«Η ιστορία της ζωής του Ιβάν Ιλίτς ήταν η πιο απλή και συνηθισμένη, και η πιο τρομερή.»
Αυτά τα λόγια από τη νουβέλα του Λέοντος Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» του 1886 ξεπηδούν από τη σελίδα. Τι μπορεί να είναι τόσο τρομερό σε μια απλή και συνηθισμένη ζωή; Τι εννοεί ο Τολστόι με αυτή την αινιγματική φράση; Δεν είναι γνωστό ότι μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Τολστόι εξυμνούν την ομορφιά μιας συνηθισμένης ζωής;
Αυτό εξαρτάται από το τι εννοούμε με τη λέξη «συνηθισμένη». Η ζωή του Ιβάν Ιλίτς είναι συνηθισμένη με την έννοια ότι είναι μη αυθεντική, παραγωγική και ρηχή. Ζει μια ζωή παραδομένη στις απόψεις και τις συμβάσεις της κοινωνίας – μιας κοινωνίας που έχει εμμονή με το τετριμμένο και το τεχνητό, με τη ματαιοδοξία και την άνεση. Ο Ιβάν Ιλίτς ζει με τα πιο πιεστικά ερωτήματα στη ζωή του, αν θα λάβει την αναμενόμενη προαγωγή και αν οι καλεσμένοι του θα εντυπωσιαστούν από το σαλόνι του. Σπαταλάει τη ζωή του μέχρι που τον σταματά το ξαφνικό φάσμα της θνητότητάς του.
Σε αυτό το έργο, ο Τολστόι έθεσε στον εαυτό του ένα συναρπαστικό ερώτημα: Τι συμβαίνει σε έναν άνθρωπο που έχει ζήσει μια ζωή καθοδηγούμενος εξ ολοκλήρου από τις επιταγές της υψηλής κοινωνίας, που έχει κάνει τα πάντα απολύτως σωστά, που έχει επιτύχει κάθε κοσμική επιτυχία και άνεση, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι πεθαίνει και ότι η ζωή του ήταν χωρίς νόημα;

Η νουβέλα του Τολστόι είναι ένα έντονο, συμπιεσμένο όραμα μιας ζωής ιδωμένης από την οπτική γωνία του θανάτου. Μέσα από τη διαυγή πρόζα, τη συμπυκνωμένη συγκίνηση και τη συντομία του έργου, ο Τολστόι επιβάλλει στον αναγνώστη να συγκεντρώσει την προσοχή του στην πραγματικότητα της ζωής και του θανάτου, στο τι σημαίνει να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά – ακριβώς σε αυτά τα ερωτήματα που ο Ιβάν Ιλίτς αγνοούσε όλη του τη ζωή.
Μια κοσμική ζωή
Η νουβέλα αρχίζει με τον πρωταγωνιστή ήδη νεκρό. Μαθαίνουμε για τον θάνατό του από τους συναδέλφους του στη δουλειά, οι οποίοι τον βλέπουν κυρίως μέσα τη σημασία που έχει για την επαγγελματική τους ανέλιξη. Έτσι, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο Τολστόι θέτει το θέμα των ασήμαντων ενασχολήσεων της κοινωνίας: την επιδίωξη μίας προαγωγής, τη συσσώρευση χρημάτων, την επίδειξη στους γείτονες, την ηδονή των απολαύσεων, τη διατήρηση των προσχημάτων.
Η θλίψη των συναδέλφων για τον θάνατο του «φίλου» τους είναι εντελώς ψεύτικη – όπως, άλλωστε, σχεδόν τα πάντα στη ζωή τους. Με αυτόν τον τρόπο, χρησιμεύουν ως αντιπρόσωποι του Ιβάν Ιλίτς. Μέσα από την εγωιστική και επιφανειακή αντίδρασή τους στο θάνατό του, αντανακλούν στον νεκρό τις αξίες με τις οποίες ζούσε. Τα πρώτα τμήματα της ιστορίας διαβάζονται σχεδόν σαν σάτιρα, καθώς ο Τολστόι εκθέτει ανελέητα την ψευτιά της κοινωνικής σφαίρας στην οποία κινούνταν ο ήρωας όταν ήταν ζωντανός.
Ύστερα, ο Τολστόι αφηγείται την ιστορία της ζωής του Ιβάν Ιλίτς, από τα νεανικά του χρόνια, όταν κέρδιζε φίλους και κύρος με τη γοητευτική, χαλαρή του φύση. Μαζί με τον συγγραφέα, ακολουθούμε τα βήματά του στη νομική σχολή και τον παρακολουθούμε να ανεβαίνει στις βαθμίδες του ρωσικού νομικού συστήματος, ενώ διασκεδάζει με το ποτό, το χαρτοπαίγνιο και τις ερωτοτροπίες.
Οδηγός του Ιλίτς δεν είναι η αρετή ή τα υψηλά ιδανικά, αλλά η συμπεριφορά των «υψηλά ιστάμενων ανθρώπων». Η κοινή γνώμη είναι η πυξίδα του. «Στη νομική σχολή είχε διαπράξει πράξεις που του είχαν προηγουμένως φανεί πολύ κακές και του είχαν εμπνεύσει ένα αίσθημα αυτοαποστροφής τη στιγμή που τις διέπραξε – αλλά στη συνέχεια, βλέποντας ότι τέτοιες πράξεις διαπράττονταν και από ανθρώπους με υψηλή θέση και δεν θεωρούνταν κακές, χωρίς να τις θεωρεί πραγματικά καλές, τις ξέχασε εντελώς και σταμάτησε να προβληματίζεται.»

Ο Ιβάν Ιλίτς διασκεδάζει με μια νεαρή γυναίκα, την Πρασκόβια Φιοντόροβνα, χωρίς να σκέφτεται ότι εκείνη μπορεί να τον ερωτευτεί – πράγμα που όντως συμβαίνει. Με χαρακτηριστική επιπολαιότητα, αποφασίζει ότι μπορεί κάλλιστα να την παντρευτεί, παρόλο που η σχέση τους δεν έχει ουσία. Σύντομα όμως διαπιστώνει ότι ο γάμος παρεμβαίνει στον τρόπο που πιστεύει ότι πρέπει να είναι η ζωή: «εύκολη, ευχάριστη, χαρούμενη και πάντα αξιοπρεπής και εγκεκριμένη από την κοινωνία».
Όπως είναι αναμενόμενο, ο γάμος του Ιλίτς παραπαίει, καθώς παραμελεί τις ευθύνες του συζύγου και του πατέρα. Η σχέση του Ιλίτς και της συζύγου του επιδεινώνεται σε σημείο ελάχιστα κεκαλυμμένης εχθρότητας, ακόμη και μίσους.
Παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα συνεχίζονται αρκετά ευχάριστα, όσο ο Ιβάν Ιλίτς βρίσκει τρόπους να αποφεύγει τη γυναίκα του και να προστατεύει τον προσεκτικά κατασκευασμένο τρόπο ζωής του, που χαρακτηρίζεται από ευχαρίστηση, άνεση και αξιοπρέπεια. «Οι επίσημες χαρές ήταν οι χαρές της αυτοεκτίμησης – οι κοινωνικές χαρές ήταν οι χαρές της ματαιοδοξίας – αλλά η πραγματική χαρά του Ιβάν Ιλίτς βρισκόταν στο χαρτοπαίγνιο.»
Από μία άποψη, τα έχει όλα: εξουσία, χρήματα, σεβαστή θέση, σύζυγο, παιδιά. Αλλά από μία άλλη οπτική γωνία, δεν έχει τίποτα, γιατί η εγωκεντρική του ζωή στερείται νοήματος. Ο Τολστόι στήνει αριστοτεχνικά αυτή τη διπλή προοπτική, προετοιμάζοντάς μας για τον απολογισμό που ξέρουμε ότι θα έρθει.
Η κατάρρευση του οικοδομήματος
Οι ρωγμές στην ιδανική ζωή του Ιλίτς αρχίζουν να φαίνονται. Η επιφανειακή του ζωή αρχίζει να τον κουράζει, καθώς βιώνει το κενό της ύπαρξής του: «Ο Ιβάν Ιλίτς ένιωσε για πρώτη φορά όχι απλώς πλήξη, αλλά μια αφόρητη αγωνία».
Στη συνέχεια, η ψευδαίσθηση του ελέγχου της ζωής του καταρρέει όταν αρχίζει να υποφέρει από μια μυστηριώδη ασθένεια. Ο προσεκτικά διατηρούμενος τρόπος ζωής του, η «ευχάριστη ζωή», αρχίζει να χάνεται σιγά-σιγά, αφήνοντάς τον οξύθυμο και φοβισμένο. Τελικά, γίνεται σαφές ότι πεθαίνει και ο προσεκτικά κατασκευασμένος κόσμος της άνεσής του αποδεικνύεται ότι είναι φτιαγμένος από άμμο.
Σιγά-σιγά, η ασθένεια του Ιβάν Ιλίτς, του αφαιρεί τις ανέσεις και τις απολαύσεις του – και μαζί με αυτές, το επίχρισμα της αξιοπρέπειας και της καλοσύνης που διατηρούσε τόσα χρόνια. «Ήταν αδύνατο να εξαπατήσει τον εαυτό του: κάτι φοβερό, καινούργιο και τόσο σημαντικό, που τίποτα πιο σημαντικό δεν είχε συμβεί ποτέ στη ζωή του, συντελούνταν στον Ιβάν Ιλίτς». Αυτές οι λέξεις έχουν τόσο κυριολεκτικό όσο και μεταφορικό νόημα: κυριολεκτικά, μια παράξενη ασθένεια κατατρώει τον Ιβάν Ιλίτς, ενώ μεταφορικά, μια μεγάλη πνευματική μεταμόρφωση βρίσκεται σε εξέλιξη μέσα του.
Το πρόβλημα του Ιβάν Ιλίτς είναι ότι έχει ζήσει όλη του τη ζωή σαν να μην πρόκειται ποτέ να πεθάνει, σαν οι μικρές απολαύσεις ενός χορού ή ενός δείπνου ή της χαρτοπαιξίας να μην τελειώνουν ποτέ, και σαν η ψυχή του ανθρώπου να μπορεί να συντηρηθεί μόνο από την ευχαρίστηση και το κέρδος. Όταν όλα αυτά χάνονται, ο Ιβάν Ιλίτς αναγκάζεται να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα της θνητότητάς του, μπροστά στην οποία όλες οι προηγούμενες αναζητήσεις του αποδεικνύονται εύθραυστα δοχεία ευτυχίας και νοήματος.
Σε αυτό το σημείο, ο Ιβάν Ιλίτς βιώνει μια βαθιά απομόνωση. «Έπρεπε να ζήσει μόνος του στο χείλος της καταστροφής, έτσι, χωρίς ούτε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να τον καταλάβει και να τον λυπηθεί». Θερίζει αυτό που έσπειρε: επειδή δεν επένδυσε ποτέ σε καμία ανθρώπινη σχέση όταν ήταν καλά και δεν έδωσε ποτέ ιδιαίτερη σημασία σε κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό του, τώρα που είναι άρρωστος βρίσκεται μόνος του. Στον τεχνητό κόσμο που έφτιαξε για τον εαυτό του, ακόμη και ο οίκτος των άλλων αποδεικνύεται ως επί το πλείστον τεχνητός. Ο Ιβάν Ιλίτς αρχίζει να βασανίζεται από τα ψέματα που τον περιβάλλουν, ιδιαίτερα από το ψέμα ότι θα γίνει καλά, το οποίο όλοι προσποιούνται ότι πιστεύουν.
Η κοινή γνώμη και η αξιοπρέπεια αποδεικνύονται σκληροί και αχάριστοι αφέντες για τον Ιβάν Ιλίτς. Η ανέντιμη συμπεριφορά των άλλων κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα. Ο Τολστόι γράφει: «Η φοβερή, τρομερή πράξη του θανάτου του, όπως έβλεπε, υποβιβαζόταν από όλους τους γύρω του στο επίπεδο μιας τυχαίας δυσάρεστης κατάστασης, εν μέρει μιας απρέπειας (κάτι σαν να αντιμετωπίζεις έναν άνθρωπο που μπαίνει στο σαλόνι σκορπίζοντας άσχημη μυρωδιά), στο όνομα αυτής ακριβώς της ‘αξιοπρέπειας’ που υπηρετούσε σε όλη του τη ζωή – έβλεπε ότι κανείς δεν θα τον λυπόταν, γιατί κανείς δεν ήθελε καν να καταλάβει την κατάστασή του.»
Η ζωογόνος ανάσα της τελευταίας στιγμής

Ωστόσο, υπάρχει μια εξαίρεση. Ένας νεαρός υπηρέτης, ο Γκεράσιμ, ο οποίος τον φροντίζει και είναι «πάντα χαρούμενος, φωτεινός». Όμως, παρά την ευθυκρισία του, ο Γκεράσιμ δεν συμμερίζεται τη γενική ανεντιμότητα σχετικά με την κατάσταση του Ιβάν Ιλίτς. Το έντιμο, αυθεντικό παλικάρι της επαρχίας, αντιπαραβάλλεται με τους γιατρούς, τους δικηγόρους και τις κυρίες της υψηλής κοινωνίας, που δεν παύουν να υποκρίνονται. Ο Γκεράσιµ δεν προσποιείται ότι ο αφέντης του δεν πεθαίνει, αλλά αντίθετα τον φροντίζει µε γνήσιο ενδιαφέρον, γενναιοδωρία, καλοσύνη και συµπόνια. Ο Γκεράσιμ είναι ο πρώτος ανιδιοτελής χαρακτήρας που συναντάμε στην ιστορία.
Η καλοσύνη του Γκεράσιμ, εμπνέει μια αμοιβαία αντίδραση στον Ιβάν Ιλίτς. Για πρώτη φορά σκέφτεται κάποιον άλλον: «Υποθέτω ότι αυτό πρέπει να είναι δυσάρεστο για σένα. Με συγχωρείς. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς», λέει στον υπηρέτη που πρέπει να βοηθήσει τον κύριό του ακόμη και σε βασικές καθημερινές λειτουργίες. Αυτό σηματοδοτεί ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην πορεία του χαρακτήρα του Ιβάν Ιλίτς. Αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι, αν και ο Γκεράσιμ είναι ένα τίποτα με βάση τα κοινωνικά πρότυπα, η ανιδιοτέλειά του τον έχει οδηγήσει σε μια πολύ πιο ουσιαστική ζωή από εκείνη του Ιβάν Ιλίτς.
Ο Ιβάν Ιλίτς αναλογίζεται τη ζωή του. Για ένα διάστημα, συνεχίζει να επιμένει ότι έζησε όπως έπρεπε. Αλλά τελικά παραδέχεται την αλήθεια: «Όλα όσα έμοιαζαν με χαρές, έλιωσαν και μετατράπηκαν σε κάτι άχρηστο και συχνά άθλιο». Συνειδητοποιεί ότι «όσο ανέβαινα στην κοινή γνώμη τόσο ακριβώς γλιστρούσε η ζωή κάτω από τα πόδια μου».
Παραδέχεται ότι σπατάλησε τη ζωή του. Ταυτόχρονα, μια εσωτερική φωνή του λέει ότι δεν είναι πολύ αργά για να διορθώσει τα πράγματα. Στις τελευταίες του στιγμές, ο Ιλίτς στρέφεται τελικά προς τα έξω, προς τους άλλους. Λυπάται τον γιο του και ακόμη και τη γυναίκα του. «Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τον γιο του. Τον λυπήθηκε. Η γυναίκα του ήρθε κοντά του. Την κοίταξε. Τον κοίταζε με απελπισμένη έκφραση, με ανοιχτό το στόμα και δάκρυα στα μάγουλά της. Τη λυπήθηκε». Ζήτησε τη συγχώρεσή τους. Και μέσα από αυτό, το φως εισέβαλε ξαφνικά στο σκοτάδι.
Με αυτό το δυνατό συμπέρασμα, ο Τολστόι μάς υπενθυμίζει ότι τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής δεν αφορούν την επίτευξη της φήμης ή του πλούτου, τις απολαύσεις και τη φήμη, αλλά αντίθετα διαδραματίζονται στην ψυχή ενός άνδρα ή μιας γυναίκας και έχουν να κάνουν με την απάντηση στο ερώτημα: Θα ζήσω για τον εαυτό μου ή για τους άλλους;