Για πολλούς, ένα από τα πιο αινιγματικά χαρακτηριστικά της δυτικής κοινωνία είναι το πώς η ηθική φαίνεται να έχει χαθεί κάτω από την ομπρέλα της πολιτικής. Για παράδειγμα, μοιάζει πιο σημαντικό αν κάποιος ανήκει στο άλφα ή στο βήτα κόμμα παρά αν έχει δίκιο ή άδικο. Για το θέμα αυτό, το να είσαι σωστός ή λάθος έχει γίνει συνώνυμο του να είσαι είτε στο ένα κόμμα είτε στο άλλο, είτε αριστερός είτε δεξιός! Με άλλα λόγια, η πολιτική μας κρίση ακολουθεί περισσότερο «φυλετικά» (ομαδικά) παρά ορθολογικά κριτήρια.
Ωστόσο, όπως παρατήρησε ο Άγγλος ηθικολόγος και δοκιμιογράφος Σάμιουελ Τζόνσον (Samuel Johnson, 1709-1784), «αυτός που σκέφτεται λογικά, σκέφτεται ηθικά». Το να σκέφτεται κανείς φυλετικά -η χώρα μου, το κόμμα μου, η οικογένειά μου, οι ιδέες μου, το σωστό ή το λάθος- αποτελεί διαστροφή της λογικής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ολόκληρο το ποίημα του Δάντη «Θεία Κωμωδία» αφορά επί της ουσίας το πώς η διαστροφή της λογικής (της διάνοιας) οδηγεί στην κόλαση, την καταδίκη και την ατέλειωτη δυστυχία τόσο μεγάλου μέρους της ανθρώπινης κατάστασης σε αυτή τη ζωή όσο και στην επόμενη.
Απορρίπτοντας την ηθική
Η ηθική δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στις μέρες μας- ίσως θεωρείται πολύ αδιαφανής, πολύ αμφιλεγόμενη και, κυρίως, πολύ επικριτική. Είπα επικριτική; Όπως παρατήρησε ο συγγραφέας Θεόδωρος Ντάλριμπλ (Theodore Dalrymple, γεν. 1949), ο οποίος αποκαλείται επίσης ο «Όργουελ της εποχής μας»: «Όταν οι νέοι θέλουν να επαινέσουν τον εαυτό τους, περιγράφουν τον εαυτό τους ως “μη επικριτικό”. Γι’ αυτούς η υψηλότερη μορφή ηθικής είναι η ανηθικότητα».
Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι ο συγγραφέας των New York Times Ντέηβιντ Μπρουκς (David Brooks) στο άρθρο του «If It Feels Right…» (Αν σας φαίνεται σωστό…) αναφέρεται σε συνεντεύξεις Αμερικάνων από όλες τις πολιτείες και πραγματεύεται το γεγονός ότι, όπως προέκυψε από το σύνολο των συνεντεύξεων, «τα δύο τρίτα των νέων είτε δεν μπορούσαν να απαντήσουν στην ερώτηση [για την ηθική τους ζωή] είτε περιέγραφαν προβλήματα που δεν είναι καθόλου ηθικά».
Και δεν είναι μόνο οι νέοι άνθρωποι. Η βασική πτυχή της κατάργησης της μη επικριτικής συμπεριφοράς είναι γλωσσική. Παρά το ότι καθημερινά σχεδόν όλοι οι άνθρωποι βιώνουν το καλό και το κακό, τα τελευταία 30 χρόνια γίνεται μια συστηματική προσπάθεια από πολιτικούς, θεολόγους, μέσα μαζικής ενημέρωσης και άλλους, ώστε οι λέξεις «καλό» και «κακό» να χάσουν το νόημά τους και να αντικατασταθούν από πιο ανώδυνες λέξεις όπως «απαράδεκτο». Οι φαύλες συμπεριφορές και επιθυμίες δεν είναι πλέον κακές: είναι απαράδεκτες.
Αυτή η αλλαγή, φυσικά, υποβιβάζει την ηθική από απόλυτο σε κοινωνικό κανόνα. Και όπως σημειώνει ο συγγραφέας και ψυχίατρος Νόρμαν Ντόιτζ (Norman Doidge) στον πρόλογό του στο βιβλίο του Τζόρνταν Πήτερσον «12 κανόνες για τη ζωή”: «Η ιδέα ότι η ανθρώπινη ζωή μπορεί να είναι απαλλαγμένη από ηθικές ανησυχίες είναι μια φαντασίωση».
Ο πολιτιστικός σχολιαστής Ντέηβιντ Μπρουκς εξηγεί περαιτέρω: «Όταν ο σύγχρονος πολιτισμός προσπαθεί να αντικαταστήσει την αμαρτία με ιδέες όπως το λάθος ή η αναισθησία, ή προσπαθεί να εξορίσει εντελώς λέξεις όπως “αρετή”, “χαρακτήρας”, “κακό” και “φαύλο”, αυτό δεν κάνει τη ζωή λιγότερο ηθική- σημαίνει απλώς ότι έχουμε συσκοτίσει τον αναπόφευκτο ηθικό πυρήνα της ζωής με ρηχή γλώσσα. (…) Επιπλέον, η έννοια της αμαρτίας είναι απαραίτητη επειδή είναι ριζικά αληθινή.»
Απαλείφοντας την έννοια του Κακού
Το πρόβλημα με την κατάργηση της έννοιας του κακού -ή μάλλον με την προσπάθεια να προσποιηθούμε ότι δεν υπάρχει και ότι μπορεί να επαναπροσδιοριστεί- είναι ότι γίνεται από το ίδιο το κακό και ότι αυτή η τακτική δημιουργεί περαιτέρω κακό. Ο Πταχοτέπ, ένας βεζύρης που έγραφε πριν από 4.000 χρόνια, σημείωνε ότι αντί να προσπαθούμε να επαναπροσδιορίσουμε το κακό, πρέπει να το σταματήσουμε, διότι «η πράξη της διακοπής του κακού οδηγεί στην εδραίωση της αρετής».
Το να σταματήσουμε το κακό, φυσικά, προϋποθέτει ότι γνωρίζουμε τι είναι. Όταν η ηθική βασίζεται σε μια υπερβατική πραγματικότητα – στην πνευματική φώτιση (Βουδισμός), στους θεούς (κώδικας Χαμουραμπί) ή στον ίδιο τον Θεό (οι Δέκα Εντολές), μπορούμε να κατανοήσουμε το κακό ως ένα αντίθετο των υπερβατικών προθέσεων. Αυτό που βλέπουμε από αυτά τα παραδείγματα κωδίκων ή νόμων είναι μια τεράστια επικάλυψη στους τομείς της βασικής ηθικής: μοιχεία, κλοπή, ψευδομαρτυρία, φόνος -για να πάρουμε τέσσερα προφανή παραδείγματα- τα οποία καταδικάζονται. Το ποιες είναι οι πραγματικές ιδιαιτερότητες (το πλαίσιο) και ποιες μπορεί να είναι οι ποινές και οι συνέπειες, μπορεί να διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή, αλλά η γενική κατεύθυνση είναι πολύ σαφής.
Κανείς πλέον δεν είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του – όλοι έχουν απλώς ανάγκη από θεραπεία και το πρόβλημα λύθηκε! Αυτή η ιδέα μπορεί να αναχθεί στον Διαφωτισμό και στους στοχαστές που γέννησε. Ο Μαρξ θα μπορούσε να είναι ένα κλασικό παράδειγμα, αφού οι οικονομικοί παράγοντες, σύμφωνα με αυτόν, παρήγαγαν τα κοινωνικά δεινά και όχι οι πραγματικοί, αληθινοί άνθρωποι. Ειρωνικά, φέρεται να είχε σχολιάσει η σύζυγός του (ή ίσως η μητέρα του): «Μακάρι ο Καρλ να περνούσε λίγο λιγότερο χρόνο μιλώντας για το κεφάλαιο και λίγο περισσότερο συσσωρεύοντάς το.»
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τον Νίτσε και τον Φρόιντ στον κατάλογο των στοχαστών που προσπάθησαν να εξηγήσουν την ανθρώπινη φύση βάσει κάποιου άλλου απλουστευτικού παράγοντα. Αλλάξτε τα οικονομικά, γίνετε υπεράνθρωποι, κατανοήστε τα όνειρά σας, και η ουτοπία θα είναι εδώ από μέρα σε μέρα!
Πηγαίνετε σε έναν ψυχίατρο
Ο παραλογισμός όλων αυτών γίνεται φανερός όταν αναλογιστεί κανείς αυτό που επίσης σημείωσε ο Ντάλριμπλ, σχολιάζοντας μια από τις πιο διάσημες κηδείες στα τέλη του 20ού αιώνα:
«Η παθολογική-θεραπευτική προσέγγιση της ζωής έχει γίνει τόσο καθολικά αποδεκτή, ώστε ο αποστολικός κληρονόμος του Αγίου Αυγουστίνου -δηλαδή ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι- απηύθυνε ευχαριστίες προς τον Θεό κατά την εξόδιο ακολουθία για την ευάλωτη πριγκίπισσα Νταϊάνα, λες και το ραντεβού με έναν ψυχίατρο ήταν η ύψιστη δυνατή ηθική και πολιτιστική επιδίωξη του ανθρώπου.»
Αν το σχόλιο του Ντάλριμπλ ήταν οξυδερκές τότε, είναι 10 φορές περισσότερο τώρα, αφού η διακήρυξη της ευαλωτότητας ή/και της εύθραυστης ψυχικής κατάστασης κάποιου φαίνεται να είναι απαραίτητη προϋπόθεση της αρετής, όπως θα αποκαλύψει οποιαδήποτε πρόχειρη εξέταση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Δείτε, για παράδειγμα, ένα σημαντικό άρθρο στο BBC, με τίτλο «How LinkedIn Is Changing and Why Some Are Not Happy» (Πώς το LinkedIn αλλάζει και γιατί δεν χαίρονται όλοι), όπου ο αρθρογράφος διερωτάται γιατί τα τελευταία πέντε χρόνια το LinkedIn, ένας σημαντικός ιστότοπος για επαγγελματικές επαφές, έχει μετατραπεί σε ένα «πανηγύρι θρήνων» για ευάλωτες καρδιές.
Πάνω σε τι βασίζεται η ηθική
Ποια είναι, όμως, η αρετή ή η ηθική που επιθυμούμε και που πρέπει να υπερασπιστούμε; Ανέφερα την αναγκαστικά υπερβατική πηγή της, αν πρόκειται να έχει κύρος. Λάβετε υπόψη σας ότι ο ορθολογισμός αρχίζει αφού κάποιος έχει καθιερώσει τις σχετικές αρχές που δεν είναι ορθολογικές: Η ίδια η λογική δεν μπορεί να αποδειχθεί με τη λογική. Πρέπει να υποθέσουμε ότι ο λόγος είναι εξ αρχής ορθολογικός πριν τον επικαλεστούμε.
Τούτου λεχθέντος, η λογική έχει συγκεκριμένες εφαρμογές σε τέσσερεις τομείς της ζωής: τη μοιχεία, την κλοπή, την ψευδομαρτυρία και τη δολοφονία. Ένα στοιχείο για αυτό που υποστηρίζουμε προκύπτει αν σκεφτούμε τι κοινό έχουν αυτά τα τέσσερα εγκλήματα. Προφανώς, καθένα από αυτά βλάπτει άλλους ανθρώπους, αλλά πώς;
Νομίζω ότι η απάντηση σε αυτό -από τη δυτική οπτική γωνία- είναι ότι κάθε μία από αυτές τις δραστηριότητες περιγράφει την ελευθερία ενός άλλου. Με αντίστροφη σειρά, ο φόνος αφαιρεί την ελευθερία του άλλου να ζει – το ψέμα αφαιρεί την ελευθερία πρόσβασης στην αλήθεια – η κλοπή αφαιρεί την ελευθερία πρόσβασης σε υλικά και άυλα αγαθά- και η μοιχεία αφαιρεί την ελευθερία της εμπιστοσύνης και της οικειότητας με το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή του άλλου. Με άλλα λόγια, η βασική ηθική αρχή -ακόμα και παραδοχή- που πρέπει να υποστηρίζουμε είναι η ελευθερία, οι ατομικές μας ελευθερίες και ο σεβασμός που διατηρούμε για την ελευθερία των άλλων.
Ο συγγραφέας και αρθρογράφος A.N. Ουίλσον στο βιβλίο του «Dante in Love» (Ερωτευμένος Δάντης) σημείωσε αντιστοίχως ότι «η ιστορία της χριστιανικής θεολογίας -και θα μπορούσε να ειπωθεί, ολόκληρη η ιστορία της δυτικής σκέψης- ήταν μια αιώνια μάχη μεταξύ του ντετερμινισμού και κάποιας προσπάθειας να διακηρυχθεί η πίστη στην ελευθερία μας να κάνουμε ηθικές επιλογές. Αν δεν είμαστε τίποτε περισσότερο από το άθροισμα του DNA μας ή τίποτε περισσότερο από αυτό που μας έχουν κάνει οι υλιστικές δυνάμεις της ιστορίας ή τίποτε περισσότερο από το προϊόν του κοινωνικού μας περιβάλλοντος, τότε τα δικαστήρια -πόσο μάλλον η Κόλαση- είναι τερατώδεις μηχανισμοί αδικίας- γιατί πώς μπορεί κάποιος να λογοδοτήσει για τη συμπεριφορά του αν όλα είναι προκαθορισμένα;»
Η ελευθερία είναι αυτό για το οποίο αγωνιζόμαστε και, συγκεκριμένα, η ελευθερία της βούλησης.
Στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου, θα εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο στην έννοια της ελευθερίας και της ελευθερίας της βούλησης και στο πώς αυτή απειλείται σήμερα.
Του James Sale
Επιμέλεια: Αλία Ζάε