Γουάγου: Θεϊκή ελπίδα
Λίγο μετά τη δύση του ηλίου, που βάφει τα σύννεφα πίσω από το κοιμητήριο του Χόουπ Βέηλ κόκκινα και μαβιά, μια μικρή ομάδα ανθρώπων ξεβοτανίζει τους τάφους, που είναι γεμάτοι αγριόχορτα.
Η Άλις Γουόκερ, μια ηλικιωμένη γυναίκα, μου εξηγεί γιατί γίνεται αυτή η δουλειά: “Το κάνουμε μόνο μια φορά τον χρόνο. Καθαρίζουμε πρώτα τους τάφους και το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου τους στολίζουμε με λουλούδια. Την Κυριακή του Πάσχα, τελούμε εδώ όλοι μαζί την πρωινή λειτουργία.
Η Άλις μας λέει ότι το Πάσχα είναι μια μεγάλη γιορτή στο Χόουπ Βέηλ, που συνδέει την κοινότητα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Για την ίδια, με αυτή την παράδοση τιμούν αυτούς που ίδρυσαν την κοινότητα τη δεκαετία του 1950, όπως ο πατέρας της, όταν η φυλή των Γκουούγκου Γιμιντχίρ διώχτηκε από τα εδάφη της κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Για την Ντέμπορα Πήρσον, το Πάσχα είναι μια “ξεχωριστή περίοδος, που μας διδάσκει ταπεινότητα”.
“Για τους πιστούς, το Πάσχα είναι η καλύτερη εποχή του χρόνου”, λέει αναφερόμενη στον Χριστιανισμό, καθώς η γενιά της μεγάλωσε ενώ το χωριό ήταν ακόμα μια λουθηρανική ιεραποστολή.
Στη λουθηρανική εκκλησία του Αγ. Ιωάννη που βρίσκεται στο χωριό, η Σίρλεϊ Κοστέλλο, πρώην δασκάλα και βιβλιοθηκάριος, μας εξηγεί τη λέξη γουάγου, με την οποία οι Γκουούγκου Γιμιντχίρ αναφέρονται στην ψυχή και τα συναισθήματα κάποιου.
“Το γουάγου είναι το εσώτερο πνεύμα μας, το κέντρο της ψυχής μας. Χωρίς γουάγου, είμαστε άδειοι κι αυτή δεν είναι μια καλή ζωή”, λέει.
Σύμφωνα με τη Σίρλεϋ, το γουάγου των κατοίκων του Χόουπ Γέηλ είναι ριζωμένο στις χριστιανικές πεποιθήσεις τους, που έχουν εναρμονιστεί με την παραδοσιακή κληρονομιά των Αβορίγινων.
Τις επόμενες πέντε ημέρες, οι Γκουούγκου Γιμιντχίρ θα γιορτάσουν το Πάσχα μαζί με όλους τους υπόλοιπους Χριστιανούς, προσθέτοντας στους εορτασμούς τους τη δική τους μοναδική παράδοση, η οποία συνδέεται με την ιστορία τους και με τα όσα έχουν περάσει.
“Μια εκκλησία για την οποία νιώθουμε υπερήφανοι”
Μια ομάδα γυναικών σκουπίζει και σφουγγαρίζει την εκκλησία, για να είναι έτοιμη για λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Η Ντέμπορα Πήρσον λέει: “Νιώθουμε υπερήφανοι για την εκκλησία μας. Όλοι βοηθούν, κάθε οικογένεια συμμετέχει στη φροντίδα της κι έτσι είναι πάντα όμορφη.”
Η Μωντ Γουάλας, που δουλεύει σε ένα σχολείο κοντά στην Κούκταουν, προτείνει να ζητήσουν από τους ανθρώπους να προσφέρουν λουλούδια από τους κήπους τους. “Δεν θα το αρνηθούν. Θα χαρούν να βοηθήσουν να ομορφύνει η εκκλησία.”
Κάθε γυναίκα του χωριού βοηθά στην προετοιμασία της εκκλησίας, αναλαμβάνοντας κι από μία εργασία. Άλλη τα παράθυρα, άλλη τα λουλούδια κ.ο.κ. Όλο το χωριό είναι χτισμένο από τους παππούδες τους – και αυτό είναι που τους θυμίζουν οι πασχαλινές τους παραδόσεις.
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλη Εβδομάδας
Οι κάτοικοι του Χόουπ Βέηλ αγαπούν τον τρόπο ζωής τους. Τη Μεγάλη Εβδομάδα βρίσκονται κυρίως στο κοιμητήριο του χωριού. Μόλις τελειώνουν τις δουλειές τους, συγκεντρώνονται εκεί, για να προχωρούν τις εργασίες.
“Τώρα, ακόμα καθαρίζουμε. Το Μεγάλο Σάββατο θα είναι έτοιμα όλα για να ξεκινήσουμε”, λέει ο 90χρονος Χέρμαν Μπάμπι, καθισμένος πλάι στον τάφο της συζύγου του.
Μας περιγράφει πώς θα ζωντανέψει σε λίγες ημέρες το μέρος, όταν θα έρθουν όλοι από το χωριό για να φροντίσουν τους τάφους των δικών τους. “Γι’ αυτό ερχόμαστε κι εμείς τώρα, γιατί μετά θα έχει πολύ κόσμο”, προσθέτει.
“Όταν γυρίζουμε σπίτι, νιώθουμε καλά. Λέμε ‘καθάρισα τον τάφο του αδελφού μου, της αδελφής, του ξαδέλφου, του ανιψιού…’ και αυτό είναι ωραίο”, λέει ο Ρόμπερτ Γκίμπσον. “Δεν λέει η Βίβλος ότι ο ήλιος χορεύει το Πάσχα;”
“Οι Αβορίγινες πίστευαν σε όλα τα πράγματα της γης – στον ήλιο, το φεγγάρι, τα αστέρια, τα φυτά και τα ζώα. Αλλά όταν ήρθαν οι ιεραπόστολοι, μας δίδαξαν τις θεμελιώδεις αρχές του Χριστιανισμού, ότι ο Θεός έφτιαξε τον ήλιο και το φεγγάρι”, λέει η Σίρλεϋ. “Με την πάροδο του χρόνου, τα δυο συστήματα ενώθηκαν. Έχουμε τον Θεό, αλλά έχουμε και την παράδοση των προγόνων μας και αυτό λειτουργεί καλά.”
Μέσα στην εκκλησία του Αγ. Ιωάννη, μια χορωδία κάνει πρόβα. Τραγουδούν ύμνους στα αγγλικά αλλά και στη γλώσσα των Γκουούγκου Γιμιντχίρ, με τη συνοδεία μιας μικρής ορχήστρας.
Η Σελίνα Μπόουεν μας εξηγεί ότι ορισμένοι ύμνοι περιλαμβάνουν και λέξεις των Γκουούγκου Γιμιντχίρ, τις οποίες μόνο οι γηραιότεροι μπορούν να χρησιμοποιούν εύκολα. Έτσι, χρειάζονται αρκετές πρόβες.
“Οι ύμνοι μας είναι και στις δύο γλώσσες. Εγώ τους ξέρω καλά γιατί ερχόμουν με τους γονείς μου από μικρή στην εκκλησία κάθε χρόνο και ακόμα θυμάμαι πώς τους τραγουδούσαν τότε. Νιώθω υπερήφανη που βρίσκομαι μαζί με την ‘παλαιά φρουρά’ και τραγουδάω μαζί τους και μαθαίνω από αυτούς [τη γλώσσα].”
Η χορωδία είναι μια καλή ευκαιρία να συναντηθούν οι νεότεροι με τους γεροντότερους και να δουλέψουν μαζί. Η Σίρλεϋ μας εξηγεί ότι η χορωδία προέκυψε από τις σχολικές δραστηριότητες και ότι γι΄ αυτό τον λόγο φέρνει σε όλους χαρούμενες αναμνήσεις της παιδικής τους ηλικίας. Παράλληλα, γίνεται και η ιστορία των σημερινών παιδιών. Με αυτό τον τρόπο τους δίνεται η ευκαιρία να μάθουν τη γλώσσα της φυλής τους και να την κρατήσουν ζωντανή.
Η χορωδία αποτελείται από δέκα άτομα, άντρες και γυναίκες. Η ορχήστρα της εκκλησίας διαθέτει αυτοάρπα, κλασική κιθάρα και ηλεκτρική κιθάρα και οι ύμνοι τους έχουν μια χροιά κάντρι μουσικής.
Εκκινώντας και εξελίσσοντας μια παράδοση
Για 50 χρόνια, μέχρι το 1942, η φυλή των Γκουούγκου Γιμιντχίρ ζούσε στη λουθηρανική ιεραποστολή της Κοιλάδας της Ελπίδας, μαζί με τον Γερμανό ιεραπόστολο Γκέοργκ Χάινριχ Σβαρτς, στο ακρωτήριο Μπέντφορντ
Είναι ένα μέρος όμορφο αλλά άγριο, γεμάτο τεϊόδεντρα άνω των 100 ετών και χρώματα από το γαλάζιο της Θάλασσας των Κοραλιών μέχρι τα πλούσια σε μεταλλικά στοιχεία νερά στο χρώμα του τσαγιού των βάλτων.
“Όλοι είχαν κήπους και όταν χρειαζόμασταν λουλούδια κόβαμε ελεύθερα. Κανένας δεν είχε αντίρρηση, γιατί όλοι γνώριζαν ότι τα λουλούδια προορίζονταν για τους τάφους. Μοιραζόμασταν τα πάντα”, θυμάται η Έσμε Μπόουεν, 70 ετών.
“Όι άνθρωποι ήταν καλόκαρδοι τότε. Γουάγου-θιρ (ευγενικοί). Νοιάζονταν και μοιράζονταν ό,τι είχαν με αγάπη”, προσθέτει η Ντορήν Χαρτ, 50 ετών.
Συζητούν μεταξύ τους για την ιερότητα που είχε ο θάνατος για τους ανθρώπους τότε και για τον σεβασμού με τον οποίο αντιμετωπιζόταν. Κανείς δεν έπαιζε δυνατά μουσική ούτε καν πήγαιναν για ψάρεμα, όσο υπήρχε ένας άταφος νεκρός στο χωριό. Όποιος κι αν ήταν ο νεκρός, όλοι φρόντιζαν ώστε να έχει μια καλή κηδεία.
“Στις κηδείες, τα φέρετρα στολίζονταν με λουλούδια από τους κήπους μας. Δεν αγοράζαμε τίποτα, όλα τα φτιάχναμε εμείς και ήταν πανέμορφα.”
Είναι ώρα για τσάι. Το νερό έχει βράσει, τα μπισκότα μοιράστηκαν, τα πουλιά κελαηδούν κι ένα ανάλαφρο αεράκι περνάει ανάμεσα από τα δέντρα.
“Οι γονείς μας συνήθιζαν να λένε την Κυριακή του Πάσχα: ‘Σηκωθείτε νωρίς, γιατί ο ήλιος θ’ αρχίσει να χορεύει!’ Περιμέναμε μέχρι τις 7 και πράγματι βλέπαμε τις αναλαμπές του ήλιου”, λέει η Ντόρα Γκίμπσον, αναφερόμενη στη χριστιανική λαϊκή δοξασία, που λέει ότι το πρωί του Πάσχα, ο ήλιος ανατέλλει νωρίς και χορεύει από τη χαρά του για την ανάσταση του Ιησού.
Βγαίνουν και τα αυγά για το βάψιμο. Η Έσμε μας λέει ότι όταν ήταν μικρή δεν είχαν σοκολατένια αυγά, αλλά έβαφαν κόκκινα τα αυγά από τις κότες με πατζαρόζουμο. Τώρα δείχνουν στα εγγόνια τους πώς να το κάνουν και πώς να φτιάχνουν τις φωλιές τους, για να τα βρουν το πρωί της Κυριακής του Πάσχα.
Διηγείται επίσης στα παιδιά πώς φόρτωσε η αυστραλιανή κυβέρνηση στα φορτηγά τους Γκουούγκου Γιμιντχίρ, καχύποπτη απέναντι στην ιεραποστολή του Γερμανού ιερέα και πώς τους μετέφερε 1.500 χλμ. νότια στη Γουραμπίντα, μια άλλη κοινότητα Αβορίγινων. Εκεί έμειναν για οκτώ χρόνια, ενώ πολλοί ήσαν αυτοί που δεν επέστρεψαν ποτέ.
Σε έναν λόφο πάνω από το χωριό βρίσκεται το κοιμητήριο των πρώτων κατοίκων του Χόουπ Βέηλ. Ο Ντέσμοντ Μπόουεν, 60 ετών, έχει ξεκινήσει προσπάθειες για την αναστήλωση του και τη δημιουργία ενός κήπου. Εκεί βρίσκονται μερικοί από τους πρώτους κατοίκους που έφτιαξαν τα σπίτια τους στο καινούριο χωριό, γυρίζοντας από τη Γουραμπίντα.
Η Ντορήν μας πληροφορεί ότι η πασχαλινή παράδοση τίμησης των νεκρών ξεκίνησε από τον ξάδελφο της Γουέιν Ρόζεντεηλ, ο οποίος πρότεινε μια χρονιά να γίνει μια πρωινή λειτουργία στη μνήμη των πεθαμένων προγόνων τους, θέλοντας να παρακινήσει το λαό του να αρχίσει να φροντίζει το κοιμητήριο, όπως έκαναν οι παλιότεροι.
Απώλεια, θλίψη και ελπίδα: η παράδοση ανακουφίζει τον πόνο της καρδιάς
Τη Μεγάλη Παρασκευή, η Τζόαν Μπόουεν πηγαίνει στο νεκροταφείο για να επισκεφθεί την κόρη της που πνίγηκε όταν ήταν ενός έτους. Μαζί έχουν έρθει και τα άλλα της παιδιά, που καθαρίζουν και ομορφαίνουν τους τάφους των αγαπημένων τους προσώπων, καθώς και μερικούς άλλους που έχουν μείνει παραμελημένοι για κάποιο λόγο.
Ο γιος της Τζόαν μας λέει ότι η συγκέντρωση της κοινότητας στο κοιμητήριο και η φροντίδα των νεκρών είναι μια διαδικασία απολύτως θεραπευτική.
“Δεν είναι εύκολο να χάνεις το σύντροφό σου ή το παιδί σου”, εξηγεί η Τζουν Πήρσον. “Σε επηρεάζει διαφορετικά, έχεις άλλη αίσθηση.” Η ίδια αντλεί δύναμη από την πίστη της και έχει τη βεβαιότητα ότι θα συναντήσει τον σύζυγό της στις ‘όχθες του ποταμού’, όταν πάει στον ουρανό κι αυτή. “Το Πάσχα αφορά κυρίως τη θεϊκή αγάπη και τη συσπείρωση του χωριού. Είναι μια περίοδος κατά την οποία ο ένας φροντίζει τον άλλον και νιώθουμε πιο κοντά στα αγαπημένα πρόσωπα που έχουμε χάσει.”
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής όλοι μαζεύονται στην εκκλησία για τη λειτουργία. Η χορωδία τραγουδά τους ύμνους και παιδιά βαπτίζονται. Μετά από τη λειτουργία, πολλοί πηγαίνουν στο κοιμητήριο για να καθαρίσουν και να στολίσουν τους τάφους.
Με την ανατολή του ηλίου το Μεγάλο Σάββατο, όλοι οι κάτοικοι του χωριού μαζεύονται στο κοιμητήριο, με τα εργαλεία τους και με φορτωμένα καλάθια πικ νικ και θερμός με τσάι, για να συνεχίσουν το στόλισμα και την επιδιόρθωση των τάφων
Οι εργασίες συνεχίζονται με ζωηρό ρυθμό όλη την ημέρα. Οι τάφοι αναστηλώνονται, καθαρίζονται, στολίζονται, ξαναζωντανεύουν. Με αυτό τον τρόπο οι κάτοικοι του Χόουπ Γέηλ δείχνουν τον σεβασμό τους προς τους προγόνους τους που έχτισαν το χωριό.
Όταν πέφτει το φως, μικρά φωτάκια που τρεμοπαίζουν αρχίζουν να εμφανίζονται παντού στο κοιμητήριο. Κάποιοι έχουν ανάψει τα ‘φώτα των ξωτικών’ πάνω στους τάφους πριν φύγουν.
Το πρωινό της Κυριακής του Πάσχα, ένα μεγάλο πλήθος πιστών συγκεντρώνεται έξω από το κοιμητήριο. Ο πάστορας αρχίζει την πρωινή λειτουργία, ευλογώντας τις καινούργιες πλάκες που έχουν τοποθετηθεί. Η χορωδία τραγουδά, όπως και άλλοι πιστοί που θέλουν με αυτό τον τρόπο να τιμήσουν τους νεκρούς τους. Για τους περισσότερους κατοίκους του Χόουπ Γέηλ είναι μεγάλη χαρά να συμμετέχουν σε αυτήν τη σύγχρονη, δική τους παράδοση.
Οι αναμνήσεις από τις διδαχές των γονιών τους, που τους μεταλαμπαδεύσαν την πίστη στον Ιησού και τη διδασκαλία του, είναι ζωντανές και ωθούν τους Γκουούγκου Γιμιντχίρ να νοιάζονται ενεργά ο ένας για τον άλλον και όλοι μαζί για την κοινότητα και να απολαμβάνουν το Πάσχα σαν τη σημαντικότερη γιορτή του χρόνου, θεμέλιο της κοινότητας και της χριστιανικής πίστης τους.
“Τα τελευταία χρόνια αποφασίσαμε ως κοινότητα να έχουμε μια πρωινή λειτουργία στο νεκροταφείο για τους αγαπημένους μας που έχουν φύγει. Και ως κοινότητα βρισκόμαστε εκεί και φροντίζουμε και βοηθάμε ο ένας τον άλλον στο κοιμητήριο. Ετοιμαζόμαστε για τη λειτουργία και ετοιμάζουμε και το κοιμητήριο, έτσι ώστε να μοιάζει με πανέμορφο κήπο, σαν τον Παράδεισο: έναν κήπο με τους αγαπημένους μας”, διαβάζει στον κόσμο η Τζουν, από ένα μικρό χαρτάκι που έχει γράψει για την περίσταση.