Μια σιδερένια χελώνα από βράχους και λαμαρίνες προεξέχει από τη λίμνη Βικτώρια, που πήρε το όνομά της από τη βασίλισσα της Βρετανίας, και περιβάλλεται από 69.000 τετρ. χλμ. νερού. Εδώ, ένα πλήθος διαφορετικών εθνικοτήτων συνυπάρχει – παρά τις εδαφικές διαφορές, τον ανταγωνισμό για την αλίευση ψαριών και τις διαφορετικές απόψεις – σε σχετική αρμονία, σε ένα νησί μικρότερο από το μισό μέγεθος ενός γηπέδου ποδοσφαίρου.
Όλα αυτά ξεκίνησαν πριν από τρεις δεκαετίες, με αναφορές ότι οι ψαράδες του νησιού κέρδιζαν σε μια μέρα τρεις έως τέσσερις φορές περισσότερα από ό,τι οι συνάδελφοί τους στην ακτή της λίμνης σε ένα μήνα, οδηγώντας τους τελευταίους να αναζητήσουν και εκείνοι την τύχη τους στο νησί Μιγκίνγκο, μία βραχονησίδα κοντά στις πηγές του Νείλου.
Το πρόβλημα; Εκτός από την πλούσια και κερδοφόρα πέρκα του Νείλου, που έχει πλέον τέραστια ζήτηση, το νησί Μιγκίνγκο βρίσκεται ακριβώς δίπλα στα σύνορα της Κένυας και της Ουγκάντας, και οι αντικρουόμενες αξιώσεις τοποθετούν αυτόν τον μοναχικό βράχο στην επικράτεια της μιας ή της άλλης χώρας, ανάλογα με το ποιον ρωτάς. Τελικά, το ερώτημα ποιος θα επωφεληθεί και ποιος θα φορολογήσει ποιον έγινε το επίκεντρο μιας μακροχρόνιας διαμάχης.





Στα πρώτα χρόνια της διαμάχης, που ξεκίνησε το 1991, όταν το Μιγκίνγκο ήταν ακόμα καλυμμένο με πουλιά, φίδια και ζιζάνια, η αστυνομία της Ουγκάντα, Κενυάτες πεζοναύτες και ατρόμητοι ψαράδες επιχείρησαν να στήσουν σκηνές, να χτίσουν καλύβες και να υψώσουν τις εθνικές τους σημαίες εδώ, λόγω της εγγύτητας του νησιού σε βαθιά νερά που ευνοούσαν την αλιεία.
Καθώς η ζήτηση για τη μεγάλη πέρκα του Νείλου εκτοξεύθηκε, η οποία έχει εξελιχθεί σε εξαγωγές πολλών εκατομμυρίων δολαρίων σήμερα, το ίδιο συνέβη και με τον πληθυσμό του νησιού, παρά τη συνεχιζόμενη διαμάχη για την εθνικότητά του. Οι ψαράδες που έρχονταν με βάρκες από την Κένυα χρειάζονταν δύο ώρες για να φτάσουν, σύμφωνα με το Al Jazeera, ενώ εκείνοι από την Ουγκάντα χρειάζονταν δεκαοκτώ, κάτι που τα έλεγε όλα για μερικούς. Από την άλλη, τα βαθιά και πολυπόθητα νερά όπου τα ψάρια είναι άφθονα βρισκόταν εντός των υδάτων της Ουγκάντα, υποστηρίζοντας τους αντίθετους ισχυρισμούς.
Τελικά, επιτεύχθηκε συμφωνία και οι ψαράδες και από τις δύο χώρες αφέθηκαν να κατοικήσουν το νησί για να ψαρεύουν, αν και οι έρευνες κατέληξαν, όπως τελικά παραδέχτηκε η Ουγκάντα, ότι το Μιγκίνγκο ανήκει στην Κένυα. Μια κοινή επιτροπή (και το Google Maps) προσέφερε άφθονες αποδείξεις για αυτό. Το νησί βρίσκεται 510 μέτρα σε κενυάτικο έδαφος.
Το 2009, οι κάτοικοι του νησιού ήταν 130. Σήμερα, σύμφωνα με αναφορές, ξεπερνούν τους 1.000, αριθμός που καθιστά το Μιγκίνγκο ένα από τα πιο πυκνοκατοικημένα νησιά της Γης.





Η ζωή σε ένα μικρό, πολυσύχναστο νησί-σταυροδρόμι σημαίνει ότι άνθρωποι κάθε είδους συνυπάρχουν με κάθε τρόπο. Τον Ιανουάριο, ο σκηνοθέτης Τζο Χαττάμπ, που ζει στο Ντουμπάι, επισκέφθηκε το Μιγκίνγκο και ανακάλυψε ένα μείγμα κυρίως από Κένυα και Ουγκάντα, αλλά και από Τανζανία και Κονγκό.
Σε μια περιοχή όπου η δικαιοδοσία αμφισβητείται, η κοινότητα γράφει τους δικούς της νόμους, οι άνθρωποι συγκεντρώνονται, αναμειγνύονται και ζουν αρμονικά. «Είμαστε όλοι Αφρικανοί», λέει ένας τοπικός αξιωματούχος στον Χαττάμπ, στην ταινία του. «Είναι οι καλύτεροι φίλοι μου».




Το πνεύμα της επιχειρηματικότητας ανθίζει στο Μιγκίνγκο. Μέσα στο πλέγμα από μεταλλικά φύλλα που καλύπτει τον βράχο, υπάρχουν σούπερ μάρκετ, φαρμακείο, μπαρ, οίκοι ανοχής, ένα αυτοσχέδιο υπαίθριο καζίνο, κουρεία και ζυγαριές για τους ψαράδες. Σύμφωνα με πληροφορίες, όλοι όσοι ζουν εδώ έχουν τη δική τους επιχείρηση.
Ο Ντάνιελ Ομπάντα διατηρούσε κουρείο και σταθμό φόρτισης κινητών τηλεφώνων για αρκετά χρόνια.
«Μου αρέσει να ζω στο Μιγκίνγκο», είπε στο Al Jazeera. «Χάρη στους πολλούς πελάτες που έρχονται όχι μόνο από την Κένυα, αλλά και από την Ουγκάντα και την Τανζανία, υπάρχει πολλή δουλειά και βγάζω πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι στην ηπειρωτική χώρα». Σύμφωνα με τον ko Χατtάμπ, ένα από τα πλεονεκτήματα του νησιού για τους κατοίκους του είναι ότι δεν απαιτείται βίζα για να ζήσει κανείς εδώ.






Ο Έντισον Ούμα, ένας ψαράς από την Ουγκάντα, ζει εδώ για πάνω από μισή δεκαετία, αλλά λόγω της μακράς διαδρομής με βάρκα για να επιστρέψει στο σπίτι του, μπορεί να επισκέπτεται την οικογένειά του μόνο δύο φορές το χρόνο. «Δεν έχουμε δουλειά. Γι’ αυτό ψαρεύουμε», είπε ο Ούμα το 2019, προσθέτοντας ότι πληρώνει μερικά ψάρια ως «φόρο προστασίας» στην αστυνομία της Ουγκάντα που περιπολεί στα νερά. Από το 2004, τόσο η αστυνομία όσο και οι πεζοναύτες έχουν αναπτυχθεί για να προστατεύουν τους ψαράδες από τους πειρατές, οι οποίοι, όπως ανέφερε ο Χαττάμπ, συνεχίζουν να τους καταδιώκουν μέχρι σήμερα.


Οι αξιωματούχοι αποτελούν αγκάθι στο πλευρό ορισμένων ψαράδων. Το 2019, ο Κέννεντυ Οτσιένγκ από την Κένυα είδε το αλίευμά του, που ανερχόταν σε σχεδόν 317 κιλά πέρκας του Νείλου, μαζί με τα καύσιμα και τα δολώματά του, να κατάσχονται από την αστυνομία της Ουγκάντα, αφού κατηγορήθηκε για αλιεία στα ύδατα της Ουγκάντα, σύμφωνα με το Al Jazeera. Τα τελευταία χρόνια, συμφωνίες έχουν καταστείλει μέρος της διαμάχης, επιτρέποντας και στις δύο πλευρές να αλιεύουν στα ύδατα της Ουγκάντα, σύμφωνα με το France 24, αν και η απομάκρυνση από την ακτή μπορεί ακόμα να οδηγήσει σε κατάσχεση των αλιευμάτων.
Άλλοι που επωφελούνται από τα κέρδη είναι οι ναυλωτές σκαφών, οι οποίοι αποκομίζουν μεγάλα κέρδη χρεώνοντας στους ψαράδες που δεν διαθέτουν σκάφη τα οκτώ δέκατα των αλιευμάτων τους για τη χρήση των σκαφών τους, σύμφωνα με το Al Jazeera.