Κυριακή, 27 Ιούλ, 2025
Τέο βαν Ρύσελμπεργκ, «Τα βράχια του Ντόβερ», 1881. (Public Domain)

Μάθιου Άρνολντ, «Η παραλία του Ντόβερ»: Πίστη σε μια εποχή απιστίας

Το 1851, το ρομαντικό όνειρο της ποίησης φαινόταν να έχει σχεδόν εξαφανιστεί υπό τη βικτοριανή πραγματικότητα. Η φαντασία και η ποίηση έδωσαν τη θέση τους στον πραγματισμό, τον ωφελιμισμό και την υλική πρόοδο. Τον θαυμασμό για το μεγαλείο της φύσης αντικατέστησε η κατάπληξη για τις τεχνολογικές εξελίξεις.

Ήταν δύσκολο να ζει κανείς ως άνθρωπος με πίστη, όταν η επιστήμη έδινε τις απαντήσεις της ζωής. Ήταν δύσκολο να συλλάβει κανείς τη χρησιμότητα της τέχνης, όταν τα οφέλη της δεν μπορούσαν να μετρηθούν.

Ωστόσο, ο Άγγλος ποιητής Μάθιου Άρνολντ έβρισκε την ομορφιά και τη σοφία στα έργα των αρχαίων. Πέρασε τη ζωή του διδάσκοντας τα κλασικά έργα, ενώ παρακολουθούσε με ανησυχία πώς η κοινωνία απομακρυνόταν από την πίστη που εκφραζόταν σε αυτά τα κείμενα.

Oil-painting-ntdtv
ZoomInImage
Φωτογραφία του Μάθιου Άρνολντ, περίπου 1883, Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων. (Public Domain)

 

Λέγεται ότι ο Άρνολντ έγραψε το ποίημά του, «Η παραλία του Ντόβερ», κατά τη διάρκεια του μήνα του μέλιτός του, το 1851. Καθώς ο αφηγητής του ποιήματος παρακολουθεί την παλίρροια και την άμπωτη των κυμάτων στην ακτή, αναλογίζεται την ύφεση της «θάλασσας της πίστης» εκείνης της εποχής.

Για την ώρα, ο αφηγητής σημειώνει ότι όλα φαίνονται ήρεμα στην προσωπική του ζωή. Η νύχτα είναι όμορφη και βρίσκεται με την αγαπημένη του. Ωστόσο, ο φλοίσβος, που μιμείται ο Άρνολντ με τους επαναλαμβανόμενους ήχους «s» και περιγράφει ως «τρέμουλο ρυθμό», περιέχει μια νότα μελαγχολίας.

Αντιγόνη

Είναι ο ίδιος ήχος που άκουσε και ο Σοφοκλής αιώνες πριν. Ο Άρνολντ αναφέρεται στον Έλληνα τραγωδό στη δεύτερη στροφή:

Πολύ παλιά ο Σοφοκλής / την άκουσε στο Αιγαίο, και του ‘φερε / στον νου το ανεβοκατέβασμα το συνεχές / της ανθρώπινης δυστυχίας.

Sophocles long ago / Heard it on the Aegean, and it brouht / Into his mind the turbid ebb and flow / Of human misery.

Αυτές οι γραμμές αναφέρονται στην Αντιγόνη, που ασχολείται με τις εντάσεις μεταξύ κράτους και ατόμου, δικαιοσύνης και ελέους, οικογένειας και αξιώματος, θεΐκών και ανθρώπινων νόμων. Οι δύο αδελφοί της Αντιγόνης, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, ήταν διάδοχοι του θρόνου της Θήβας και είχαν συμφωνήσει να κυβερνούν εναλλάξ για ένα χρόνο ο καθένας. Ωστόσο, ο Ετεόκλης αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο στο τέλος του πρώτου έτους, οπότε ο Πολυνείκης ηγήθηκε ενός στρατού εναντίον του και οι δύο αδέρφια σκοτώθηκαν στη μάχη. Τότε, ανεβαίνει ο θείος τους Κρέων στον θρόνο και διατάζει να εκτελεστεί δημόσια ο Πολυνείκης και να μείνει άταφος, ως προδότης.

Αυτό αποτελεί προσβολή όχι μόνο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αλλά και των θεϊκών νόμων. Το σώμα του αφήνεται να βεβηλωθεί από τα άγρια ζώα, ενώ ταυτόχρονα εμποδίζεται και η ψυχή του να περάσει στην άλλη ζωή. Είναι προσβολή προς τους θεούς. Η Αντιγόνη πρέπει να επιλέξει μεταξύ του νόμου του κράτους και του νόμου των θεών.

Χωρίς να εμπλέκεται στην πολιτική διαμάχη για εξουσία μεταξύ των δύο ανδρών, βλέπει τους αδελφούς της μόνο ως ίσους στη δυστυχία και θέλει να λάβουν την ίδια τιμή. Αψηφά τη διαταγή του θείου της και ακολουθεί τις επιταγές της συνείδησής της, λέγοντας: «Γεννήθηκα για να αγαπώ, όχι για να μισώ – αυτή είναι η φύση μου».

Οι στίχοι του έργου που αναφέρει ο Άρνολντ λέγονται από τον χορό, όταν ο Κρέων δηλώνει ότι η Αντιγόνη πρέπει να πεθάνει για το έγκλημα της ανυπακοής της, προσφέροντας στον Πολυνείκη τα κατάλληλα ταφικά έθιμα. Λέει ο χορός:

«Καλόμοιρος οπού δε γεύτηκε ζωή πικρή· / όποιος από θεού τού σείστηκε συθέμελα το σπίτι, / να σέρνει συμφορές σωρό στο σόι του δε σώνει· / όπως το κύμα του γιαλού / την ανεμόδαρτη την άμμο πίσσα σωριάζει στο βυθό, / όταν ορμά με την ανεμική της Θράκης / το θεοσκότεινο το πέλαγος / κι όταν βογκούν στενάζοντας τα πληγωμένα βράχια.» [1]

«ΧΟ. εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών.                 [στρ. α]
οἷς γὰρ ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος, ἄτας
οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆθος ἕρπον·                       585
ὁμοῖον ὥστε πόντιον
οἶδμα δυσπνόοις ὅταν
Θρῄσσῃσιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς,
κυλίνδει βυσσόθεν κελαινὰν                                              590
θῖνα καὶ δυσάνεμοι
στόνῳ βρέμουσιν ἀντιπλῆγες ἀκταί.» [2]

ZoomInImage
Νικηφόρς Λύτρας, «Η Αντιγόνη μπροστά στον νεκρό Πολυνείκη», 1865. (Public Domain)

 

Ο Κρέων αγνοεί τις εκκλήσεις του γιου του, Αίμονα (αρραβωνιαστικού της Αντιγόνης), και τις προειδοποιήσεις του μάντη Τειρεσία, ο οποίος λέει ότι το πείσμα του Κρέοντα είναι προσβολή προς τους θεούς, επιτρέπει δε στην επιδίωξη της δικαιοσύνης και στην άκαμπτη πίστη του προς το κράτος να επισκιάσουν την ανησυχία του για την οικογένειά του.

Ο Κρέων αφήνει τον ρόλο του ως ηγετική φυσιογνωμία να επισκιάσει και την ταυτότητά του ως άτομο, καθιστώντας την προδοσία ασυγχώρητη προσβολή στα μάτια του και οδηγώντας τον να επιδιώξει τη δικαιοσύνη αποκλείοντας την ευσπλαχνία, με αποτέλεσμα να χάσει την οικογένειά του. Μετανοεί πολύ αργά: η Αντιγόνη πεθαίνει, ο Αίμονας αυτοκτονεί από τη θλίψη του για τον χαμό της και η γυναίκα του Κρέοντα αυτοκτονεί από τη θλίψη της για τον γιο της. Η ανταμοιβή του Κρέοντα για την πίστη του στο κράτος είναι ότι διατηρεί μεν τον θρόνο που επιθυμούσε και τιμούσε, αλλά η θέση έχει χάσει πλέον την αξία της αφού έχουν χαθεί όλα τα άλλα.

Ο Σοφοκλής άκουσε την ίδια θλιβερή μελωδία στην εποχή του, όπως ο Άρνολντ στη βικτωριανή εποχή: τον ήχο των κυμάτων που χτυπούν κάποιον που αισθάνεται σαν ένα νησί, ένα μοναχικό προπύργιο της πίστης που πλήττεται από τις καταιγίδες ενός άπιστου κόσμου.

Χωρίς πίστη, το άτομο μένει στο σκοτάδι, «σαρωμένο από σύγχυση, συναγερμούς αγώνα και φυγής, / όπου αδαείς στρατιές συγκρούονται τη νύχτα» [3]. Το κράτος χάνει την αγκυροβόλησή του στον Θεό, το άτομο χάνει την αγκυροβόλησή του στην κουλτούρα και το έθνος του. Τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκαν αυτά τα πράγματα φαίνονται διαβρωμένα, σαρωμένα σαν τα βότσαλα στην παραλία όταν η παλίρροια υποχωρεί.

Σύνδεση με το παρελθόν

Ο ποιητής εξακολουθεί να διατηρεί αυτή τη σύνδεση με το παρελθόν, αυτή την κατανόηση ότι η παλίρροια ανεβαίνει και κατεβαίνει, όπως η πίστη αποκαταστάθηκε μετά από μια μακρά περίοδο απιστίας. Στο παρόν, εν μέσω αυτής της αναταραχής, ο Άρνολντ λέει ότι το άτομο μπορεί να ριζώσει μόνο στις προσωπικές του αγάπες.

Σε μια εποχή που δεν αναγνωρίζει την Αλήθεια, αλλά μόνο τα γεγονότα και τις εμπειρικές αποδείξεις, ο ποιητής λέει: «Αγάπη, ας είμαστε αληθινοί ο ένας στον άλλο!» [4]. Για τους νεόνυμφους, σε μια τέτοια κοινωνία, η αγάπη τους φαίνεται η μόνη που αναγνωρίζεται από έναν κόσμο που θεωρεί την αγάπη για τον Θεό ως τρέλα και την αγάπη για την τέχνη ως άκαρπη. Ο ποιητής συνεχίζει:

«Για τον κόσμο, που μοιάζει σαν / ν’ απλώνεται μπροστά μας σαν χώρα των ονείρων, / τόσο ποικίλος, τόσο όμορφος, τόσο καινός, / δεν υπάρχει πραγματικά ούτε χαρά ούτε αγάπη ούτε φως / ούτε βεβαιότητα ούτε ειρήνη ούτε ανακούφιση από τον πόνο.»

«For the world, which seems / To lie before us like a land of dreams, / So various, so beautiful, so new / Hath really neither joy, nor love, nor light, / Nor certitude, nor peace, nor help for pain.» 

Ακόμη και για τους άπιστους, τέτοιες δηλώσεις είναι καθολικά αποδεκτές. Ο κόσμος δεν προσφέρει καμία μόνιμη χαρά ή ειρήνη. Η λύση στο πρόβλημα του πόνου βρίσκεται μόνο στην πίστη που ο κόσμος έχει απορρίψει.

Σε μια τέτοια εποχή, το άτομο αναγκάζεται να φέρει μόνο του το φως της πίστης, όπως η Αντιγόνη, ακόμη και όταν αντιμετωπίζει μεγάλη αντίσταση. Ακόμα κι αν αυτό ενέχει μερικές φορές μεγάλο προσωπικό κόστος, έστω και μια μικρή, μοναδική μαρτυρία μπορεί να αλλάξει το ρεύμα..

Ο Άρνολντ έχει δίκιο όταν λέει ότι πρέπει να κρατηθούμε σε ό,τι αγαπούμε και πιστεύουμε – ωστόσο, χρειάζεται κάτι περισσότερο. Όπως δείχνει ο Σοφοκλής, καλούμαστε να ελπίζουμε και να αντέχουμε, μεταφέροντας το φως της πίστης στο μέλλον, γνωρίζοντας ότι ακόμα κι αν δεν ζήσουμε για να το δούμε, η παλίρροια θα ξαναέρθει.

Της Marlena Figge

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Σοφοκλή, Αντιγόνη, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1994. Μετάφραση: Κ. Γεωργουσόπουλος (Κ. Χ. Μύρης), σ. 71

2. Σοφοκλή, Αντιγόνη, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

3. “Swept with confused alarms of struggle and flight,/ Where ignorant armies clash by night.” : Στίχοι από το ποίημα του Μάθιου Άρνολντ Η παραλία του Ντόβερ (Dover Beach)

4. “Ah, love, let us be true/ To one another!” : Στίχοι από το ποίημα του Μάθιου Άρνολντ Η παραλία του Ντόβερ (Dover Beach)

 

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

ΣΧΕΤΙΚΑ

Σχολιάστε