Ορισμένοι γονείς δίνουν στα παιδιά τους κινητά τηλέφωνα ή τάμπλετ για να απαλύνουν τα νευρικά τους ξεσπάσματα, όμως πρόσφατη έρευνα βρήκε πως τέτοιες πρακτικές εμποδίζουν τα παιδιά να μάθουν να ρυθμίζουν τα συναισθήματα τους.
Αυτή η στρατηγική ανατροφής των παιδιών μπορεί να δημιουργήσει ανθρώπους με προβλήματα διαχείρισης του θυμού, καθώς και προβληματικής χρήσης της οθόνης αργότερα στη ζωή τους.
«Οι κρίσεις θυμού δεν θεραπεύονται με ψηφιακές συσκευές», είπε σε δήλωση Tύπου η Βερόνικα Κονόκ, η πρώτη συγγραφέας της μελέτης και ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λόραντ Έτβες της Βουδαπέστης στην Ουγγαρία. «Τα παιδιά πρέπει να μάθουν να διαχειρίζονται τα αρνητικά τους συναισθήματα από μόνα τους και χρειάζονται τη βοήθεια των γονιών τους κατά τη διάρκεια αυτής της μαθησιακής διαδικασίας, όχι τη βοήθεια μιας ψηφιακής συσκευής.»
Περισσότερος θυμός, λιγότερος έλεγχος
Σε νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε τον Μάιο στο περιοδικό Frontiers in Child and Adolescent Psychiatry, ερευνητές από την Ουγγαρία και τον Καναδά εξέτασαν σχεδόν 300 γονείς παιδιών ηλικίας 2 έως 5 ετών το 2020 πάνω στη χρήση των μέσων. Επανέλαβαν την εξέταση έναν χρόνο μετά.
Ανακάλυψαν πως τα παιδιά που ήταν πιο επιρρεπή στον θυμό είχαν γονείς που χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα και τάμπλετ για να τα ηρεμήσουν. Αυτά τα παιδιά κατά κανόνα είχαν συχνότερες και εντονότερες αντιδράσεις θυμού και εμφάνιζαν μεγαλύτερες δυσκολίες στη διαχείριση του θυμού και της αγανάκτησης έναν χρόνο μετά, κατά την επανεξέταση.
Επιπλέον, είχαν πιο υψηλά επίπεδα θυμού και δυσκολεύονταν περισσότερο να ασκήσουν έλεγχο στα συναισθήματά τους.
«Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως οι γονείς εφαρμόζουν συχνότερα ψηφιακή ρύθμιση συναισθημάτων εάν το παιδί τους έχει προβλήματα στη ρύθμιση των συναισθημάτων του, αλλά τα αποτελέσματά μας τονίζουν ότι αυτή η στρατηγική μπορεί να οδηγήσει στην κλιμάκωση ενός προϋπάρχοντος ζητήματος», είπε σε δήλωση Τύπου η κα Κονόκ.
Σύμφωνα με τη μελέτη, δίνοντας σε ένα παιδί μια ψηφιακή συσκευή για να ηρεμήσουμε τα ξεσπάσματα θυμού του η εξάρτησή του από τις συσκευές αυξάνεται, όπως και ο κίνδυνος να κάνει αργότερα προβληματική χρήση των πολυμέσων. Οι συγγραφείς συνέκριναν αυτό το φαινόμενο με ένα κύκλο θετικής ανάδρασης. Ο χειρισμός των συσκευών οδηγεί σε περισσότερα ξεσπάσματα και νεύρα, τα οποία εν συνεχεία οδηγούν σε περισσότερη χρήση των συσκευών.
Οι συσκευές μπορεί να εντείνουν τις κρίσεις θυμού
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ψηφιακές συσκευές έχουν γίνει όλο και πιο κοινές στην καθημερινής μας ζωή και έχουμε μάθει να τις χρησιμοποιούμε ως εργαλεία αυτοελέγχου. Αυτοέλεγχος είναι ο συνειδητός έλεγχος των σκέψεων, των αισθημάτων, των αποφάσεων και της συμπεριφοράς κάποιου. Είναι κάτι που πρέπει να κατακτήσουμε τα πρώτα χρόνια της ζωής μας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, παρόλο που η χρήση μιας ψηφιακής συσκευής για να αποσπάσουμε την προσοχή ενός παιδιού από στρεσογόνα ερεθίσματα ή αρνητικά συναισθήματα μπορεί να είναι αποτελεσματική βραχυπρόθεσμα για τη μείωση των συναισθηματικών αντιδράσεων στα μικρά παιδιά, ωστόσο μακροπρόθεσμα μπορεί να επιφέρει μια επίδραση ανάκαμψης που οδηγεί σε συμπεριφορές αποφυγής αντιμετώπισης, αυξημένα αρνητικά συναισθήματα και συναισθηματική απορρύθμιση.
Επιπλέον, είναι πολύ πιθανόν να κάνει τα παιδιά να βασίζονται στις ψηφιακές συσκευές για τη συναισθηματική τους ρύθμιση αντί να αναπτύξουν εσωτερικές δεξιότητες αυτορρύθμισης, οδηγώντας σε «ξεσπάσματα θυμού χρήσης οθόνης» όταν στερούνται τις συσκευές.
«Η χρήση μίας οθόνης ως βοήθημα που δίνεται στα παιδιά για να ανακτήσουν την ηρεμία τους είναι μια μορφή εξωτερικής αυτορρύθμισης, η οποία μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματική βραχυπρόθεσμα. Εν τούτοις, καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, πρέπει να αναπτύξουν εσωτερικά μέσα αυτορρύθμισης για να μπορούν να διαχειρίζονται εξ ολοκλήρου τα συναισθήματα τους», είπε στους Epoch Times η Κάρολαϊν Φιτζπάτρικ, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Σερμπρούκ στο Κεμπέκ και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Οι συγγραφείς της μελέτης συνιστούν στους γονείς αντί να δίνουν στο παιδί μια ψηφιακή συσκευή σε μια απογοητευτική κατάσταση, να δράττονται της ευκαιρίας να τα διαπαιδαγωγήσουν: να τα βοηθήσουν να αναγνωρίζουν τα συναισθήματά τους και να τα διδάξουν πώς να τα διαχειρίζονται.
Περιορισμοί της μελέτης
Παρότι η μελέτη παρέχει πολύτιμα στοιχεία, οι ερευνητές εξήγησαν πως τα ευρήματά της έχουν αρκετούς περιορισμούς, περιλαμβανομένης και της εξάρτησης από δεδομένα που παρέχονται από τους γονείς. Μερικοί γονείς, επίσης, εγκατέλειψαν την έρευνα προτού γίνει ο επανέλεγχος, κάτι το οποίο μπορεί να παραποίησε τα αποτελέσματα. Νεότεροι γονείς και γονείς που είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιήσουν την ψηφιακή ρύθμιση συναισθημάτων ήταν λιγότερο πιθανό να συμμετάσχουν στην επανεξέταση, με πιθανό αποτέλεσμα τη διαστρέβλωση των παρατηρηθέντων συσχετισμών.
Επιπλέον, η συλλογή των δεδομένων έγινε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του COVID-19, περιόδου που χαρακτηρίστηκε από αυξημένη χρήση των ψηφιακών συσκευών λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας, κάτι που επίσης μπορεί να επηρέασε το πρότυπο χρήσης ψηφιακών συσκευών.
Οι συγγραφείς προτείνουν στις μελλοντικές έρευνες να στοχεύσουν να αναπαράγουν αυτά τα ευρήματα υπό διαφορετικές καταστάσεις και με πιο ποικίλο πληθυσμό. Επιπροσθέτως, τα δεδομένα παρατήρησης της αυτορρύθμισης των παιδιών και της γονεϊκής χρήσης των ψηφιακών συσκευών για τη διαχείριση των συναισθημάτων θα μπορούσαν να παρέχουν μια βαθύτερη κατανόηση της δυναμικής που παρατηρήθηκε στη μελέτη.
Της Megan Redshaw, J.D.
Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ
Επιμέλεια: Αλία Ζάε