Έπειτα από σχεδόν επτά χρόνια από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι (Ιούλιος 2018) που στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 100 ανθρώπους, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών ανακοίνωσε την απόφασή του. Συνολικά δέκα από τους 21 κατηγορούμενους κρίθηκαν ένοχοι, ενώ οι υπόλοιποι έντεκα αθωώθηκαν. Η ετυμηγορία αυτή – σε δεύτερο βαθμό – αφορά πλημμεληματικές κατηγορίες (ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες από αμέλεια, καθώς και εμπρησμό από αμέλεια) για την τραγωδία που προκάλεσε 104 θανάτους και 57 σοβαρούς τραυματισμούς.
Οι καταδικασθέντες και οι αθωωθέντες
Οι δικαστές έκριναν ως ενόχους δέκα πρόσωπα, κυρίως υψηλόβαθμα στελέχη της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας, καθώς και τον πολίτη από τον οποίο ξεκίνησε η φωτιά. Αναλυτικά, καταδικάστηκαν:
-
Σωτήρης Τερζούδης, αρχηγός Πυροσβεστικής το 2018 (ένοχος για ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες εξ αμελείας)
-
Βασίλης Ματθαιόπουλος, υπαρχηγός Πυροσβεστικής Επιχειρήσεων (ένοχος για ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες εξ αμελείας)
-
Ιωάννης Φωστιέρης, τότε επικεφαλής του ΕΣΚΕ (Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων) της Πυροσβεστικής (ένοχος για ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες εξ αμελείας)
-
Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Αθηνών (ένοχος για ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες εξ αμελείας)
-
Χαράλαμπος Χιώνης, διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής (ένοχος για ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες εξ αμελείας)
-
Φίλιππος Παντελεάκος, διευθυντής του Κέντρου Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας (ένοχος για ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες εξ αμελείας)
-
Χρήστος Γκολφίνος, διευθυντής του αριθμού έκτακτης ανάγκης «199» της Πυροσβεστικής (ένοχος για ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες εξ αμελείας)
-
Δαμιανός Παπαδόπουλος, διοικητής του Πυροσβεστικού Σταθμού Νέας Μάκρης (ένοχος για ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες εξ αμελείας)
-
Ιωάννης Καπάκης, γενικός γραμματέας Πολιτικής Προστασίας την περίοδο της πυρκαγιάς (ένοχος για ανθρωποκτονίες και σωματικές βλάβες εξ αμελείας)
-
Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, κάτοικος στο οικόπεδο του οποίου ξεκίνησε η φωτιά στο Νταού Πεντέλης (ένοχος για εμπρησμό από αμέλεια)
Αντιθέτως, αθώοι κρίθηκαν έντεκα κατηγορούμενοι, ανάμεσά τους γνωστά πολιτικά πρόσωπα της τοπικής διοίκησης. Συγκεκριμένα, απαλλάχθηκαν από κάθε κατηγορία:
-
Ρένα Δούρου, περιφερειάρχης Αττικής το 2018
-
Ηλίας Ψινάκης, τότε δήμαρχος Μαραθώνα
-
Ευάγγελος Μπουρνούς, τότε δήμαρχος Ραφήνας-Πικερμίου
-
Δημήτρης Στεργίου-Καψάλης, τότε δήμαρχος Πεντέλης (όμορης πληγείσας περιοχής)
-
Βάιος Θανασιάς, αντιδήμαρχος Μαραθώνα
-
Αντώνης Παλπατζής, αντιδήμαρχος Μαραθώνα
-
Χρήστος Λάμπρης, διευθυντής Διεύθυνσης Πυρόσβεσης & Διάσωσης Πυροσβεστικού Σώματος
-
Χρήστος Δροσόπουλος, κυβερνήτης του πυροσβεστικού ελικοπτέρου «ΦΛΟΓΑ 1»
-
Χρήστος Πορτοζούδης, διοικητής Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων Πυροσβεστικής
-
Στέφανος Κολοκούρης, διοικητής Ειδικής Μονάδας Αντιμετώπισης Καταστροφών (1η ΕΜΑΚ)
-
Χαράλαμπος Συρογιαννίδης, υποδιοικητής της Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων της ΕΛ.ΑΣ. (αστυνομίας)
Οι αθωωθέντες περιλαμβάνουν δηλαδή την τότε ηγεσία της περιφέρειας και των δήμων της πληγείσας περιοχής, καθώς και ανώτερα στελέχη της Πυροσβεστικής και της ΕΛ.ΑΣ. που είχαν κατηγορηθεί για παραλείψεις στον συντονισμό της αντιμετώπισης της φωτιάς. Αντίθετα, το μόνο πολιτικό πρόσωπο που καταδικάστηκε είναι ο κος Ιωάννης Καπάκης (ΓΓ Πολιτικής Προστασίας εκείνη την περίοδο), ενώ όλοι οι καταδικασθέντες ανήκαν σε επιχειρησιακούς φορείς αντιμετώπισης της πυρκαγιάς (Πυροσβεστική, Πολιτική Προστασία) πλην του ιδιώτη που προκάλεσε το αρχικό ανάφλεγμα.
Οι ποινές και το ενδεχόμενο φυλάκισης
Οι ποινές που θα επιβληθούν στους δέκα καταδικασθέντες αποφασίζονται σε ξεχωριστή διαδικασία, καθώς μετά την ανακοίνωση της ενοχής το δικαστήριο προχώρησε στη συζήτηση για τυχόν ελαφρυντικά και τη διαμόρφωση των ποινών. Η συνεδρίαση μάλιστα διεκόπη για την επόμενη ημέρα (Τετάρτη 4/6/2025) προκειμένου να ολοκληρωθούν οι αγορεύσεις και η πρόταση της εισαγγελέως επί των ελαφρυντικών. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα πλημμελήματα για τα οποία καταδικάστηκαν οι δέκα επιφέρουν μέγιστη ποινή έως πέντε έτη φυλάκισης για κάθε κατηγορία. Στην πράξη, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε επιβάλει ποινές 3 έως 5 ετών φυλάκισης (κατά συγχώνευση) στους έξι τότε καταδικασθέντες .
Ωστόσο, εκείνες οι ποινές δεν οδήγησαν σε πραγματική φυλάκιση, καθώς το δικαστήριο της πρώτης βαθμίδας αποφάσισε να τις μετατρέψει σε χρηματικές. Συγκεκριμένα, η ποινή υπολογίστηκε εξαγοράσιμη προς 10 ευρώ την ημέρα, απόφαση που είχε εξοργίσει τους συγγενείς . Με αυτό το χαμηλό ημερήσιο αντίτιμο, οι καταδικασθέντες ουσιαστικά κλήθηκαν να πληρώσουν σχετικά περιορισμένα ποσά αντί να εκτίσουν ποινή: όπως υπολόγισαν τα ΜΜΕ, ακόμη και η ανώτατη ποινή που επιβλήθηκε (5 χρόνια φυλάκιση) αντιστοιχούσε σε περίπου 40.000 ευρώ συνολικού προστίμου . Εν ολίγοις, μόλις 5 έτη από τα θεωρητικά πολυετή καταλογισμένα έτη ήταν εκτιτέα, και αυτά μετατράπηκαν σε χρηματική ποινή.
Για τον λόγο αυτό, οι οικογένειες των θυμάτων έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την απόφαση του Εφετείου ως προς τις ποινές. Ο εισαγγελέας Εφετών είχε ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης τόσο ως προς το αθωωτικό σκέλος (ζητώντας περισσότερες ενοχές) όσο και ως προς το ύψος και την εκτέλεση των ποινών. Δεν είναι ακόμη γνωστό αν το Εφετείο θα επιβάλει αυστηρότερες ποινές ή αν θα επιλέξει διαφορετική αντιμετώπιση (π.χ. χωρίς μετατροπή σε χρηματική). Πάντως, οι καταδικασθέντες ζήτησαν την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων – όπως ο πρότερος σύννομος βίος, η καλή συμπεριφορά μετά την πράξη και η υπερβολική διάρκεια της δίκης χωρίς δική τους υπαιτιότητα – προκειμένου να μειωθούν περαιτέρω οι ποινές τους . Αν αυτά τα ελαφρυντικά γίνουν δεκτά, είναι πιθανό οι τελικές ποινές να κινηθούν προς το κατώτερο όριο και ενδεχομένως να τύχουν αναστολής (εφόσον δεν ξεπεράσουν τα 5 έτη).
Γιατί πλημμελήματα αντί για κακουργήματα
Ένα κρίσιμο ζήτημα της δίκης ήταν ο χαρακτηρισμός των αδικημάτων ως πλημμελημάτων (αδικήματα εξ αμελείας) και όχι ως κακουργήματα. Η διαφορά έγκειται στο αν διαπιστωθεί στοιχείο ενδεχόμενου δόλου (δηλαδή αν οι υπεύθυνοι γνώριζαν τον κίνδυνο και τον αποδέχθηκαν). Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το δικαστήριο απέρριψε αυτό το ενδεχόμενο. Όπως τόνισε η πρόεδρος, ανακοινώνοντας την απόφαση: «Δεν προέκυψε ο ενδεχόμενος δόλος για να μπορέσει να δομηθεί το αδίκημα της έκθεσης (σ.σ. του πληθυσμού σε κίνδυνο) σε βαθμό κακουργήματος». Με άλλα λόγια, δεν θεώρησε ότι οι κατηγορούμενοι ενήργησαν με συνειδητή αποδοχή του κινδύνου θανάτου για τους κατοίκους, αλλά ότι οι εγκληματικές παραλείψεις τους εντάσσονται στο πλαίσιο της αμέλειας.
Η απόφαση αυτή να παραμείνει η υπόθεση στο πλαίσιο των πλημμελημάτων έχει επικριθεί από τους συγγενείς των θυμάτων και νομικούς συμπαραστάτες τους. Χαρακτηριστικά, ο δικηγόρος Βασίλης Ταουξής (που εκπροσωπεί οικογένειες θυμάτων) επεσήμανε ότι θεωρεί δυσανάλογο τον νομικό χαρακτηρισμό: «Ένα τροχαίο όπου ένας παραβάτης παρασύρει και σκοτώνει έναν πεζό είναι κακούργημα. 104 νεκροί και οι κατηγορίες είναι πλημμέλημα. Αν αυτό είναι ισονομία και ισοπολιτεία, τότε ζούμε σε άλλον πλανήτη». Αντίστοιχα, η πρόεδρος του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων και Εγκαυματιών, κα Κάλλι Αναγνώστου, δήλωσε ότι αισθάνονται αδικημένοι: «Δυστυχώς (η υπόθεση) δεν αντιμετωπίζεται ως κακούργημα και θεωρούμε πως είμαστε αδικημένοι». Οι συγγενείς υποστηρίζουν πως η πρωτοφανής έκταση της τραγωδίας (ένας «ομαδικός τάφος» με 120 νεκρούς, όπως λένε) θα έπρεπε να έχει αντιμετωπιστεί πιο αυστηρά από την Πολιτεία. Παρόλα αυτά, με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο και την κρίση του δικαστηρίου, οι ευθύνες αποδόθηκαν σε βαθμό πλημμελήματος, κάτι που οριοθετεί και τις ανώτατες ποινές που αναφέρθηκαν (μέχρι 5 έτη φυλάκιση ανά κατηγορία).
Αντιδράσεις των συγγενών θυμάτων
Η δικαστική απόφαση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τους παρευρισκόμενους συγγενείς των θυμάτων μέσα και έξω από τη δικαστική αίθουσα. Μόλις ανακοινώθηκε η ενοχή μόνο 10 κατηγορουμένων για πλημμελήματα, αρκετοί συγγενείς ξέσπασαν φωνάζοντας προς την έδρα και προς τους κατηγορούμενους: «Ντροπή σας! Μας διαλύσατε τα σπίτια και εσείς τα ίδια!» Η οργή πυροδοτήθηκε τόσο από το όριο της απόφασης – ότι κανείς δεν διώχθηκε ως υπεύθυνος σε βαθμό κακουργήματος – όσο και από τον φόβο ότι οι ποινές δεν θα οδηγήσουν κανέναν στη φυλακή. «Εμείς όταν καιγόμασταν, τι ελαφρυντικά είχαμε;» φώναξε με πίκρα μια γυναίκα από το ακροατήριο, όταν άκουσε ότι οι καταδικασθέντες ζητούν μειωτικές περιστάσεις . Άλλοι συμπλήρωναν: «Δεν έχουν ξανασκοτώσει 120 ανθρώπους, και (τους) δίνετε ελαφρυντικά;»
Σε δηλώσεις τους στα μέσα ενημέρωσης, μέλη των οικογενειών εξέφρασαν απογοήτευση και αγανάκτηση για τη δικαστική εξέλιξη. Η πρόεδρος του συλλόγου θυμάτων, Κάλλι Αναγνώστου, επέμεινε ότι οι νεκροί είναι 120 και πως περίμεναν μια πιο παραδειγματική τιμωρία: «Πρόκειται για έναν ομαδικό τάφο… Δυστυχώς δεν έγινε δεκτό ως κακούργημα και νιώθουμε αδικημένοι». Πολλοί συγγενείς μίλησαν για δικαίωση που δεν ήρθε, δηλώνοντας πως η Πολιτεία ουσιαστικά κοστολόγησε τις ζωές των δικών τους ανθρώπων για λίγα ευρώ την ημέρα. «Δέκα ευρώ την ημέρα κοστίζουν οι ζωές των παιδιών μας», είπε χαρακτηριστικά ένας εκ των επιζώντων, αναφερόμενος στην πρωτόδικη μετατροπή των ποινών.
«Μας δουλεύουν, μας κοροϊδεύουν», είπε σε δραματικό τόνο μια μητέρα που έχασε την κόρη της, νιώθοντας ότι το αποτέλεσμα της δίκης δεν απέδωσε την αυτονόητη δικαιοσύνη . Άλλοι συγγενείς εξέφρασαν φόβο ότι «η επόμενη τραγωδία είναι στη γωνία», αν δεν υπάρξει πραγματική λογοδοσία των αρχών για τέτοια γεγονότα.
Η ατμόσφαιρα στο δικαστήριο
Η συνεδρίαση στο Εφετείο, την Τρίτη 3 Ιουνίου 2025, διεξήχθη μέσα σε βαριά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Από νωρίς το πρωί, δεκάδες συγγενείς θυμάτων και εγκαυματίες είχαν συγκεντρωθεί στο προαύλιο του δικαστηρίου. Κρατούσαν μαύρα μπαλόνια και είχαν αναρτήσει πανό με συνθήματα όπως «120 νεκροί – 57 εγκαυματίες, είμαστε μόνοι μας, κανείς πουθενά, γιατί;» . Ο Σύλλογος Συγγενών Θανόντων είχε φέρει 120 λευκά τριαντάφυλλα, όσα και οι ψυχές που χάθηκαν, και τα τοποθέτησε σε θέσεις μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου ως συμβολικό μνημόσυνο.
Πριν καν ξεκινήσει η ανάγνωση της απόφασης, σημειώθηκε ένταση: αστυνομικοί της φρουράς επιχείρησαν να απομακρύνουν τα λευκά τριαντάφυλλα από τις θέσεις της αίθουσας, θεωρώντας ότι δεν επιτρέπονται αντικείμενα στο ακροατήριο. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση των παρευρισκόμενων. Οι συγγενείς φώναξαν προς τους αστυνομικούς: «Τα λουλούδια δεν είναι για εσάς ούτε για κανέναν άλλο – είναι για τους νεκρούς!» Τελικά, υπό το φορτισμένο κλίμα, τα λουλούδια δεν απομακρύνθηκαν· μοιράστηκαν στους συγγενείς που παρευρίσκονταν στην αίθουσα, οι οποίοι τα κράτησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ως φόρο τιμής.
Καθώς το δικαστήριο ανακοίνωσε την ετυμηγορία της ενοχής ή μη κάθε κατηγορούμενου, οι αντιδράσεις κλιμακώνονταν. Σε πολλά ονόματα που ακούστηκαν με την λέξη «αθώος», από το κοινό υψώνονταν κραυγές αγανάκτησης. Η πρόεδρος του δικαστηρίου αναγκάστηκε αρκετές φορές να ζητήσει ησυχία: «Η διαδικασία πρέπει να συνεχιστεί… με φωνές δεν γίνεται», είπε απευθυνόμενη στο ακροατήριο . Ένα μέλος του ακροατηρίου απάντησε δυνατά: «Πιστεύω ότι είστε μητέρες…», απευθύνοντας έκκληση στις δικάστριες να δείξουν κατανόηση στον ανθρώπινο πόνο . Παρά τις εκκλήσεις, η ένταση ήταν συνεχής. Τη στιγμή που ένας συνήγορος υπεράσπισης, επιχειρώντας να μιλήσει για τα ελαφρυντικά, έκανε λόγο για «λαϊκά δικαστήρια», υπήρξε έκρηξη: «Αν ήταν λαϊκό δικαστήριο, θα είχες καεί!» φώναξε κάποιος από τους συγγενείς.
Τελικά, η κατάσταση οδήγησε το δικαστήριο να διακόψει τη συνεδρίαση νωρίτερα από το προγραμματισμένο. Οι δικαστές διέταξαν μια προσωρινή διακοπή και αποχώρηση των ήδη αθωωθέντων από την αίθουσα, προσπαθώντας να εκτονώσουν το κλίμα . Κατά την αποχώρηση αυτή, ακούστηκαν έντονες αποδοκιμασίες και ακόμα και κατάρες από μερίδα του κοινού προς τους κατηγορούμενους και το δικαστήριο . Η συνεδρίαση συνεχίστηκε για λίγο, αλλά τελικά διεκόπη οριστικά για να συνεχιστεί την επόμενη ημέρα, μόλις οι τόνοι έπεσαν ελάχιστα.
Μετά το πέρας της διαδικασίας, οι συγκεντρωμένοι έλυσαν στον ουρανό τα μαύρα μπαλόνια που κρατούσαν από το πρωί, φωνάζοντας με ένα στόμα «Αθάνατοι!» προς τιμήν των χαμένων ανθρώπων. Τα δεκάδες μαύρα μπαλόνια ανυψώθηκαν πάνω από το Εφετείο Αθηνών, ενώ οι οικογένειες αγκαλιάζονταν κρατώντας φωτογραφίες και λευκά λουλούδια. Στο χώρο έξω από το δικαστήριο, πολλοί πολίτες που συγκεντρώθηκαν αυθόρμητα χειροκρότησαν τους συγγενείς των θυμάτων.