Στο επίκεντρο σοβαρής θρησκευτικής δίωξης βρέθηκαν δύο Κινέζοι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στη διάδοση της παραδοσιακής κινεζικής κουλτούρας μέσα από ιδιωτικό εκπαιδευτικό οργανισμό. Οι αρχές τους συνέλαβαν αιφνιδιαστικά, με μοναδική φαινομενικά αιτία τις πεποιθήσεις τους υπέρ του Φάλουν Γκονγκ, σύμφωνα με δηλώσεις πρώην συναδέλφου τους.
Οι Γουάνγκ Γιουνσιάο από τη Γουχάν και Ραν Ζινγκλόνγκ από τη Σαγκάη, συνιδρυτές της Green Academy, κρατούνται μετά από συντονισμένη επιχείρηση των αστυνομικών αρχών στην επαρχία Χουανγκσάν, στις 23 Απριλίου. Η Green Academy παρέχει διαδικτυακά μαθήματα και κατασκηνώσεις σε παιδιά, βασισμένα στις αρχές της παραδοσιακής διδασκαλίας.
Η υπόθεση, όπως αποκαλύπτει ο Χου Γιονγκνίνγκ στενός φίλος και τέως συνεργάτης των συλληφθέντων, μοιάζει να αποτελεί μέρος του ευρύτερου πλαισίου καταστολής έναντι του Φάλουν Γκονγκ — πνευματικής πρακτικής που στοχοποιείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας από το 1999. «Και τα δύο σπίτια ερευνήθηκαν, κατασχέθηκαν υπολογιστές, τηλέφωνα, ακόμα και κινητό ενός γονέα μαθητή», δήλωσε ο Χου, ο οποίος μετανάστευσε στις ΗΠΑ τον Απρίλιο του 2024.

Οι διώξεις ακολούθησαν τη δήθεν κατηγορία περί «ανατροπής κρατικής εξουσίας», κατηγορία-ομπρέλα που εφαρμόζεται ευρέως κατά θρησκευτικών ή άλλων μειονοτήτων στην Κίνα. Αμέσως μετά τις συλλήψεις, οι αρχές διεύρυναν την έρευνα, οδηγώντας για ανάκριση γονείς και παιδιά που συμμετείχαν σε κατασκηνώσεις της Green Academy. «Γονέας που βοήθησε ως βοηθός δασκάλου κρατήθηκε για ανακρίσεις χωρίς τροφή ολόκληρη εβδομάδα», προσθέτει ο Χου.
Όπως καταγγέλλει η Κινέζα νομικός Λι Γιουκίνγκ, που ζει στις ΗΠΑ, «δεν υπήρξε καμία νόμιμη αιτία για τις συλλήψεις», ενώ συμπλήρωσε πως «το καθεστώς συλλαμβάνει υποστηρικτές του Φάλουν Γκονγκ χωρίς καμία δικαιολογία».
Η Green Academy ιδρύθηκε το 2023, ωστόσο οι εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες της ομάδας είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, με κοινό παρονομαστή την πρόθεση να δώσουν στα παιδιά τα εφόδια της παράδοσης αλλά και να μιλήσουν για τη σπουδαιότητα της πνευματικής αναζήτησης — στάση που αντιβαίνει στην επίσημη αθεϊστική ιδεολογία του κινεζικού κράτους.
Καθοριστική επιρροή στη δράση τους άσκησε ο πατέρας του Γουάνγκ, Γουάνγκ Ζουεμίνγκ, λόγιος και μέλος της Ένωσης Συγγραφέων Σιτσουάν, που υπέστη επίσης παρατεταμένες διώξεις λόγω της πνευματικής του ταυτότητας. Οι προσπάθειές του να ιδρύσει εκπαιδευτικούς θεσμούς επανειλημμένα ανεστάλησαν από τις Αρχές και φυλακίστηκε αρκετές φορές μέχρι τον θάνατό του υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες το 2020.
Παρόμοια διαδρομή ακολούθησε και ο Χου Γιονγκνίνγκ, ο οποίος υποστηρίζει πως στράφηκε στο Φάλουν Γκονγκ μόλις το 2019, όταν βελτιώθηκε η υγεία του μετά από σοβαρό πρόβλημα στη σπονδυλική στήλη.
Τα προβλήματα για το δίκτυο των εκπαιδευτικών εντάθηκαν μετά τον θάνατο του Γουάνγκ Ζουεμίνγκ, με αυξημένη παρακολούθηση και παρεμπόδιση των δραστηριοτήτων τους. Η τελευταία τους σύλληψη θεωρείται ενδεικτική της εντεινόμενης καταπίεσης που υφίσταται το Φάλουν Γκονγκ στη σύγχρονη Κίνα.
Τα γεγονότα αυτά εγγράφονται στο ευρύτερο πλαίσιο της συστηματικής, συχνά αθέατης διώξεως θρησκευτικών και πνευματικών κινημάτων στην Κίνα. Διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων τεκμηριώνουν εδώ και χρόνια μαζικές αυθαίρετες συλλήψεις, παραβιάσεις δικαιωμάτων και ισχυρισμούς για αναγκαστικές μεταμοσχεύσεις οργάνων σε βάρος υποστηρικτών του Φάλουν Γκονγκ. Η αγωνία για τους δύο εκπαιδευτικούς αυξάνει, ειδικά υπό το καθεστώς μυστικότητας που συχνά καλύπτει τέτοιου είδους υποθέσεις στην Κίνα.

Ο Χου σημειώνει τον συνεχή φόβο που βιώνουν οι οικογένειες και τα θύματα: «Όταν οι διώξεις συμβαίνουν, ούτε καν οι γείτονες το αντιλαμβάνονται, καθώς όλα γίνονται υπό καθεστώς αποσιώπησης». Παράλληλα, η σύζυγος του Ραν επιχείρησε να παρέμβει ζητώντας την απελευθέρωση του συζύγου της, ενώ ο ίδιος ξεκίνησε απεργία πείνας διαμαρτυρόμενος για την κράτησή του.
Οι διεθνείς κινητοποιήσεις για την υπόθεση, όπως η συγκέντρωση διαμαρτυρίας ενώπιον του κινεζικού προξενείου στη Νέα Υόρκη, αναδεικνύουν ότι το θέμα λαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις, θίγοντας ζητήματα σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας και ακαδημαϊκής αυτονομίας στην Κίνα.
Η υπόθεση Γουανγκ και Ραν αποκαλύπτει τη διαρκή και συχνά αόρατη πίεση που ασκείται σε άτομα με πνευματική ταυτότητα αντίθετη προς την κομματική γραμμή στην Κίνα. Παρά τη συνεχιζόμενη καταπίεση, η προσπάθεια για αλήθεια και πνευματική αναζήτηση που εκφράζουν οι δύο εκπαιδευτικοί και οι συνεργάτες τους συνεχίζει να εκθέτει τα όρια της ανεκτικότητας του συστήματος και να εμπνέει συμμάχους εντός και εκτός της Κίνας, τονίζοντας τη σημασία της διεθνούς παρέμβασης και ευαισθητοποίησης στην υπεράσπιση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.