«Το μεγαλύτερο πράγμα στον κόσμο για έναν άνθρωπο είναι να γνωρίζει ότι είναι ο εαυτός του», έγραψε ο Μισέλ ντε Μοντέν. Καταβεβλημένος από την ασθένεια, ο Γάλλος ευγενής αποφάσισε να ξεκινήσει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Αυτό που ξεκίνησε ως μια προσπάθεια να βρει ανακούφιση από τον σωματικό πόνο, εξελίχθηκε σε μια βαθιά στοχαστική αναζήτηση για τη ζωή, που δείχνει στους αναγνώστες πώς τα ταξίδια μπορούν να διευρύνουν τον νου.
Μια διαφορετική εκπαίδευση
Ο Μισέλ ντε Μονταίν (Michel de Montaigne, 1533–1592) γεννήθηκε σε ένα κάστρο στη Γκυγιέν, Γαλλία. Προερχόταν από μια πλούσια οικογένεια που είχε αναγορευτεί ευγενής δύο γενιές πριν από τη γέννησή του. Ο πατέρας του εφάρμοσε ένα ασυνήθιστο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, στο οποίο ο Μονταίν συχνά αναφερόταν στα γραπτά του. Όταν ήταν μωρό, τον έστειλαν σε ένα αγροτόσπιτο για να ζήσει με μια οικογένεια αγροτών για τρία χρόνια, όπου καλλιέργησε τη γνώση και την κατανόηση για τις συνθήκες ζωής των κατώτερων τάξεων, τις οποίες αργότερα υπηρέτησε ως κυβερνητικός αξιωματούχος.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι, ο πατέρας του θέλησε να διδαχθεί τα λατινικά ως πρώτη γλώσσα. Προσέλαβε υπηρέτες που γνώριζαν καλά λατινικά και φρόντισε ο Μονταίν να χρησιμοποιεί την κλασική γλώσσα για να διαβάζει, να μιλάει και να γράφει. Τελικά, επέστρεψε σε έναν πιο παραδοσιακό δρόμο και οι επίσημες σπουδές του ολοκληρώθηκαν με ειδίκευση στο δίκαιο.
Σε ηλικία 21 ετών, ο έξυπνος και εύγλωττος νεαρός διορίστηκε σύμβουλος στο Μπορντώ, όπου χρησιμοποίησε τις γνώσεις του στον τομέα του δικαίου για να αναρριχηθεί στη διοικητική ιεραρχία. Λίγα χρόνια αργότερα, έγινε αυλικός του βασιλιά Καρόλου ΙΘ΄. Οι εμπνευσμένες πολιτικές και στρατιωτικές συμβουλές του του χάρισαν τον τίτλο του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ, την υψηλότερη τιμητική διάκριση της γαλλικής αριστοκρατίας.
Ο πρώτος σύγχρονος άνθρωπος
Η λαμπρή κυβερνητική καριέρα του Μονταίν διήρκεσε 15 χρόνια. Επέστρεψε στην πολιτική αργότερα στη ζωή του, αλλά τα πράγματα άλλαξαν εντελώς το 1570. Μετά από ένα ατύχημα που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του και τον πολύ πρόωρο θάνατο του πρώτου του παιδιού, ο άλλοτε κοινωνικός αυλικός αποσύρθηκε από τον κόσμο.
Αποσύρθηκε στον πύργο του κάστρου του, όπου διάβαζε και έγραφε σε σιωπή, ανάμεσα σε χιλιάδες βιβλία και πίνακες ζωγραφικής.
Εκεί συνέθεσε τα «Δοκίμια», ένα πρωτοποριακό μείγμα προσωπικών σκέψεων, φιλοσοφικών αναζητήσεων και λογοτεχνικής κριτικής, του οποίου ο ενδοσκοπικός χαρακτήρας τού χάρισε τον τίτλο του «πρώτου σύγχρονου ανθρώπου».
Τα δοκίμια του Μονταίν μοιάζουν με τις αυτοβιογραφικές «Εξομολογήσεις» του καθολικού επισκόπου Αυγουστίνου του Ιππώνος (354 μ.Χ.–430 μ.Χ.). Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Αυγουστίνο, τα γραπτά του Μονταίν δεν αφορούσαν ρητά τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Ο Γάλλος ευγενής ήταν αφοσιωμένος καθολικός και διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο ως ειρηνευτικός μεσολαβητής μεταξύ του καθολικού βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου Γ΄ και του προτεστάντη βασιλιά Ερρίκου της Ναβάρρας κατά τη διάρκεια του αιματηρού θρησκευτικού πολέμου της Γαλλίας, που διήρκεσε 38 χρόνια.
Ωστόσο, οι λογοτεχνικοί του στόχοι δεν ήταν θρησκευτικοί. Αντί να επιζητά να αποδείξει μια δοξασία ή να προσπαθεί να πείσει τους αναγνώστες για ένα σύνολο πεποιθήσεων, ο Μονταίν ήθελε να δοκιμάσει και να ‘παίξει’ με τις ιδέες, ειδικά όσον αφορά τον εαυτό του. Ο προσωρινός χαρακτήρας του έργου του περιέχεται στον τίτλο του: στα γαλλικά, «essais» σημαίνει «απόπειρες».
Όπως έγραψε σε ένα πρόλογο προς τους αναγνώστες, «είναι ο εαυτός μου που σκιαγραφώ. Εδώ, παρμένα από τη ζωή, θα διαβάσετε για τα ελαττώματά μου και τη φυσική μου μορφή».
Αναρωτιόταν τι σημαίνει να είσαι ευτυχισμένος, να νιώθεις θλίψη και να μιμείσαι τα μεγάλα πρότυπα που έζησαν σε διαφορετικές ιστορικές εποχές. Προσπάθησε να παρατηρήσει τις συνέπειες του φόβου και του θυμού στη συμπεριφορά του, χρησιμοποίησε παραδείγματα από τη δική του εκπαίδευση για να επικρίνει τα σχολεία που προτιμούσαν τη θεωρία από την πράξη και συλλογίστηκε τη σχέση μεταξύ λογοτεχνικού ύφους και προσωπικότητας. Οι σοβαρές αναζητήσεις του δεν τον εμπόδισαν να γράφει περιστασιακά για πιο ασήμαντα θέματα, όπως οι άμαξες και οι σωματικές οσμές.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1592, ο Μονταίν πέθανε στο κάστρο του από λοίμωξη των αμυγδαλών – ένα τραγικό τέλος για κάποιον που πίστευε ότι «το πιο γόνιμο και φυσικό παιχνίδι του νου είναι η συζήτηση».

Σε αναζήτηση θεραπείας
Πολλές από τις παρατηρήσεις στα «Δοκίμια» προέρχονται από την εμπειρία του Μονταίν με την ασθένεια και τις προσπάθειές του να βρει θεραπεία. Το 1580, έφυγε από το σπίτι του αναζητώντας θεραπεία για τις πέτρες στα νεφρά, μια πάθηση που ήταν κληρονομική στην οικογένειά του. Παρά τον πλούτο του και την πρόσβαση σε υπερσύγχρονους πόρους, ο Γάλλος αρνήθηκε να συμβουλευτεί γιατρούς. Πίστευε ότι τα ταξίδια θα τον θεράπευαν, οπότε ξεκίνησε μια διετή περιήγηση στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία και την Ιταλία.
Αυτό που ξεκίνησε ως ένα ταξίδι για την ανακούφιση μιας σωματικής ασθένειας, γρήγορα μετατράπηκε σε μια πνευματική εξερεύνηση των κανόνων και των εθίμων της Ευρώπης του 16ου αιώνα. Ο Μονταίν σημείωνε τις γεωγραφικές διαφορές και αναρωτιόνταν για την επίδρασή τους στα τοπικά ήθη. Διερεύνησε τα πολιτιστικά πρότυπα και τις νομικές διαδικασίες των πόλεων που επισκέφθηκε, αναρωτώμενος κατά πόσον βοηθούσαν τους πολίτες να ευημερούν. Το ταξιδιωτικό του ημερολόγιο αποκαλύπτει ένα μυαλό που προσπαθεί να κατανοήσει το ξένο.

Μερικούς μήνες μετά την έναρξη του ταξιδιού του, ο Μονταίν σταμάτησε στην αυστριακή ορεινή πόλη Κέμπτεν, η οποία ήταν «όμορφη, πολυάνθρωπη και με πολλά καλά καταλύματα». Τον ενοχλούσε όμως η συνήθεια των ντόπιων να μην ζεσταίνουν «τα σεντόνια τους πριν πάνε για ύπνο ούτε τα ρούχα τους πριν σηκωθούν» σε ένα τόσο κρύο κλίμα.
Παρόλα αυτά, επαίνεσε τη φιλοξενία των πανδοχέων, οι οποίοι αντιστάθμιζαν τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης με μια φιλικότητα που σπάνια είχε δει στη γενέτειρά του, τη Γαλλία, αν και φρόντισε να μην γενικεύσει, σημειώνοντας τη «βαρβαρική γερμανική αλαζονεία» που συνάντησε σε μια περίπτωση.
Πράγματι, ο Μονταίν δεν δίσταζε να εκφέρει σκληρές κρίσεις για ό,τι θεωρούσε οπισθοδρομικό, είτε ήταν γαλλικό, γερμανικό ή οτιδήποτε άλλο. Στη Ρώμη, καταδίκασε την αναποτελεσματικότητα και την αυθαιρεσία των δικαστικών διαδικασιών, που υπονόμευαν επικίνδυνα τη δικαιοσύνη με τη γραφειοκρατία. Ωστόσο, αναγνώριζε ότι η καταδίκη του ξένου και ο έπαινος του οικείου γίνονται δυνατά και χρήσιμα μόνο όταν και το ξένο έχει γίνει κάπως οικείο.
Μία από τις μακρύτερες διαμονές του ήταν στη Λούκκα, μια πόλη κοντά στη Φλωρεντία που είναι ακόμα γνωστή για τις ιαματικές πηγές της, που χρονολογούνται από την αρχαία Ρώμη. Έμεινε 74 ημέρες τις οποίες αφιέρωσε σε πολύωρα μπάνια σε λουτρά και φυσικές πισίνες. Οι λεπτομερείς περιγραφές της καθημερινότητας του και των συνεπειών των ιαματικών λουτρών στους νεφρικούς λίθους του υποδηλώνουν ότι τα λουτρά είχαν θετική επίδραση. Καταγράφει επίσης την ημερήσια πρόσληψη νερού, τα γεύματά του και τη διάρκεια του ύπνου του, προσφέροντας στους αναγνώστες ένα λεπτομερές ιατρικό εγχειρίδιο.

Αυτή η ιδιαίτερα αναζωογονητική περίοδος ενισχύθηκε από τις συναναστροφές με τους εγκάρδιους και χαρούμενους ντόπιους. Αν και οι κάτοικοι της Λούκκα φαινόταν πολύ πιο απλοί και φτωχοί από τους Γάλλους συμπατριώτες του Μονταίν, ο ίδιος βρήκε την απλότητά τους αναζωογονητική: «Ήταν ένα σπάνιο και γοητευτικό θέαμα για εμάς τους Γάλλους να βλέπουμε αυτούς τους όμορφους χωρικούς να χορεύουν τόσο καλά με τα ρούχα των ευγενών». Όπως έγραψε χρόνια μετά από την παραμονή του στη Λούκκα, «το πιο εμφανές σημάδι της σοφίας είναι η συνεχής χαρά».
Ανοίγοντας τα μάτια του στην πολυπλοκότητα
Ο Μονταίν έδειξε μια ευρύτητα πνεύματος ασυνήθιστη για την εποχή του. Ζούσε σε μια εποχή όπου η γνώση των ξένων πολιτισμών ήταν πολύ περιορισμένη και συχνά αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Ήταν επίσης πολύ τακτικός και σχολαστικός, δύο χαρακτηριστικά που συνήθως κάνουν τους ανθρώπους να αποφεύγουν τις νέες εμπειρίες. Ωστόσο, καθοδηγούμενος από την πνευματική περιέργεια, αγκάλιαζε το άγνωστο σε κάθε του βήμα.
Όπως σημείωσε αργότερα σε ένα δοκίμιο του για την εκπαίδευση, ο σκοπός του ταξιδιού είναι «να μπορεί κανείς να δώσει μια περιγραφή των ιδιοσυγκρασιών, των ηθών, των εθίμων και των νόμων των εθνών που έχει επισκεφθεί, και να οξύνει και να ακονίσει το πνεύμα του, ερχόμενος σε επαφή με αλλότριο πνεύμα».

Είτε σχολίαζε τα περισσότερο ή λιγότερο φιλόξενα έθιμα των ταβερνών, τις διαδικασίες των τοπικών δικαστηρίων ή την ορθότητα των δημόσιων θρησκευτικών τελετών, ο Γάλλος στοχαστής έδειχνε υποδειγματική ευαισθησία στις διαφορές της ανθρώπινης συμπεριφοράς που παρατηρούσε. Αντιμετώπιζε κάθε εμπειρία ως μια ευκαιρία να εμβαθύνει την κατανόησή του για τον κόσμο. Αν και τα ταξίδια δεν θεράπευσαν πλήρως την ασθένεια του, του έδωσαν την ευκαιρία να ασκήσει την ανεκτικότητα και την ταπεινότητα και να ανοίξει τα μάτια του στην πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα.
Του Leo Salvatore