Ο Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ ήταν ερωτευμένος με τη θάλασσα, η οποία ήταν η Μούσα του. Μία μέρα, καθώς βάδιζε στην παραλία της Οδησσού, η θάλασσα τού μίλησε για τον πρώτο ναυτικό της Δύσης, τον πολυμήχανο Οδυσσέα, εμπνέοντάς τον να μελοποιήσει ένα μέρος του ομηρικού έπους. Το αποτέλεσμα ήταν η σύνθεση «Μια σελίδα από τον Όμηρο, Op. 60»
Ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ δεν είναι φυσικά ο μόνος συνθέτης που εμπνεύστηκε από ένα μεγάλο έργο της λογοτεχνίας. Η μουσική ιστορία βρίθει από συνθέσεις που συνδέονται με τη δυτική λογοτεχνική παράδοση. Ο τρόπος με τον οποίο τα κλασικά λογοτεχνικά έργα έχουν μεταφραστεί σε μουσική και συνοδεύονται από μουσική είναι απόδειξη τόσο της ιδιοφυΐας των συνθετών όσο και της αθάνατης δύναμης της λογοτεχνίας.
Από τα αρχαία έπη του Ομήρου, πριν από περισσότερα από 4.000 χρόνια έως τα σύγχρονα έπη του Τόλκιν, η μεγάλη λογοτεχνία συνεχίζει να εμπνέει μουσικές διασκευές και ερμηνείες. Τόσο η μουσική όσο και η λογοτεχνία διαθέτουν την παράξενη και αναντικατάστατη δύναμη της τέχνης: να δημιουργούν κόσμους, να μας επιτρέπουν να ζούμε νέους τρόπους ύπαρξης. Η αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των δύο μορφών τέχνης που χτίζουν κόσμους έχει εμπλουτίσει βαθιά η μία την άλλη κατά τη διάρκεια των αιώνων.
«Μια σελίδα από τον Όμηρο, Op. 60»
Η αρχική ιδέα του Ρίμσκι-Κόρσακοφ ήταν ένα πιο εκτεταμένο έργο. Το 1901, ζήτησε από τον Βλαντίμιρ Μπέλσκυ να γράψει το λιμπρέτο για μία όπερα με τον τίτλο «Ναυσικά».
Ωστόσο, εκείνη την περίοδο, ο Μπέλσκυ ήταν ήδη απορροφημένος από δύο άλλα λιμπρέτα. Έτσι, ο συνθέτης άρχισε να δουλεύει μόνος του ένα «μικρό σκίτσο από την Οδύσσεια», το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει την εισαγωγή της όπερας. Η ιδέα μιας πλήρους όπερας ξεθώριασε με την πάροδο του χρόνου, αλλά το σκίτσο έγινε ένα όμορφο αυτόνομο κομμάτι δώδεκα λεπτών.

Ξεκινά δραματικά, με πομπώδεις συγχορδίες που θυμίζουν τα κύματα της θάλασσας. Αυτές αντισταθμίζονται γρήγορα από νότες που είναι ταυτόχρονα ρομαντικές και φανταστικές. Η αρχική ένταση των χάλκινων πνευστών και οι δραματικές κλιμακώσεις δίνουν σταδιακά τη θέση τους σε ήρεμες γυναικείες φωνητικές αρμονίες, που προσθέτουν ένα άρωμα μυστηρίου και γαλήνης που θυμίζει ηλιόλουστα, παραδεισένια νησιά της Μεσογείου.
«Δον Κιχώτης: Φανταστικές παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα ιπποτικού χαρακτήρα, έργο 35»
Ένα άλλο έργο κλασικής μουσικής με επίκεντρο έναν ηρωικό λογοτεχνικό χαρακτήρα είναι το «Δον Κιχώτης: Φανταστικές παραλλαγές σε ένα θέμα ιπποτικού χαρακτήρα, Op. 35» του Ρίχαρντ Στράους. Ο μοναχικός περιπλανώμενος ιππότης του Μιγκέλ ντε Θερβάντες, που περιπλανιέται στις ισπανικές πεδιάδες αναζητώντας ιπποτικές αποστολές πολύ μετά το τέλος της εποχής της ιπποσύνης, κέντρισε τη φαντασία του δυτικού κόσμου όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1605. Σχεδόν 300 χρόνια αργότερα, εξακολουθούσε να συναρπάζει τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του Γερμανού συνθέτη Ρίχαρντ Στράους.
Το 1897, ο Στράους συνέθεσε ένα «τονικό ποίημα» – ένα ορχηστρικό μουσικό έργο που απεικονίζει το περιεχόμενο ενός ποιήματος ή μυθιστορήματος – βασισμένο στον «Δον Κιχώτη».
Το επεισοδιακό μυθιστόρημα προσφερόταν για μία μουσική ερμηνεία, η οποία, σύμφωνα με τον Στράους, περιελάμβανε περισσότερα από 53 λειτουργικά μοτίβα ή θέματα. Όπως σημείωσε η Μάριαν Ουίλλιαμς Τομπίας για τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ινδιανάπολης, το τονικό ποίημα περιγράφει θαυμάσια την ιστορία, ενώ παράλληλα αποτυπώνει και την ψυχολογική μεταμόρφωση των χαρακτήρων. Η Τομπίας ανέφερε τον μουσικό κριτικό Έρνεστ Νιούμαν, ο οποίος είπε: «Πουθενά εκτός από το έργο του λαμπρού παλιού Μπαχ δεν υπάρχει τέτοιος συνδυασμός ανεξάντλητης δημιουργικής φαντασίας».

Στη σύνθεση, ο Στράους αντιστοιχίζει τα όργανα στους χαρακτήρες. Το σόλο τσέλο (και μερικές φορές το σόλο βιολί) αντιπροσωπεύει θεματικά τον ίδιο τον Δον Κιχώτη. Το κλαρινέτο και η τενόρο τούμπα ενσαρκώνουν τον υπηρέτη του, Σάντσο Πάντσα, ενώ το όμποε εκφράζει την όμορφη αλλά άπιαστη Δουλτσινέα. Οι ήχοι του τσέλου, για παράδειγμα, είναι συχνά τολμηροί, ρέοντες και ρομαντικοί, αντανακλώντας άριστα τον χαρακτήρα του Δον Κιχώτη στο μυθιστόρημα.
Παρόμοια εφευρετικότητα συναντάται και στην Παραλλαγή II, η οποία βασίζεται σε ένα επεισόδιο του μυθιστορήματος, κατά το οποίο ο Δον Κιχώτης βλέπει ένα κοπάδι προβάτων σαν εχθρικό στρατό και του επιτίθεται. Ο Στράους μιμείται τον ήχο των ζώων χρησιμοποιώντας μία ιδιαίτερη τεχνική φυσήματος στα χάλκινα πνευστά, μια από τις πρώτες εκτεταμένες χρήσεις της τεχνικής αυτής που δίνει παράφωνο ήχο.
Όταν ρωτήθηκε ο Στράους, το 1921, ποια από τα τονικά του ποιήματα ήταν τα αγαπημένα του, συμπεριέλαβε το «Δον Κιχώτη» στα τρία πρώτα:
«Αυτά που εκφράζουν πιο καθαρά εμένα και τις απόψεις μου: «Ζαρατούστρα, Δον Κιχώτης και Ντομέστικα.»
«Ουβερτούρα από το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, έργο 21»
Ο Γερμανός συνθέτης Φέλιξ Μέντελσον ήταν ένα παιδί-θαύμα, όπως και ο Μότσαρτ, αρχίζοντας μαθήματα πιάνου σε ηλικία 6 ετών και δίνοντας το πρώτο του κονσέρτο σε ηλικία 9 ετών.
Σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο Μέντελσον συνέθεσε μια ουβερτούρα για το έργο του Σαίξπηρ «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας». Σύμφωνα με τα λόγια της μαέστρου Μαρίν Άλσοπ, ο Μέντελσον απελευθέρωσε τη δημιουργική του δύναμη σε αυτό το έργο με εξαιρετικό αποτέλεσμα, «αποτυπώνοντας απόλυτα τη μαγεία και την ελαφρότητα του αιθέριου κόσμου που δημιούργησε ο Σαίξπηρ».
Το έργο του Σαίξπηρ για τους εραστές που χάνονται σε ένα μαγικό δάσος πρέπει να προσέφερε στον νεαρό συνθέτη ευρύ πεδίο για καλλιτεχνική εξερεύνηση και έκφραση. Το έργο του λάμπει από χαρά, ρομαντισμό, μαγεία και βαθιές σκέψεις για την ανθρώπινη κοινωνία, το γάμο και τη φύση, όλα ντυμένα με την εξαιρετική ποίηση του Σαίξπηρ. Ο Μέντελσον εκμεταλλεύτηκε πλήρως αυτό το πλεονέκτημα.
Η ουβερτούρα ξεκινά με τέσσερις μεγαλοπρεπείς συγχορδίες και τους αέρινους ήχους του φλάουτου και των εγχόρδων, που γρήγορα αρχίζουν να χορεύουν με τη σκανταλιάρικη διάθεση των ξωτικών, θυμίζοντας το τρέξιμο των νεράιδων. Σύντομα, το κομμάτι ανοίγει σε έναν πλήρη, χαρούμενο ήχο που αποτελείται από το παιχνίδι μεταξύ των εγχόρδων και των κόρνων. Η ένταση αυξάνεται καθώς προχωρά η ουβερτούρα, αλλά δεν εγκαταλείπει την ανεμελιά που διέπει το έργο, καταλήγοντας σε ένα κωμικό και χαρούμενο φινάλε. Σε όλο το έργο, ο Μέντελσον αναμιγνύει θέματα για την αυλή της Αθήνας, τις νεράιδες, τους εραστές, ακόμη και για τον Νικ Μπόττομ, τον υφαντή. Όπως ο Στράους, ο Μέντελσον χρησιμοποιεί έξυπνη ενορχήστρωση για να μιμηθεί τους ήχους των ζώων – όπως τον γάιδαρο του μαγεμένου Μπόττομ, που τον αποδίδει με ένα «χι-χα» από τα έγχορδα.
«Ο δρόμος συνεχίζεται παντοτινά: Ποιήματα και τραγούδια της Μέσης Γης»
Ο μεγάλος συγγραφέας φαντασίας Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν έγραψε δεκάδες τραγούδια για τα λογοτεχνικά του έργα σχετικά με το φανταστικό βασίλειο της Μέσης Γης, συμπεριλαμβανομένων του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» και του «Χόμπιτ».
Αν και στα βιβλία του υπάρχουν μόνο ως στίχοι, μετά τη δημοσίευση και τη διάδοση των έργων, ορισμένοι μουσικοί έδειξαν ενδιαφέρον για αυτά τα τραγούδια. Ένας από αυτούς ήταν ο Βρετανός συνθέτης, τραγουδιστής και διασκεδαστής Ντόναλντ Σουάν. Σε συνεργασία με τον ίδιο τον Τόλκιν, ο Σουάν μελοποίησε τις μπαλάντες, τα ταξιδιωτικά τραγούδια και τα ποιήματα του Τόλκιν σύμφωνα με την παράδοση της βρετανικής λαϊκής μουσικής.
Δημοσίευσε αυτά τα γραφικά κομμάτια στο βιβλίο The Road Goes Ever On: Poems & Songs of Middle Earth, το οποίο εγκρίθηκε από τον Τόλκιν. Ο ίδιος ο συγγραφέας πρόσθεσε σημειώσεις και σχόλια στο βιβλίο. Όπως εξήγησε ο Στιούαρτ Χέντρικσον στην ηχογράφηση των τραγουδιών, όλα εκτός από ένα προέρχονται από το «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών». Ένα τραγούδι μάλιστα τραγουδιέται στα ελφικά, τη γλώσσα που επινόησε ο Τόλκιν.

Σε όσους έχουν διαμορφώσει μία μουσική εντύπωση για τη Μέση Γη από την αριστουργηματική μουσική επένδυση του Χάουαρντ Σορ για τις κινηματογραφικές μεταφορές του Πήτερ Τζάκσον, οι ερμηνείες του Σουάν μπορεί να φανούν λίγο περίεργες. Κατ’ αρχάς, η ηχογράφηση του Χέντρικσον χρησιμοποιεί πιάνο, το οποίο δεν είναι όργανο που ανήκει στη Μέση Γη. Παρ’ όλα αυτά, τα τραγούδια είναι γοητευτικά και συγκινητικά. Έχουν μια σαφή σύνδεση με αυτό που γνωρίζουμε για τη μεσαιωνική ή ακόμα και την αρχαία μουσική, η οποία συχνά βασίζεται σε σόλο φωνή συνοδευόμενη από λιτή ενορχήστρωση. Σίγουρα, το γεγονός ότι ο ίδιος ο συγγραφέας ενέκρινε αυτές τις ερμηνείες τούς προσδίδει, αναμφίβολα, ένα βαθμό αξιοπιστίας.