Τρίτη, 08 Ιούλ, 2025

Μαρία Σκαμάγκα: Υφαίνοντας με μνήμες και ήρωες ένα καλοκαίρι γεμάτο περιπέτειες

Η συγγραφέας μιλά για όσα 'έδεσε' στο βιβλίο που έγραψε για τον γιο της: τους ήρωες, τη νοσταλγία, την Ιστορία, τη (δυνητική) σοφία των ενηλίκων

O «Πολύγραφος ή Το καλοκαίρι των ηρώων» είναι ένα  νεανικό διήγημα που διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε ένα ελληνικό νησί. Η συγγραφέας, Μαρία Σκαμάγκα, δεν μας αποκαλύπτει σε ποιο – δεν χρειάζεται. Το νησί που περιγράφει έχει το άρωμα, τις γεύσεις και τα τζιτζίκια όλων των ελληνικών νησιών. Αφηγητής είναι ο δεκάχρονος Παντελής, ο οποίος μαζί με τον καινούριο φίλο και γείτονά του Λεωνίδα θα ζήσουν μία πραγματική περιπέτεια, γεμάτη ηρωισμό – όπως περίπου ποθούν…

Περίπου, αλλά όχι ακριβώς. Γιατί αυτά που ανακαλύπτουν, δεν είναι αυτά που ονειρεύονταν. Δεν είναι ανεξιχνίαστα μυστήρια και λαμπερές πράξεις, αλλά οι σκιές της Ιστορίας: της οικογενειακής τους ιστορίας, της ιστορίας του νησιού και της Ιστορίας της χώρας. Χωρίς να γίνεται ιστορικό ή διδακτικό, ο «Πολύγραφος», μέσα από τις ανακαλύψεις των παιδιών ανασύρει από το παρελθόν και διαπλέκει αυτά τα τρία, μαζί με όλα τα πρόσωπα.

Με αυτόν τον τρόπο, τα δύο αγόρια θα γνωρίσουν τον αληθινό ηρωισμό. Αυτόν που πηγάζει από την αναγκαιότητα, αυτόν που χρειαζόμαστε για να υπερασπιστούμε τις πεποιθήσεις και τις αρχές μας και για να βοηθήσουμε τους συνανθρώπους μας, παρά τον πόνο και τις αντιξοότητες. Και τα παιδιά μαθαίνουν ότι μόνο αντιμετωπίζοντας  γενναία τις δυσκολίες, ψυχικές ή σωματικές, γεννιέται η δύναμή μας και μεγαλώνει το ανάστημά μας.

Oil-painting-ntdtv

Η αφήγηση μάς αποκαλύπτει ότι ήρωες δεν είναι μόνο αυτοί που κάνουν εντυπωσιακές πράξεις. Ο ηρωισμός είναι και μία υπόθεση της καθημερινότητας, όπως αποδεικνύουν η γιαγιά του Παντελή και άλλα πρόσωπα της ιστορίας. Η καρτερία, η υπέρβαση, η αλληλεγγύη, το σθένος είναι μερικά μόνο από τα συστατικά του.

Διερευνώντας το θέμα του ηρωισμού, η Μαρία Σκαμάγκα το υφαίνει μαζί με τον παιδικό ιδεαλισμό και τη φαντασία, με τη μυστική ισχύ της κοινότητας και της οικογένειας, με τη σοφία που φέρνει η ηλικία, με τη νοσταλγία που χρωματίζει τη μνήμη, εξωραΐζοντας και γλυκαίνοντας το παρελθόν. Φόντο η γνώριμη στους περισσότερους αναγνώστες εικόνα του ελληνικού νησιώτικου καλοκαιριού, η ατμόσφαιρα του οποίου είναι δοσμένη με γλαφυρότητα αλλά και οικονομία – δύο σημαντικά προτερήματα του βιβλίου.

Άλλο ένα είναι η αθωότητα που διαπνέει την ιστορία, η οποία διατηρείται παρά τη γειτνίασή της με το σκληρό θέμα των διωγμών και των εξορίστων, χάρη στην προσοχή και την τρυφερή φροντίδα της Μαρίας Σκαμάγκα. Οι πολλές αρετές του βιβλίου αναγνωρίστηκαν με μία βράβευση και πολλαπλές υποψηφιότητες.

Η συγγραφέας, που έχει και η ίδια έναν γιο στην εφηβεία τώρα, μοιράζεται με την Epoch Times μερικές από τις σκέψεις της για τον ηρωισμό, τη νοσταλγία και ορισμένα ακόμα θέματα του «Πολύγραφου».

Μαρία Σκαμάγκα (Ευγενική παραχώρηση της ίδιας)

 

Θα ήθελες να μιλήσεις για τη σκέψη που σε ώθησε να κινηθείς γύρω από το θέμα του ηρωισμού, αλλά και για την έννοια του ηρωισμού γενικότερα, όπως την αντιλαμβάνεσαι εσύ; Πόσο ανάγκη έχουμε τους ήρωες, ατομικά και ως κοινωνία;

Η αρχική σκέψη πίσω από την ιστορία ήταν να μιλήσω στον γιο μου για το νησί του. Ύστερα, να το κάνω μέσα από ένα σχήμα ελκυστικό για εκείνον – μια ιστορία που να τον αφορά, που να μπορεί μέσα της να αναγνωρίσει κάτι από τον εαυτό του. Τον είχα παρακολουθήσει αρκετά χρόνια να πλάθει ιστορίες στο παιχνίδι του με άλλα παιδιά και πάντα υπήρχε αυτό το στοιχείο, το ηρωικό. Κάποιος δυνατός και γενναίος, κάποιος γεμάτος αυταπάρνηση, που προσπαθεί για το καλό. Και το αντίθετό του φυσικά. Οπότε, τον ακολούθησα. Δεν ήταν δική μου πρόθεση η παρουσία των ηρώων, είναι κάτι που τα παιδιά «παίζουν» σαν από ένστικτο – τους καλούς και τους κακούς. Η ερώτησή σου, ωστόσο, με έκανε να συνειδητοποιήσω το εξής: τρία βιβλία έχω γράψει μέχρι σήμερα και οι ήρωες υπάρχουν στον τίτλο των δύο από αυτά… Άρα, σκέφτομαι τώρα, μάλλον με απασχολεί το θέμα του ηρωισμού. Στο πρώτο μου βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων που δεν κυκλοφορεί πια, οι ιστορίες μου ήταν «χωρίς ήρωες». Δηλαδή χωρίς εκείνους τους ανθρώπους τους «μεγαλύτερους από τη ζωή», με τα μεγάλα και φωτεινά πεπρωμένα. Οι ήρωες του Πολύγραφου είναι κάπως αλλιώτικοι. Και ναι, νομίζω είναι αυτοί που είμαστε αναγκαστικά όλοι μας, εφόσον παλεύουμε τη ζωή ό,τι και αν ρίξει στο διάβα μας, και είναι και κείνοι που χρειαζόμαστε όλοι μας και τώρα και πάντα. Οι αλληλέγγυοι. Εκείνοι που περιπολούν τα νερά της Μεσογείου για να περισυλλέξουν τους απέλπιδες των καιρών μας που πνίγονται καραβιές καραβιές, εκείνοι που μπαίνουν σε σκάφη για να σπάσουν αποκλεισμούς όπως αυτός της Γάζας αψηφώντας τα ντρόουν των ισχυρών. Αυτοί είναι οι ήρωες, αυτοί ήταν πάντα, όσοι αψηφούν τη δυσκολία και τον φόβο για να σταθούν έμπρακτα στο πλευρό των αδυνάτων. Ναι, τους έχουμε ανάγκη, ίσως σήμερα περισσότερο από ποτέ.

Αναζητώντας μυστήρια, τα αγόρια ανακαλύπτουν ένα μυστήριο που συνδέεται με την ιστορία της οικογένειάς τους, αλλά και με την Ιστορία της χώρας. Και οι δύο – η οικογενειακή και της πατρίδας – διαπερνούν και συνδέουν τις γενιές. Πώς βλέπεις τη σχέση μεταξύ παρελθόντος-παρόντος-μέλλοντος, και πόσο απαραίτητη πιστεύεις ότι είναι η σύντηξη των τριών;

Ιδιοσυγκρασιακά, έχω το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν. Η Ιστορία με συναρπάζει, γιατί με συναρπάζει η ιδέα του χρόνου που περνάει και της απώλειας που το πέρασμα αυτό συνεπάγεται. Δεν είναι μια αισιόδοξη σκοπιά, είναι δύσκολη και βασανιστική. Όμως τι είναι η Ιστορία αν όχι, μεταξύ άλλων, και μια προσπάθεια να κρατήσεις ζωντανό, να περισώσεις από τη λήθη, αυτό που έχει οριστικά χαθεί; Η μνήμη, την οποία η Ιστορία διαχειρίζεται, η ατομική και η συλλογική – οντότητες δυναμικές, πρωτεϊκές και οι δύο – είναι στο μυαλό μου η πατρίδα μας, το έδαφος όπου ριζώνουμε εμείς και τα βιώματά μας, το χώμα που μας τρέφει και μας κάνει αυτό που είμαστε. Πώς θα κατανοήσουμε ποιοι είμαστε για να είμαστε καλά στο τώρα και να εξελιχθούμε στο αύριο, αν δε χαρτογραφήσουμε αυτή την περιοχή της μνήμης, αν δεν αναλύσουμε τη σύσταση αυτού του εδάφους; Και στο προσωπικό και στο συλλογικό επίπεδο.

Στο διήγημα είναι διάχυτη η νοσταλγία. Μού θύμισε κάτι που είχα διαβάσει για τον «Τομ Σώγερ» του Μαρκ Τουέιν, ότι δηλαδή περισσότερο από βιβλίο για παιδιά, είναι ένα βιβλίο για μεγάλους που θέλουν να αναπολήσουν τον καιρό που ήταν οι ίδιοι παιδιά. Ισχύει αυτό για τον «Πολύγραφο»; Ποια είναι η θέση που έχει η νοσταλγία στη ζωή σου;

Τι όμορφη παρατήρηση! Ναι, νομίζω πως ο «Πολύγραφος» είναι ακριβώς αυτό. Και προέκυψε προγραμματικά – η νοσταλγία δηλαδή ήταν μια βασική κινητήρια δύναμη πίσω από την αφήγηση. Όπως σου είπα και στην αρχή, θέλησα να γράψω μια ιστορία που θα μιλούσε στον γιο μου για το νησί του. Στο νησί αυτό, που εγώ υιοθέτησα ως τόπο μου στο τέλος των εφηβικών μου χρόνων, ο μπαμπάς του και οι φίλοι μας από εκεί είχαν ζήσει αυτά τα καλοκαίρια, σ’ αυτά τα τοπία, με αυτούς τους ανθρώπους γύρω τους. Κι εγώ, που αγάπησα αυτόν τον τόπο, εγώ που κουβαλώ χρόνια στην καρδιά μου δικές μου εικόνες από αυτόν, έχω ζηλέψει πολύ για κείνα τα παιδικά καλοκαίρια που ’χουν φτάσει σε μένα ως διηγήσεις, τα έχω νοσταλγήσει πολύ κι ας μην ήταν ολότελα δικά μου. Στον «Πολύγραφο» αυτά τα δύο πλέκονται, η μνήμη εκείνων των παιδιών και οι μνήμες οι δικές μου. Η νοσταλγία χτυπάει κόκκινο!

Όντας μητέρα ενός εφήβου, ποιος είναι, κατά τη γνώμη σου, ο ρόλος της περιπέτειας και του κινδύνου στη διαμόρφωση τους; Διαχρονικά, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, φαίνεται να είναι κάτι που επιζητούν, άλλοι με περισσότερο και άλλοι με λίγο λιγότερο πάθος – ειδικά τα αγόρια… Είναι μια αληθινή περιπέτεια ικανή να τα αποτραβήξει από τον ψηφιακό κόσμο, όπου έχει μεταφερθεί η ζωή τους σήμερα;

Δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να απαντήσω την ερώτησή σου. Φαντάζομαι πως ναι, αν δώσουν την ευκαιρία στον πραγματικό κόσμο να εισχωρήσει στη ζωή τους, αν του αφήσουν μια χαραμάδα να τους δείξει πόσα θαυμαστά κρύβει… Ίσως πια να συμβαίνει αυτό λίγο αργότερα απ’ ό,τι παλιότερα. Εκεί, στην καρδιά της εφηβείας, που αναγκαστικά στρέφεσαι προς τους άλλους, τους συνομηλίκους σου. Που θες να βγεις έξω, να υπάρξεις μόνος – μακριά από την οικογένεια, εννοώ – να αναμετρηθείς με τον κόσμο. Πιστεύω – αν και θα το πω με δυσκολία, γιατί με φοβίζει – ότι είναι σημαντική και η περιπέτεια και ο κίνδυνος. Ή, μάλλον, ας το πω αλλιώς: η σκανταλιά, η έξοδος από αυτό που λέμε σήμερα «ζώνη άνεσης». Ήμουν πολύ μετρημένο και φοβισμένο παιδί, πολύ σωστό και υπεύθυνο – οι γονείς μου κοιμούνταν ήσυχοι. Σήμερα ζηλεύω τις ιστορίες των φίλων μου, τις σκανταλιές τους, τα παραστρατήματα, τις περιπέτειες – που είχαν, βέβαια, αίσιο τέλος. Ας το πούμε κι αυτό, γιατί αυτό είναι το αγκάθι.

Διαπραγματεύεσαι και το θέμα της φιλίας: στην ιστορία σου, η φιλία των δύο αγοριών αναπτύσσεται από απλή παρέα σε κάτι πιο βαθύ μέσα από την αλληλοβοήθεια, την προσφορά, την εκτίμηση, τον θαυμασμό και, φυσικά, τη θυσία.

Ναι, είναι αυτές οι πρώτες φιλίες, εκεί κοντά στο τέλος του Δημοτικού, που είναι λίγο σαν έρωτας.

Στην περιπέτεια των παιδιών μπαίνουν και οι μεγάλοι κάποια στιγμή, παίζοντας μάλιστα καθοριστικό ρόλο. Είναι ευχάριστο που δεν τους έδωσες έναν απόμακρο ρόλο ούτε τους παρουσιάζεις σαν καρικατούρες ή εχθρούς των παιδιών, αλλά τους εμφανίζεις σαν αυτό που θα έπρεπε να είναι οι μεγάλοι για τους νέους: βοηθητικοί, υποστηρικτικοί πρακτικά και με τις γνώσεις τους, καθοδηγητικοί ακόμα, αλλά με σεβασμό και κατανόηση για τις ανάγκες και τις επιθυμίες των παιδιών. Με αυτόν τον τρόπο, υπάρχει πραγματικά σχέση μεταξύ τους, σχέση γόνιμη για όλους. Αυτό κατά πόσο το βλέπεις να συμβαίνει γύρω μας σήμερα; Κατά πόσο υπάρχει ακόμα ή λείπει από την κοινωνία μας;

Οι ενήλικες του «Πολύγραφου», ιδίως οι μεγαλύτεροι, είναι άνθρωποι σοφοί, αλλά δεν είναι σπουδαγμένοι. Έχω την αίσθηση ότι εκείνες οι γενιές, οι παππούδες μας, είχαν πολύ συχνότερα καλύτερη αντίληψη του ρόλου τους απ’ ό,τι εμείς σήμερα. Στέκονταν στο ύψος τους απέναντι στα παιδιά. Εμείς σήμερα – κυρίως, η δική μου η γενιά, αυτή βλέπω να βουλοπλέει, που έλεγε και η γιαγιά μου – είμαστε σπουδαγμένοι σε μεγάλα ποσοστά, αλλά δεν είμαστε σοφοί. Οι αξίες μας είναι τις περισσότερες φορές στη θέση τους, η αγάπη μας ακέραιη, η δέσμευσή μας απέναντι στα παιδιά που μεγαλώνουμε αναμφισβήτητη, αλλά κάπου μπερδεύεται το πράγμα. Κάπου υπάρχει λάθος, που λέει και το τραγούδι. Αλλά πού – δεν είναι εύκολο να το εντοπίσεις. Είναι, ενδεχομένως, ένας συνδυασμός πραγμάτων. Είμαστε σαφώς γνώστες πολλών θεωριών, ελάχιστα βιωμένων ωστόσο, είμαστε δέσμιοι σε μεγάλες πλειοψηφίες ενός βιοπορισμού με εξοντωτικά ωράρια – άρα κατατρυχόμαστε συνεχώς από ένα αίσθημα ενοχής και ανεπάρκειας, και αντί να καθοδηγούμε ενδίδουμε… είναι καθένα από αυτά και όλα αυτά μαζί. Όχι, σοφοί δεν είμαστε όπως ο θείος Σαράντος και η γιαγιά του Παντελή. Είναι λίγοι αυτοί που βλέπω γύρω μου που είναι παραστάτες της νιότης και οδηγοί ζωής συνάμα. Και δε βγάζω την ουρά μου απ’ έξω. Το καλό με τη λογοτεχνία είναι ότι πλάθεις τον κόσμο, το σύμπαν της κάθε ιστορίας, αλλά και τον εαυτό σου – αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι σε κάθε ιστορία υπάρχουν στοιχεία του ανθρώπου που την επινόησε – ακριβώς όπως τα θέλεις. Θα ήθελα πολύ λοιπόν να ήμουν σαν τη Μορφούλα, που αντί να μαλώσει, κατανοεί, που ανασύρει το παιδί μέσα της και στέκει δίπλα στο πληγωμένο εγγόνι της με ανακουφιστική επιείκια.

Με αφορμή το παραπάνω, ας σταθούμε και στα συναισθήματα τα οποία μεταφέρει ο «Πολύγραφος» – πολλά και διάφορα, είναι αλήθεια, και σε πολλά επίπεδα. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι θετικά, ακόμα και όταν κρύβεται πόνος από πίσω ή άσχημες ιστορίες, τις οποίες δεν αφήνεις να ‘μολύνουν’ το βιβλίο – θέλω να πω, δεν προβάλλεις το άσχημο, δεν στέκεσαι σε αυτό, αλλά προσφέρεις αμέσως το αντίδοτο, ώστε να υπερβούμε. Αυτό είναι στάση ζωής.

Ο πόνος στον «Πολύγραφο» και η ασχήμια είναι πράγματα παλιά και χωνεμένα. Είναι αυτά που έχουν κάνει τους ανθρώπους καρτερικούς, επιεικείς, ανθρώπινους. Σοφούς, που λέγαμε και πριν. Δεν είναι δική μου στάση ζωής, γιατί εγώ όπως σου είπα και πριν ανήκω σε αυτούς που δεν είναι σοφοί, αλλά τη θαυμάζω και θα ήθελα να την κατακτήσω κάποια στιγμή.

Το βιβλίο δεν πέρασε απαρατήρητο. Bρέθηκε στη βραχεία λίστα τριών φορέων για καλύτερο νεανικό βιβλίο, μεταξύ αυτών της IBBY Greece. Κέρδισε επίσης το βραβείο Βιβλίου για Παιδιά του  ηλεκτρονικού περιοδικού λόγου και τέχνης «Χάρτης». Το πρώτο σου παιδικό βιβλίο, ο «Σκύλος Κάρλος», ήταν επίσης στη βραχεία λίστα του «Αναγνώστη». Ποιες πιστεύεις ότι είναι οι αρετές του «Πολύγραφου» και ποιες οι αδυναμίες του; Εγώ θα αναφέρω τη θαυμαστή οικονομία του (παρούσα και στο πρώτο παιδικό βιβλίο), χάρη στην οποία καταφέρνεις με λίγα λόγια – σαν τη Μορφούλα – να πεις πολλά.

Την αγαπώ την οικονομία του λόγου, όπως αγαπώ και τον λυρισμό στη γλώσσα. Στον «Πολύγραφο», η προσπάθεια να συνδυαστούν αυτά τα δύο συχνά αλληλοαναιρούμενα στοιχεία ήταν συνειδητή. Η βασική αρετή, ωστόσο, του βιβλίου κατά τη γνώμη μου είναι το συναίσθημα που βρίσκεται στον πυρήνα του – που είναι αληθινό, βιωμένο και δουλεμένο χρόνια. Και που – το βλέπω τώρα, εκ των υστέρων – είναι διάχυτο, χρωματίζει τα πρόσωπα, χρωματίζει τους τόπους, είναι συστατικό κάθε γωνιάς του σκηνικού, κάθε στιγμιότυπου της ιστορίας. Και αυτό το παλιό, ώριμο συναίσθημα είναι δικό μου και βρίσκεται ακέραιο στην καρδιά της ιστορίας μου. Όσο για τις αδυναμίες του, θα πω αυτό που μου είπε μια φίλη πρόσφατα: άντε, καιρός είναι τώρα να γράψεις και ένα βιβλίο. Εννοώντας την έκταση της ιστορίας. Πάλι στην οικονομία γυρίζουμε, δηλαδή. Αλλά στο αντεστραμμένο της είδωλο αυτή τη φορά.

Θα ήθελες να προτείνεις δέκα βιβλία (τυχαίος αριθμός!) για εφήβους για να πάρουν μαζί τους στο νησί, φέτος το καλοκαίρι;

Δέκα;! Όχι. Μπορώ όμως να προτείνω δυο-τρία. Το ένα το διαβάζουμε μαζί με τον γιο μου. Είναι αστείο, είναι συγκινητικό, έχει μυστήριο. Το λένε «Η γιαγιά μου σας χαιρετάει και σας ζητάει συγγνώμη», από τις εκδόσεις Κέδρος. Το άλλο είναι ένα μυθιστόρημα που μετέφρασα πέρυσι για τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μια ιστορία ενηλικίωσης βαθιά τρυφερή. Ο τίτλος είναι «Οι Περιπέτειες του Ηρακλή Μπιλ». Και σίγουρα μια Άγκαθα Κρίστι. Ταιριάζει πολύ με το καρπούζι και τα μεσημεριανά δωμάτια με τις κλειστές γρίλιες.

Πού θα πας διακοπές;

Θα πάω στην Εύβοια, στην Κρήτη και στο νησί του «Πολύγραφου».

«Ο πολύγραφος ή Το καλοκαίρι των ηρώων» της Μαρίας Σκαμάγκα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (2024).

* * * * *

Το βιβλίο βρέθηκε φέτος στη Χρυσή Λίστα του ELNIPLEX για το 2025 (βιβλία παραγωγής 2024), στη βραχεία λίστα του IBBY Greece για το βραβείο «Φανή Αποστολίδου» σε συγγραφέα βιβλίου για εφήβους και νέους/ες, καθώς και στη βραχεία λίστα του περιοδικού «Αναγνώστης» για το βραβείο λογοτεχνικού βιβλίου για παιδιά. Κέρδισε το βραβείο βιβλίου για παιδιά 2024 του περιοδικού λόγου και τέχνης «Χάρτης». 

* * * * *

Η Μαρία Σκαμάγκα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών με τη λογοτεχνική μετάφραση και τη μετάφραση και επιμέλεια δοκιμίων για την τέχνη και την αρχιτεκτονική. Έχει γράψει μια συλλογή διηγημάτων (Ιστορίες χωρίς Ήρωες, Μίνωας, 2003) και ένα παιδικό παραμύθι (Ο Σκύλος Κάρλος, Μεταίχμιο, 2016). Ζει στην Αθήνα με τον σύντροφό της και τον γιο τους.

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε