική σημαία θα υπόκειται σε ποινή φυλάκισης ενός έτους. Η σύλληψη θα είναι άμεση».
Στο εκτελεστικό διάταγμα της 25ης Αυγούστου, ο Τραμπ χαρακτήρισε τη σημαία ως «το ιερότερο και πολυτιμότερο σύμβολο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της αμερικανικής ελευθερίας, ταυτότητας και ισχύος».
Υπογράμμισε ακόμη: «Η εθνική σημαία αντιπροσωπεύει όλους τους Αμερικανούς, υπενθυμίζοντας ότι χιλιάδες Αμερικανοί πατριώτες πολέμησαν, μάτωσαν και θυσιάστηκαν για να κυματίζουν περήφανα τα αστέρια και οι ρίγες. Η προσβολή της είναι ασύγκριτα προσβλητική και προκλητική».
Ο Τραμπ εξειδίκευσε ότι η καύση της σημαίας εκφράζει: «περιφρόνηση, εχθρότητα και βία κατά της πατρίδας μας, αποτελώντας την πιο σαφή έκφραση εναντίωσης στην πολιτική ένωση που διαφυλάσσει τα δικαιώματά μας, την ελευθερία και την ασφάλεια».
Το εκτελεστικό διάταγμα δίνει εντολή στη Γενική Εισαγγελέα Παμ Μπόντι να ασκεί διώξεις σε περιπτώσεις προσβολής της σημαίας, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τα όρια που επιτρέπει το Σύνταγμα.
Παράλληλα, παραχωρεί στη Μπόντι την αρμοδιότητα να ζητήσει αποσαφηνίσεις σχετικά με το εύρος των εξαιρέσεων που προβλέπει η Πρώτη Τροπολογία όσον αφορά παρόμοιες υποθέσεις.
Επιπλέον, η ίδια, ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και η υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας Κρίστι Νοεμ μπορούν να αρνούνται ή να ανακαλούν μεταναστευτικά προνόμια σε όσους καταδικαστούν για προσβολή της σημαίας.
Η πρακτική της καύσης της αμερικανικής σημαίας ως μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας πήρε ιδιαίτερη δημοσιότητα στη διάρκεια του Πολέμου του Βιετνάμ και οδήγησε στην ψήφιση του Νόμου για την Προστασία της Σημαίας το 1968, ο οποίος απαγόρευε την καύση, επιδείνωση ή αλλοίωση του εθνικού συμβόλου.
Το 1989, ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο, με την απόφαση Τέξας κατά Τζόνσον, έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο, αναγνωρίζοντας την προσβολή της σημαίας ως μορφή συμβολικού λόγου που προστατεύεται από την Πρώτη Τροπολογία.
Παρ’ όλα αυτά, το διάταγμα Τραμπ υποστηρίζει ότι οι ερμηνείες του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν καλύπτουν πράξεις προσβολής της σημαίας που ενδέχεται να προκαλέσουν άμεση παράνομη δράση ή χαρακτηρίζονται ως εριστικός λόγος. Ο πρόεδρος δεσμεύεται να: «επανεγκαθιδρύσει τον σεβασμό και την ιερότητα της αμερικανικής σημαίας και να διώκει εκείνους που υποκινούν τη βία με κάθε διαθέσιμη αρμοδιότητα».
Με την συμβολή του Τράβις Γκίλμορ