Τετάρτη, 17 Σεπ, 2025
ΛΑΟΥΡΑ ΚΟΒΕΣΙ. (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ)

Λάουρα Κοβέσι: Η Ευρωπαία Εισαγγελέας που άλλαξε το «παιχνίδι» στην Ελλάδα

Η Λάουρα Κοντρούτσα Κοβέσι έχει εξελιχθεί σε μία από τις πιο ισχυρές – και συνάμα αμφιλεγόμενες – μορφές στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Ως η πρώτη Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέας στην ιστορία, η Ρουμάνα Κοβέσι έχει αναλάβει προσωπικά μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς που συγκλόνισαν την Ελλάδα – από την πολύνεκρη τραγωδία των Τεμπών στον σιδηρόδρομο έως το εκτεταμένο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ στις αγροτικές επιδοτήσεις. Οι πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις της έχουν φέρει στο προσκήνιο θεμελιώδη ερωτήματα για τη λειτουργία του ελληνικού κράτους, αποκαλύπτοντας βαθιά ρήγματα στη διαχείριση δημοσίων πόρων και τη λογοδοσία. Την ίδια στιγμή, η αδιάλλακτη στάση της απέναντι στη διαφθορά έχει προκαλέσει τριβές με την πολιτική ηγεσία – με την κυβέρνηση να κατηγορείται ακόμη και για απόπειρες πολιτικής παρέμβασης στο έργο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Από τη Ρουμανία στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

Πριν βρεθεί επικεφαλής της νεοσύστατης Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (European Public Prosecutor’s Office – EPPO), η Λάουρα Κοβέσι είχε ήδη χτίσει φήμη ατρόμητης εισαγγελέως στη γενέτειρά της, τη Ρουμανία. Γεννημένη το 1973 στο Σφάντου Γκεόργκε της Τρανσυλβανίας, η Κοβέσι σπούδασε νομικά και το 2006 έγινε η πρώτη γυναίκα Γενική Εισαγγελέας στην ιστορία της Ρουμανίας . Το 2013 ανέλαβε επικεφαλής της Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης Διαφθοράς (DNA), όπου κατά τη θητεία της οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη δεκάδες υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι – υπουργοί, βουλευτές, περιφερειάρχες, ακόμη και ο πρώην πρωθυπουργός Αντριάν Ναστάζε. Οι εντυπωσιακές της επιδόσεις στην καταπολέμηση της διαφθοράς την έκαναν ιδιαίτερα δημοφιλή στην κοινωνία, κερδίζοντας την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των συμμάχων της Ρουμανίας.

Ωστόσο, η επιτυχία της προκάλεσε την οργή του πολιτικού κατεστημένου. Το 2018, η τότε ρουμανική κυβέρνηση επιχείρησε να την εξουδετερώσει ιδρύοντας μια νέα υπηρεσία “έρευνας δικαστικών” στοχοποιώντας την ίδια και τους συνεργάτες της . Ακολούθησε μπαράζ κατηγοριών εναντίον της Κοβέσι – από υποτιθέμενη κατάχρηση εξουσίας έως δήθεν σύσταση «ομάδας εισαγγελέων» που διώκει παράνομα πολιτικούς . Η ίδια αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και, έπειτα από μακρά δικαστική διαμάχη, δικαιώθηκε πλήρως: το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρουμανίας την αθώωσε, ενώ το 2020 και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η απόλυσή της το 2018 παραβίασε το δικαίωμά της σε δίκαιη δίκη. Παρά τις πιέσεις του Βουκουρεστίου, το 2019 η Λάουρα Κοβέσι επελέγη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως η πρώτη Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέας, αναλαμβάνοντας να οικοδομήσει από το μηδέν τον νέο θεσμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και οι ελληνικές υποθέσεις

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO) ξεκίνησε τη δράση της το 2021, με αποστολή τη δίωξη αδικημάτων που πλήττουν τον προϋπολογισμό και τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – όπως η απάτη με ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, η διασυνοριακή απάτη ΦΠΑ, η διαφθορά αξιωματούχων σχετιζόμενη με κονδύλια της ΕΕ και η υπεξαίρεση ευρωπαϊκών πόρων. Η δομή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας είναι αποκεντρωμένη, με Ευρωπαίους Εντεταλμένους Εισαγγελείς σε κάθε κράτος-μέλος. Η Κοβέσι, από το κεντρικό γραφείο της EPPO στο Λουξεμβούργο, εποπτεύει και συντονίζει τις έρευνες σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη, διασφαλίζοντας ότι η νέα αυτή υπηρεσία παραμένει ανεξάρτητη από πολιτικές επιρροές.

Δεν άργησε να φανεί ότι η Ελλάδα θα αποτελέσει ένα από τα μεγαλύτερα «στοιχήματα» για την EPPO υπό την ηγεσία της Κοβέσι. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, μέχρι το τέλος του 2024 η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είχε ανοιχτές 84 έρευνες στην Ελλάδα, αριθμός δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με το μέγεθος της χώρας, αφού αντιστοιχεί σε πάνω από το 5% του συνόλου των υποθέσεων της EPPO σε ολόκληρη την ΕΕ (1.504 υποθέσεις) . Οι ελληνικές υποθέσεις εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύουν ζημία ύψους περίπου 1,7 δισεκατομμυρίων ευρώ σε ευρωπαϊκούς πόρους . Το γεγονός αυτό δείχνει αφενός το εύρος της οικονομικής διαφθοράς και απάτης που σχετίζεται με ευρωπαϊκά κονδύλια στην Ελλάδα, αφετέρου εξηγεί γιατί η Κοβέσι και η ομάδα της έχουν στρέψει ιδιαίτερη προσοχή στη χώρα μας. Πράγματι, η ίδια η Κοβέσι έχει αναφέρει ότι η Ελλάδα είχε «την τιμητική της» στις έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα των αγροτικών επιδοτήσεων όπου εντοπίζεται μεγάλο μέρος των ατασθαλιών.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ: Διαφθορά στις αγροτικές επιδοτήσεις

Μία από τις πλέον πολύκροτες υποθέσεις όπου πρωταγωνίστησε η Λάουρα Κοβέσι στην Ελλάδα είναι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ – του οργανισμού που ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση και διανομή των ευρωπαϊκών αγροτικών επιδοτήσεων στη χώρα. H έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αποκάλυψε ένα εκτεταμένο δίκτυο απάτης, με ψεύτικες δηλώσεις και πλασματικές μισθώσεις βοσκότοπων που στόχευαν στην υφαρπαγή ευρωπαϊκών κονδυλίων εκατομμυρίων ευρώ. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε ότι κατά την περίοδο 2019-2022 υποβάλλονταν στον ΟΠΕΚΕΠΕ αιτήσεις επιδότησης για ανύπαρκτες εκτάσεις γης – με το συνολικό ποσό των αιτημάτων να εκτοξεύεται στα €705 εκατ., τη στιγμή που ο εγκεκριμένος προϋπολογισμός για τα προγράμματα (π.χ. βιολογικής κτηνοτροφίας) ήταν μόλις €298 εκατ. . Με απλά λόγια, ένας τεράστιος όγκος επιδοτήσεων διοχετευόταν σε «μαϊμού» δικαιούχους, σε βάρος τόσο των Ευρωπαίων φορολογουμένων όσο και των πραγματικών αγροτών.

Οι αποκαλύψεις αυτές τάραξαν το ελληνικό πολιτικό σκηνικό. Τον Ιούνιο του 2025, τέσσερις υπουργοί της κυβέρνησης (που είχαν διατελέσει σε θέσεις συναρμόδιες με τις αγροτικές επιδοτήσεις) αναγκάστηκαν να παραιτηθούν μετά τη δημοσιοποίηση της εμπλοκής τους στο σκάνδαλο . Ανάμεσά τους ξεχώρισε το όνομα του Μάκη Βορίδη – ιστορικού στελέχους της κυβερνώσας Νέας Δημοκρατίας – ο οποίος είχε θητεύσει ως υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης κατά την περίοδο των παράνομων επιδοτήσεων και παραιτήθηκε (το 2025 ήταν Υπουργός Μετανάστευσης) υπό το βάρος των αποκαλύψεων. Η υπόθεση πήρε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις όταν έγινε γνωστό ότι η ίδια η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) είχε στη διάθεσή της ηχογραφημένες τηλεφωνικές συνομιλίες που φανέρωναν ένα κύκλωμα πολιτικής επιρροής και συγκάλυψης: σύμφωνα με τα στοιχεία, ανώτερα στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ, πολιτικοί προϊστάμενοι και μεσάζοντες εμφανίζονται να ασκούσαν πιέσεις σε ελεγκτικούς μηχανισμούς, να παρακάμπτουν ελέγχους και να παρεμβαίνουν σε εισαγγελικούς λειτουργούς ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η ροή των παράνομων πληρωμών.

Η αντίδραση τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και των ευρωπαϊκών αρχών ήταν άμεση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε στην Ελλάδα πρόστιμο περίπου €400 εκατομμυρίων για τη διασπάθιση των κονδυλίων αυτών, ενώ η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη διάλυση του ίδιου του ΟΠΕΚΕΠΕ – ενός οργανισμού που επί δεκαετίες αποτελούσε τον πυρήνα της διαχείρισης αγροτικών ενισχύσεων. Οι αρμοδιότητές του μεταφέρθηκαν στην ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), σε μια προσπάθεια να μπει τέλος στις χρόνιες παθογένειες. Παράλληλα, η υπόθεση βρίσκεται πλέον στη Δικαιοσύνη με ογκώδη δικογραφία (άνω των 3.000 σελίδων) που διαβίβασε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, προκειμένου να διερευνηθούν σε βάθος οι ευθύνες πολιτικών προσώπων. Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, ο μόνος άνθρωπος που είχε υποστεί κυρώσεις μέχρι πρότινος ήταν η επικεφαλής της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου του ΟΠΕΚΕΠΕ – η οποία είχε αποκαλύψει το σκάνδαλο εσωτερικά και τελικά απομακρύνθηκε από τη θέση της, αντί να επιβραβευθεί.

Η τραγωδία των Τεμπών και η Σύμβαση 717

Εάν το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ αποκάλυψε τη διαφθορά σε οικονομικό επίπεδο, η υπόθεση της σιδηροδρομικής τραγωδίας στα Τέμπη ανέδειξε με τον πιο δραματικό τρόπο το ανθρώπινο κόστος που μπορεί να έχει η διαφθορά και η κακοδιαχείριση. Στις 28 Φεβρουαρίου 2023, μια επιβατική και μια εμπορική αμαξοστοιχία συγκρούστηκαν μετωπικά στην περιοχή των Τεμπών, με αποτέλεσμα 57 άνθρωποι – κυρίως νέοι – να χάσουν τη ζωή τους και δεκάδες να τραυματιστούν. Η σύγκρουση και η πυρκαγιά που ακολούθησε σόκαραν την ελληνική κοινωνία, αλλά πολύ σύντομα ήρθαν στο φως στοιχεία που έδειχναν ότι το δυστύχημα κάθε άλλο παρά «μοιραίο λάθος» ήταν. Αντιθέτως, συνδεόταν με συστημικές αποτυχίες και παραλείψεις στην αναβάθμιση των σιδηροδρομικών υποδομών, όπου εμπλέκονταν κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συγκεκριμένα, είχε δοθεί στην Ελλάδα από το 2014 περίπου €700 εκατομμύρια σε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για τον εκσυγχρονισμό και την ασφάλεια του σιδηροδρομικού δικτύου – μεταξύ άλλων, για την εγκατάσταση σύγχρονου συστήματος τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης (γνωστό ως “Σύμβαση 717”) . Το έργο αυτό όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ σωστά: χρόνιες καθυστερήσεις, κακοτεχνίες και ύποπτες αναθέσεις άφησαν το μεγαλύτερο μέρος του δικτύου χωρίς λειτουργική σηματοδότηση. Ως αποτέλεσμα, τη νύχτα της τραγωδίας στα Τέμπη τα δύο τρένα βρέθηκαν στην ίδια γραμμή χωρίς ηλεκτρονικά συστήματα ασφαλείας, με την τύχη εκατοντάδων επιβατών να εξαρτάται αποκλειστικά από ένα ανθρώπινο λάθος. Μετά το δυστύχημα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία – που είχε ήδη ξεκινήσει να ερευνά την πολύπαθη Σύμβαση 717 πριν καν συμβεί η τραγωδία – προχώρησε σε σωρεία ποινικών διώξεων. Η Κοβέσι απήγγειλε κατηγορίες για απάτη επιδομάτων και κονδυλίων σε περισσότερα από 30 πρόσωπα που φέρονται να εμπλέκονται στην υπόθεση της Σύμβασης 717, ενός έργου ύψους €41 εκατ. συγχρηματοδοτούμενου από την ΕΕ για τη σηματοδότηση του ελληνικού σιδηροδρόμου.

Η ίδια η Κοβέσι, σε δημόσιες παρεμβάσεις της, καταδίκασε απερίφραστα τις αποτυχίες που οδήγησαν στο δυστύχημα. Σε συνέντευξή της σε γερμανικό μέσο, τόνισε ότι «εάν το έργο είχε υλοποιηθεί εγκαίρως και σωστά, η τραγωδία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί». Παράλληλα, εξέφρασε αγανάκτηση για τη νοοτροπία που αντιμετωπίζει τα οικονομικά εγκλήματα ως κάτι δευτερεύον, θέτοντας ρητορικά το ερώτημα:

«Πόσες ακόμη τραγωδίες θα συμβούν πριν συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι το οικονομικό έγκλημα δεν είναι ασήμαντο ζήτημα;» διερωτήθηκε η Λάουρα Κοβέσι, στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Η έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για την υπόθεση αυτή δεν άργησε να αγγίξει και τα υψηλότερα κλιμάκια. Προέκυψαν ενδείξεις ευθυνών ακόμη και για πρώην υπουργούς Υποδομών που είχαν την εποπτεία του σιδηροδρόμου την κρίσιμη περίοδο πριν το δυστύχημα. Ωστόσο, εδώ η Κοβέσι βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα ισχυρό θεσμικό εμπόδιο: το συνταγματικά κατοχυρωμένο καθεστώς ασυλίας που απολαμβάνουν τα μέλη της κυβέρνησης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το άρθρο 86 του ελληνικού Συντάγματος, για να διωχθεί ένας πρώην υπουργός πρέπει πρώτα η Βουλή να εγκρίνει την άρση της ασυλίας του. Στην πράξη, παρά τις εισηγήσεις και τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, το Ελληνικό Κοινοβούλιο αρνήθηκε επανειλημμένα να δώσει άδεια για τη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών πρώην υπουργών, όπως του Χρήστου Σπίρτζη (αρμόδιου υπουργού την περίοδο 2015-2019) και του Κώστα Αχ. Καραμανλή (υπουργού την περίοδο 2019-2023, που παραιτήθηκε αμέσως μετά το δυστύχημα) . «Αν δεν αρθεί η ασυλία, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε σε αυτή την υπόθεση», παραδέχθηκε η Κοβέσι, αναδεικνύοντας το όριο των δικών της αρμοδιοτήτων απέναντι σε εθνικές συνταγματικές διατάξεις.

Σύγκρουση με τις πολιτικές αρχές και ζήτημα ανεξαρτησίας

Η επιμονή της Λάουρα Κοβέσι να φέρει στο φως την αλήθεια, ακόμη κι όταν αυτή άγγιζε πολιτικά ευαίσθητα πρόσωπα, προκάλεσε ένταση στις σχέσεις της με την ελληνική κυβέρνηση. Σε συνέντευξή της στη ρουμανική εφημερίδα Libertatea, η Ευρωπαία Εισαγγελέας αποκάλυψε ότι η Ελλάδα ήταν μία από τις μόλις τρεις χώρες της ΕΕ (μαζί με την Κροατία και τη Σλοβακία) όπου επιχειρήθηκε «να ασκηθεί πολιτική επιρροή» στο έργο της EPPO «με τον έναν ή τον άλλον τρόπο» . Επιβεβαίωσε πως υπήρξαν προσπάθειες πολιτικής παρέμβασης στο έργο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας από τότε που ανέλαβε, τονίζοντας όμως παράλληλα την ανεξαρτησία του θεσμού. «Δυστυχώς, σε κάποια κράτη-μέλη οι πολιτικοί δεν είχαν καταλάβει ότι η EPPO είναι ανεξάρτητη αρχή» σημείωσε δηκτικά, εξηγώντας πως οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς ενεργούν ανεξάρτητα και ότι κάθε απόπειρα επηρεασμού τους έπεσε στο κενό.

Πράγματι, η ίδια η Κοβέσι έχει καταγγείλει ότι δέχθηκε μηνύματα “συμβουλής” να μη μιλάει πολύ για ορισμένες υποθέσεις και να μη δημοσιοποιεί ευρήματα, υπονοώντας ευθέως πιέσεις από πολιτικούς κύκλους στην Ελλάδα που ενοχλήθηκαν από τις αποκαλύψεις. Χαρακτηριστικά, ανέφερε πως κάποιοι της είπαν: «Κυρία Κοβέσι, δεν θα έπρεπε να μιλάτε τόσο για αυτές τις υποθέσεις, ούτε να δημοσιεύετε ορισμένα ευρήματα», μια παρέμβαση που η ίδια αγνόησε. Επιπλέον, κατά τη μεγάλη έρευνα στον ΟΠΕΚΕΠΕ, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διαμαρτυρήθηκε επίσημα ότι η ελληνική πλευρά δεν συνεργάστηκε με ειλικρίνεια, με αποτέλεσμα η συλλογή κρίσιμων ψηφιακών πειστηρίων από τα γραφεία του οργανισμού να καθυστερήσει σημαντικά (μέχρι τις 4 τα ξημερώματα!).

Από την πλευρά της κυβέρνησης, οι επίσημες δηλώσεις προσπάθησαν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, διακηρύσσοντας την προσήλωση στη διαφάνεια. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε δημοσίως να διαβεβαιώσει ότι «η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλα σκάνδαλα αλλά την αποκάλυψη της αλήθειας, όσο οδυνηρή κι αν είναι» – μια έμμεση στήριξη στο έργο της Δικαιοσύνης στην υπόθεση των αγροτικών επιδοτήσεων. Παράλληλα όμως, κυβερνητικοί αξιωματούχοι φέρονται να εξέφρασαν δυσαρέσκεια για το «υπερβάλλον ζήλο» της Ευρωπαίας Εισαγγελέως. Σε ένα περιστατικό αντίστοιχο με αυτό που συνέβη στην Κροατία (όπου ο πρωθυπουργός επιχείρησε να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία της EPPO όταν ερευνήθηκε εν ενεργεία υπουργός), ελληνικοί κυβερνητικοί κύκλοι αρχικά υποστήριξαν ότι η διερεύνηση πτυχών του δυστυχήματος των Τεμπών από την EPPO υπερέβαινε το πεδίο αρμοδιοτήτων της. Η απάντηση της Κοβέσι υπήρξε αιχμηρή: «Δεν εναπόκειται στον πρωθυπουργό να αποφασίζει ποιος είναι αρμόδιος – αυτό το κρίνουν τα δικαστήρια», δήλωσε, επαναλαμβάνοντας ότι η ανεξαρτησία και η αποστολή της EPPO κατοχυρώνονται νομικά και θωρακίζονται θεσμικά.

Ένα σημαντικό θεσμικό στήριγμα στις προσπάθειες της Κοβέσι να προχωρήσει το έργο της στην Ελλάδα ήταν η παρέμβαση της ελληνικής Δικαιοσύνης. Τον Μάιο του 2025, ο Άρειος Πάγος εξέδωσε ανακοίνωση όπου ξεκαθάριζε ότι μόνον η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για τη διερεύνηση των εγκλημάτων που αφορούν το ΟΠΕΚΕΠΕ, αποκρούοντας έτσι τις αιτιάσεις ότι οι ελληνικές εισαγγελικές αρχές όφειλαν να προηγηθούν. Ήταν ένα σαφές μήνυμα πως ο ρόλος της EPPO αναγνωρίζεται πλήρως και ότι δεν θα γίνουν ανεκτές απόπειρες υπονόμευσής του. Η Κοβέσι από την πλευρά της έχει καταστήσει σαφές ότι η ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας «δεν είναι απλώς τυπική – είναι βαθιά ριζωμένη στον τρόπο που λειτουργεί το γραφείο και στην ακεραιότητα του προσωπικού του».

Μια «παίκτρια» που αλλάζει το σύστημα

Σε λιγότερο από τρία χρόνια ενεργούς δράσης στην Ελλάδα, η Λάουρα Κοβέσι έχει κατορθώσει κάτι που ελάχιστοι διεθνείς αξιωματούχοι πέτυχαν: να συγκρουστεί μετωπικά με χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους και να επιβιώσει πολιτικά από αυτή τη σύγκρουση. Οι έρευνες και διώξεις που προώθησε αφύπνισαν θεσμούς και κοινωνία, αποδεικνύοντας ότι η ατιμωρησία δεν είναι ανίκητη. Χάρη στις δικές της προσπάθειες, εγκληματικά κυκλώματα διαφθοράς διαλύθηκαν, υπουργοί υποχρεώθηκαν σε παραίτηση και ένας ολόκληρος οργανισμός-κλειδί όπως ο ΟΠΕΚΕΠΕ ξηλώθηκε και αναδιαρθρώθηκε εκ βάθρων. Την ίδια στιγμή, ανέδειξε με θάρρος τις θεσμικές ανεπάρκειες που εμποδίζουν την απόδοση δικαιοσύνης – από την κακή συνεργασία υπηρεσιών μέχρι τις υπερβολικές ασυλίες υψηλά ιστάμενων προσώπων – υποχρεώνοντας το πολιτικό σύστημα να απολογηθεί και να αναθεωρήσει πρακτικές.

Φυσικά, ο δρόμος δεν ήταν ούτε είναι εύκολος. Η Κοβέσι έχει γίνει στόχος επικρίσεων και έντονης παρασκηνιακής πολεμικής από όσους θίγονται. Παρ’ όλα αυτά, χαίρει ευρείας εκτίμησης στην ελληνική κοινωνία ως σύμβολο ακεραιότητας και αποτελεσματικότητας. Στα μάτια πολλών πολιτών, η δυναμική Ρουμάνα εισαγγελέας ενσαρκώνει την ελπίδα ότι κάτι μπορεί επιτέλους να αλλάξει: ότι ακόμη και στη χώρα των «σκάνδαλων χωρίς τιμωρία» οι επίορκοι μπορούν να λογοδοτήσουν όταν υπάρχει η πολιτική βούληση και ένας ανεξάρτητος μηχανισμός που δεν φοβάται να φτάσει «ψηλά». Η ίδια η Κοβέσι δηλώνει πως «κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου», υπενθυμίζοντας πως ο στόχος της δεν είναι να τιμωρήσει χώρες ή κυβερνήσεις, αλλά να προστατεύσει τους Ευρωπαίους πολίτες και τα χρήματά τους από την απάτη και τη διαφθορά.

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε