Η μορφή της Μαρίας Κάλλας δεσπόζει στο παγκόσμιο λυρικό στερέωμα ως ένα όνομα συνώνυμο της όπερας και της καλλιτεχνικής τελειότητας. Υπήρξε κορυφαία Ελληνίδα υψίφωνος του 20ού αιώνα, με φωνή και σκηνική παρουσία που απέσπασαν διθυράμβους από τους κριτικούς, ενώ το κοινό τής χάρισε το προσωνύμιο «La Divina» («θεϊκή»). Με τα μοναδικά φωνητικά και υποκριτικά της προσόντα, ανανέωσε το λυρικό θέατρο και ιδιαίτερα το ιταλικό ρεπερτόριο του μπελ κάντο, επαναφέροντας ξεχασμένα έργα στο προσκήνιο. Δεν είναι τυχαίο ότι αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε νεαρή υψίφωνο που ονειρεύεται τον τίτλο της «νέας Κάλλας». Το εξαιρετικά ευρύ φωνητικό της ρεπερτόριο κάλυπτε από τα κλασικά μελοδράματα και τις όπερες μπελ κάντο του 19ου αιώνα (Ντονιτσέττι, Μπελλίνι, Ροσσίνι) έως τα έργα των Βέρντι και Πουτσίνι, ακόμα και απαιτητικούς ρόλους του Βάγκνερ στα πρώτα της βήματα. Η καλλιτεχνική πορεία και οι αξεπέραστες ερμηνείες της Κάλλας ήταν τέτοιου βεληνεκούς ώστε ο μαέστρος Λέοναρντ Μπερνστάιν να την αποκαλέσει κάποτε «Βίβλο της όπερας», ενώ μέχρι και σήμερα οι ηχογραφήσεις της συγκαταλέγονται στις πιο εμπορικές του κλασικού ρεπερτορίου.

Από τα πρώτα βήματα στη διεθνή καταξίωση
Η Μαρία Κάλλας γεννήθηκε το 1923 στη Νέα Υόρκη από Έλληνες μετανάστες, αλλά μεγάλωσε και σπούδασε μουσική στην Αθήνα. Ήδη από την ηλικία των 13 ετών ξεκίνησε κλασικές σπουδές φωνητικής, ενώ στα δύσκολα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έκανε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Το 1945, μετά τον πόλεμο, επέστρεψε στις ΗΠΑ για λίγο και στη συνέχεια βρέθηκε στην Ιταλία, όπου και εκτοξεύθηκε η καριέρα της. Κομβικό σημείο ήταν η εμφάνισή της στην Αρένα της Βερόνας το 1947, όταν επιλέχθηκε να τραγουδήσει την Τζοκόντα του Πονκιέλλι και σημείωσε την πρώτη μεγάλη επιτυχία της σταδιοδρομίας της. Εκεί γνωρίστηκε με τον διάσημο μαέστρο Τούλιο Σεραφίν, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τη φωνή της και ανέλαβε τον ρόλο του μέντορά της, διευρύνοντας τους τεχνικούς και ερμηνευτικούς της ορίζοντες. Με την καθοδήγηση του Σεραφίν, η Κάλλας άρχισε να κατακτά την ιταλική σκηνή, εδραιώνοντας τη φήμη της ως νέο αστέρι της όπερας.
Η ευρύτητα και η ευελιξία της φωνής της Κάλλας τής επέτρεψαν να υπηρετήσει ένα ασυνήθιστα ποικίλο ρεπερτόριο. Χαρακτηριστικό είναι ότι μπορούσε να ερμηνεύει σχεδόν ταυτόχρονα δραματικούς και κολορατούρα ρόλους που βρίσκονται στα αντίθετα άκρα των φωνητικών απαιτήσεων. Μια διάσημη περίπτωση είναι όταν, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940, ανέλαβε μέσα σε ελάχιστο χρόνο έναν υψίφωνο κολορατούρα ρόλο (την Ελβίρα στους Πουριτανούς του Μπελλίνι) ενώ την ίδια περίοδο προετοίμαζε και βαρύ δραματικό ρόλο σε όπερα του Βάγκνερ – κάτι αδιανόητο για άλλους τραγουδιστές της εποχής. Αυτή η δεξιοτεχνική της ευχέρεια της έδωσε τεράστιο πλεονέκτημα και την έκανε περιζήτητη. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήδη πρωταγωνιστούσε στα μεγάλα θέατρα της Ιταλίας: το 1951 θριάμβευσε και στη θρυλική Σκάλα του Μιλάνου (ερμηνεύοντας τους Σικελικούς Εσπερινούς του Βέρντι), κερδίζοντας το απαιτητικό κοινό της Ιταλίας, που τη συνέκρινε με τη μεγάλη ντίβα Ρενάτα Τεμπάλντι. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1956, ήρθε η ώρα της πανηγυρικής επιστροφής στην πατρίδα της: η πρώτη εμφάνιση της Κάλλας στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης προκάλεσε τέτοιο ενθουσιασμό, ώστε ο διευθυντής της, Rudolf Bing, δήλωσε πως ήταν «η πιο συναρπαστική βραδιά της ζωής του». Η Ελληνίδα ντίβα είχε γίνει πια παγκόσμιο φαινόμενο, με τον διεθνή Τύπο να τροφοδοτεί τον μύθο της.
Ακμή της καριέρας – Ερμηνείες που αναγέννησαν το ρεπερτόριο
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η Μαρία Κάλλας βρισκόταν στο απόγειο της δημιουργικής της δύναμης. Οι συνεργασίες της με κορυφαίους σκηνοθέτες και μαέστρους, όπως ο Λουκίνο Βισκόντι και ο Ηλίας Μηνιάτης, έφεραν νέα πνοή σε κλασικές όπερες. Οι ερμηνείες της θεωρούνται υποδειγματικές και πολλές φορές ανεπανάληπτες, σε έργα όπως η Νόρμα του Μπελλίνι, η Τραβιάτα του Βέρντι, η Τόσκα του Πουτσίνι, η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ του Ντονιτσέττι και η Μήδεια του Κερουμπίνι. Η Κάλλας δεν αρκούνταν στην επανάληψη των καθιερωμένων προσεγγίσεων, αλλά αναζωογόνησε το ρεπερτόριο της όπερας, επανερχόμενη σε ξεχασμένα αριστουργήματα του μπελ κάντο και δίνοντάς τους νέα ζωή. Συνολικά ερμήνευσε 47 πλήρεις οπερατικούς ρόλους στην καριέρα της, πρωταγωνιστώντας σε αρκετές τολμηρές αναβιώσεις έργων – από σπάνιες όπερες του 18ου και 19ου αιώνα – και αναζωπυρώνοντας τόσο το ενδιαφέρον του κοινού όσο και των θιάσων για αυτά. Πολλές όπερες που πριν θεωρούνταν ξεπερασμένες, βρήκαν μόνιμη θέση στο σύγχρονο ρεπερτόριο χάρη στην Κάλλας.

Εκτός από το φωνητικό της ταλέντο, ξεχώριζε και η δραματική της δεινότητα πάνω στη σκηνή, ανεβάζοντας τον πήχη της υποκριτικής στο λυρικό θέατρο. Σε παραγωγές όπως η Τραβιάτα (Μιλάνο, 1955) υπό τη σκηνοθεσία του Λουκίνο Βισκόντι, η Κάλλας ενσάρκωσε τον ρόλο της Βιολέτας με τέτοια αλήθεια και πάθος, που το κοινό βίωνε την όπερα σαν αληθινό δράμα. Οι ακροατές και θεατές μαρτυρούν ότι η φωνή της μπορούσε να μεταδώσει έντονα συναισθήματα, από την πιο εύθραυστη ψιθυριστή νότα μέχρι τις πιο εκρηκτικές κορώνες – όλα σε απόλυτη αρμονία με τον χαρακτήρα που ερμήνευε.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50, τα πρώτα σημάδια φθοράς της φωνής της έκαναν την εμφάνισή τους. Η ίδια είχε υποβληθεί το 1954 σε δραστική απώλεια βάρους, χάνοντας πάνω από 30 κιλά, προκειμένου να βελτιώσει τη σκηνική της παρουσία και να ανταποκρίνεται οπτικά στις ηρωίδες που υποδυόταν. Παρά το εντυπωσιακό αποτέλεσμα στην εμφάνισή της, η εξαντλητική δίαιτα σε συνδυασμό με τους φωνητικούς «ακροβατισμούς» στους οποίους υπέβαλλε τη φωνή της (ερμηνεύοντας συχνά εκ διαμέτρου αντίθετους ρόλους στην ίδια σεζόν), φαίνεται πως επιβάρυναν τις ανώτερες νότες της. Μετά το 1958, η συχνότητα των εμφανίσεών της άρχισε να μειώνεται. Παρόλα αυτά, η Κάλλας συνέχισε να χαρίζει αξιομνημόνευτες ερμηνείες: το καλοκαίρι του 1957 στην Αθήνα, στη σκιά της Ακρόπολης, τραγούδησε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και αποθεώθηκε από το ελληνικό κοινό. Το 1960, επέστρεψε στην Ελλάδα για μια ιστορική παράσταση της Νόρμα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου – την πρώτη φορά που η αρχαία αυτή σκηνή φιλοξενούσε παραγωγή όπερας. Η εμφάνισή της ως Νόρμα στην Επίδαυρο θεωρείται από τις θρυλικές στιγμές της καριέρας της, ενώ τον επόμενο χρόνο (1961) τραγούδησε και τη Μήδεια στον ίδιο χώρο, σε μια παράσταση που μεταφέρθηκε θριαμβευτικά και στη Σκάλα του Μιλάνου.

Το 1965, η Κάλλας ερμήνευσε επί σκηνής την τελευταία πλήρη όπερα – και ήταν πάλι η Νόρμα, ο ρόλος-σφραγίδα της, αυτή τη φορά στο Παρίσι. Στο εξής αποφάσισε να αποσυρθεί από τις λυρικές παραστάσεις, κλείνοντας έτσι έναν κύκλο περίπου 20 ετών συνεχών θριάμβων. Παρόλα αυτά, στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν έμεινε ανενεργή: δοκίμασε τις δυνάμεις της στη σκηνοθεσία όπερας, συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι πρωταγωνιστώντας στον κινηματογράφο ως Μήδεια (1969), ενώ το 1971-72 παρέδωσε πολύτιμα μαθήματα και σεμινάρια σε νεαρούς τραγουδιστές στη περίφημη Juilliard School της Νέας Υόρκης. Το 1973 επιχείρησε μια ύστατη παγκόσμια περιοδεία συναυλιών μαζί με τον τενόρο Τζουζέπε Ντι Στέφανο, όμως η φωνή της είχε πλέον χάσει τη λάμψη της και η προσπάθεια δεν στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία. Μετά από αυτή την αποχώρηση, η Μαρία Κάλλας πέρασε τα τελευταία της χρόνια μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ζώντας σχετικά απομονωμένη στο Παρίσι. Έφυγε από τη ζωή στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, σε ηλικία 53 ετών, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στον χώρο της όπερας.

Υστεροφημία και κληρονομιά
Η πολυτάραχη προσωπική ζωή και το «θεϊκό ταμπεραμέντο» της Κάλλας συχνά απασχόλησαν τον Τύπο, όμως η καλλιτεχνική της κληρονομιά είναι αυτή που λάμπει πάνω απ’ όλα. Δεκάδες χρόνια μετά τον θάνατό της, η Μαρία Κάλλας εξακολουθεί να θεωρείται το απόλυτο πρότυπο της prima donna assoluta, της κορυφαίας ντίβας της όπερας. Για τις μετέπειτα γενιές μονωδών παραμένει σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης. Χάρη στην ίδια, το ενδιαφέρον για ολόκληρη την παράδοση του μπελ κάντο αναζωπυρώθηκε, ανοίγοντας τον δρόμο ώστε να αναβιώσουν και να καθιερωθούν στο παγκόσμιο ρεπερτόριο πολλά έργα που σήμερα απολαμβάνουμε στη σκηνή. Οι ερμηνείες της σε ρόλους όπως η Νόρμα, η Μήδεια, η Κονστάντζα στην Απαγωγή από το σεράι ή η Ελβίρα στους Πουριτανούς θεωρούνται ακόμη και σήμερα αξεπέραστες και διδάσκονται ως υποδείγματα δραματικής ερμηνείας. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι η Κάλλας άλλαξε τον τρόπο που ακούμε και βλέπουμε την όπερα. Όπως έχει γραφτεί, ανανέωσε το λυρικό τραγούδι σε τέτοιο βαθμό, ώστε σήμερα μπορούμε να μιλάμε για εποχή πριν και μετά την Κάλλας. Η γοητεία που ασκεί η προσωπικότητα και η φωνή της μένει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Η Μαρία Κάλλας, η θρυλική La Divina, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στην τέχνη της όπερας και στον παγκόσμιο πολιτισμό – μια κληρονομιά αντάξια του μύθου της.