Νέες μορφές παρενόχλησης στον χώρο της εργασίας έχει δημιουργήσει η νέα ψηφιακή εποχή. Μία από αυτές τις μορφές, που είναι αναδυόμενη στην Ελλάδα, έχει να κάνει με τα social media. Για παράδειγμα, δίνεται εντολή στον εργαζόμενο να προωθήσει μέσω του δικού του προφίλ δημοσιεύσεις της εταιρείας ή στελεχών της και μάλιστα με τρόπο πιεστικό. Για να μπει ένα φρένο σε αυτήν την κατάσταση η Ανεξάρτητη, πλέον, Αρχή Επιθεώρησης Εργασίας, με εγκύκλιο διευκρινίζει το πλαίσιο έκθεσης του εργαζομένου στα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα (social media) του εργοδότη και γίνεται σαφές ότι είναι θεμιτή και κατοχυρωμένη η ενδεχόμενη άρνησή του να συμπεριληφθεί σε δημοσιεύσεις, πόσο μάλλον να αλληλοεπιδρά με αναρτήσεις και περιεχόμενο που αφορά στη δραστηριότητα της όποιας επιχείρησης. Όπως αναφέρει ο διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Επιθεώρησης Εργασίας, Γιώργος Τζιλιβάκης, δημιουργήθηκε η ανάγκη για τη σύνταξη της εγκυκλίου καθώς υπήρχαν το τελευταίο διάστημα τέτοιου είδους καταγγελίες στην Ελλάδα στα γραφεία του πρώην ΣΕΠΕ (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας).
«Ο εργαζόμενος προστατεύεται από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του σε όλο το χρονικό διάστημα της εργασιακής σχέσης. Προστατεύονται τόσο οι υποψήφιοι όσο και οι απασχολούμενοι. Το ίδιο αφορά και τους απασχολούμενους που η εργασιακή τους σχέση έχει λήξει κι έχουν αποχωρήσει από τον εργοδότη για οποιοδήποτε λόγο. Είναι σημαντικό να καταστεί σαφές ότι η άρνηση του εργαζομένου στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του αφορά εκείνα τα στοιχεία τα οποία δεν είναι απολύτως απαραίτητο να ληφθούν υπόψη για τη σύναψη της σύμβασης εργασίας ή για την εκτέλεσή της. Για τα στοιχεία που δεν είναι απαραίτητα για την εκτέλεση της εργασίας του -όπως φωτογραφίες που τον ταυτοποιούν στα social media- το δικαίωμα άρνησης του εργαζόμενου προστατεύεται από τον νόμο, ο οποίος για οποιαδήποτε επεξεργασία που ξεφεύγει από τους παραπάνω σκοπούς (σύναψη και εκτέλεσης της σύμβασης) απαιτεί την ελεύθερη και ρητή συγκατάθεση του εργαζομένου. Η συγκατάθεσή του, για επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ανακαλείται ελεύθερα ανά πάσα στιγμή τόσο εύκολα όσο παρασχέθηκε», δηλώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Τζιλιβάκης.
Ο ίδιος εξηγεί ότι ο νόμος ορίζει πως η συγκατάθεση μπορεί να παρέχεται είτε σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή και πρέπει να διακρίνεται σαφώς από τη σύμβαση εργασίας. Ο εργοδότης πρέπει να ενημερώνει τον εργαζόμενο εγγράφως ή ηλεκτρονικά για τον σκοπό της επεξεργασίας και το δικαίωμά του να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του. Παράλληλα, αν ο εργαζόμενος έχει υπογράψει σχετικές φόρμες συναίνεσης κατά την πρόσληψη, ο κ. Τζιλιβάκης σημειώνει ότι όσο εύκολα δόθηκαν τόσο εύκολα μπορούν να ανακληθούν.
Παράλληλα, η νέα εγκύκλιος διευκρινίζει πως σε ό,τι αφορά τη νομιμότητα χρήσης των κοινωνικών δικτύων (Facebook, LinkedIn, Twitter, Instagram κ.ά.) ως εργαλείων εξέτασης του προφίλ του υποψήφιου εργαζομένου, ενόψει πρόσληψης, είναι θεμιτή σε ορισμένες περιπτώσεις που σχετίζονται μόνο με επαγγελματικούς σκοπούς, οπότε ο εργοδότης νομιμοποιείται να προσπελάσει και να ελέγξει, βάσει εννόμου συμφέροντος, τις διαθέσιμες πληροφορίες που ο ίδιος ο εργαζόμενος έχει δημοσιοποιήσει στο δημόσια ορατό προφίλ του, όπως σπουδές και προηγούμενη εργασιακή εμπειρία. Ωστόσο, όπως τονίζεται σε σχετική ανακοίνωση, δεν επιτρέπεται φυσικά στον εργοδότη να αξιολογεί τις προσωπικές αναρτήσεις και, σε κάθε περίπτωση, κάθε γνώση πληροφορίας που αποκτάται, μέσω των κοινωνικών δικτύων, για τα χόμπι, φιλικές και κοινωνικές συναναστροφές των εργαζομένων, την οικογενειακή κατάστασή τους, τις θρησκευτικές ή τις πολιτικές πεποιθήσεις ή τις σεξουαλικές προτιμήσεις τους, δεν πρέπει να αποτελεί αιτία διάκρισης ούτε να κοινοποιείται σε τρίτους.
«Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος προβεί σε καταγγελία προκειμένου να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά του για προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δεχτεί αντίποινα από τον εργοδότη του, είτε με χειροτέρευση της εργασιακής του θέσης είτε με καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είτε δεχτεί παρενόχληση (mobbying) για την απόφασή του αυτή, η εργατική νομοθεσία τον προστατεύει επίσης και μπορεί να ζητήσει την παρέμβαση της Επιθεώρησης Εργασίας, με αίτηση διενέργειας εξέτασης εργατικής διαφοράς», επισημαίνει ο διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Επιθεώρησης Εργασίας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ποια είναι, όμως, τα περιθώρια της Ανεξάρτητης Αρχής σε αυτές τις περιπτώσεις; «Η Επιθεώρηση Εργασίας θα γνωμοδοτήσει αιτιολογημένα και θα επιδιώξει την επίλυση της εργατικής διαφοράς. Ωστόσο, πρέπει να γίνει σαφές στους εργαζομένους ότι το πόρισμα της Επιθεώρησης δεν είναι δικαστική απόφαση για να εξαναγκάσει τον εργοδότη να συμμορφωθεί. Παρά ταύτα, η πλειοψηφία των εργοδοτών συμμορφώνεται με τα πορίσματα και τις υποδείξεις της, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται η δικαστική διαμάχη και να επιλύεται συμβιβαστικά η εργατική διαφορά, γεγονός το οποίο συντελεί στη διατήρηση αρμονικών εργασιακών σχέσεων. Η Επιθεώρηση Εργασίας διαθέτει τη δυνατότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων, οι οποίες, μάλιστα, είναι πολύ υψηλές στις περιπτώσεις που συντρέχει διακριτική μεταχείριση ή παρενόχληση στην εργασία, με προσβολή της αξιοπρέπειας του εργαζομένου. Παρ’ όλα αυτά, πριν από τις τελικές κυρώσεις, η αρχική προσέγγιση έχει καθοδηγητικό και συμβουλευτικό χαρακτήρα», εξηγεί ο κ. Τζιλιβάκης.