“To strive, to seek, to find, and not to yield.”
Με αυτόν τον στίχο κλείνει ο «Οδυσσέας» [Ulysses] του Άλφρεντ, Λόρδου Τέννυσον, έναν από τους πιο γνωστούς και καταξιωμένους στίχους στην ιστορία της αγγλόφωνης ποίησης.
Στο έργο του Άγγλου ποιητή, γραμμένο το 1833, ένα «τέλειο ποίημα» σύμφωνα με τον Τ.Σ. Έλιοτ, έναν δραματικό μονόλογο που χαρακτηρίζεται από την αστραφτερή ευγλωττία του ομηρικού Οδυσσέα, ο ήρωας, έχοντας φτάσει εδώ και καιρό στην πατρίδα του, μαραζώνει άπραγος και ονειρεύεται να ξανοιχτεί και πάλι στον «οίνοπα πόντον».
Σαν τον ίδιο τον ήρωα, το ποίημα μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς, συχνά αντιφατικούς μεταξύ τους, τρόπους. Πολλοί [νομίζουν πως] καταλαβαίνουν γιατί ο Δάντης τοποθετεί τον Οδυσσέα μέσα στις φωτιές της Κόλασης, ως κάποιον που έκανε κακή χρήση του θεϊκού του χαρίσματος στη ρητορική κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου. Άλλοι, πάλι, στο άκουσμα του ποιήματος του Τέννυσον, με ανανεωμένη όρεξη για τη ζωή, εύχονται ολόψυχα να ήταν κι αυτοί σύντροφοι του Οδυσσέα, να τον ακολουθούσαν στο ‘βαθουλό’ καράβι του. Μπορούμε επίσης να αναρωτηθούμε αν αξίζει κανείς ποτέ να μη λυγίζει, αναζητώντας συνεχώς την περιπέτεια και τα ηρωικά κατορθώματα ή μήπως ενίοτε η υποχώρηση είναι μια ενάρετη, σοφή απόφαση. Ή πάλι, μπορούμε να εκλάβουμε το ποίημα σαν μια αλληγορία, σαν τον αποχαιρετισμό του ήρωα στη γεμάτη ζωή που έζησε και την οποία τώρα ετοιμάζεται να αποχαιρετίσει.
Η αρετή του Οδυσσέα
Το ποίημα ξεκινά παρουσιάζοντάς μας μια ζοφερή εικόνα:
Τί αξίζει αν στην ατάραχη γωνιά μου
Σαν οκνός βασιλιάς στέκω στο πλάγι
Γριάς συντρόφισσας, και σωστά μοιράζω
Το δίκιο στους ανθρώπους,
Που τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται,
Και δε με νιώθουν! [1]
Εφόσον η οκνηρία είναι πράγματι μια νοσηρή κατάσταση, μια ‘κόλαση’, δεν μπορούμε παρά να δικαιώσουμε τον Οδυσσέα που θέλει να ξεφύγει από τη μοίρα που του προδιαγράφει ο Δάντης. Μια ζωηρή ψυχή, ένα πνεύμα γρήγορο και αδάμαστο, που παραμένει νέο παρά την ηλικία του κορμιού, χρειάζεται τις προκλήσεις για να διατηρεί τη λάμψη του και να μην θαμπώνει.
Δεν μπορώ να πάψω
Να γυροφέρνω πάντα σε ταξίδια·
Θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Εχάρηκα πολλά, πολλά έχω πάθει
Μοναχός μου ή με όσους μ’ αγαπούσαν
Πότε σε ξένη γη, πότε στα μάκρη
Σκοτεινού πολυκύμαντου πελάγου.
Τ’ όνομά μου εδιαλάλησεν η Φήμη
Κι η αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
Πάντα γρικάει, κι ας έμαθα κι ας είδα
Σε άλλες χώρες πώς ζουν, πώς κυβερνάνε.
Κι εγώ στερνός δεν είμαι, αφού με σέβας
Με δέχτηκαν παντού κι έχω γνωρίσει
Της μάχης το μεθύσι, πολεμώντας
Με τους όμοιους μου μόνο, μες στους κάμπους
Τους βοερούς κι ανεμόδαρτους της Τροίας.
Η ειρήνη δεν αρέσει στον Οδυσσέα τελικά, λέει ο Τέννυσον. Η ανάπαυση είναι βάρος. Η τιμή δεν κερδίζεται φτάνοντας αισίως στο λιμάνι, αλλά συνεχίζοντας το ταξίδι. Η ζωή για τον Οδυσσέα δεν μπορεί να είναι μια στατική ύπαρξη, περιστοιχισμένη από τα ίδια πρόσωπα κάθε μέρα, αναλωμένη σε έργα κατώτερα των ικανοτήτων του. Το πολυμήχανο πνεύμα του νιώθει να «σκουριάζει»…
Είναι άγνωμος ο πόθος που γυρεύει
Να βρει τέλος κι ανάπαψη, σαν όπλο
Που δεν αστράφτει πλια κι απορριγμένο
Σκουριάζει. Όχι, δεν ζει όποιος αναπνέει
Μονάχα. […]
Θα ήμουν δειλός αν ήθελα, για λίγο
Καιρό που ακόμα θα χαρώ τον ήλιο,
Προσεκτικά να ζήσω μετρημένα,
Αφού ο πόθος φλογίζει την ψυχή μου
Ν’ ακλουθήσω τη Γνώση σαν αστέρι
Πέρα απ’ τα ουράνια, εκεί που ο ναός δε φτάνει.
Ο Τέννυσον μας λέει ότι η επιστροφή στην πατρίδα και η επανασύνδεση με την οικογένειά του, αυτά που ολόψυχα ποθούσε τα δέκα χρόνια των πολύπαθων περιπλανήσεών του, δεν ικανοποιούν πια τον βασιλιά της Ιθάκης. Βάζει τον ήρωα να μιλά για τη γυναίκα και τον γιο του με έναν αποστασιοποιημένο τρόπο, παρόλο που ομολογεί την αγάπη και τον θαυμασμό του για τον διάδοχό του:
Το θρόνο μου και το νησί χαρίζω
Τώρα στο γιο μου, τον αγαπημένο
Τηλέμαχο, που ξέρει τη δουλειά του,
Με φρόνηση σιγά σιγά ημερώνει
Τ’ άγριο πλήθος, γλυκότροπα του δείχνει
Εκείνο που ωφελεί και που συμφέρει.
Κι είναι άσπιλος, πιστός στο κοινό χρέος
Και στο στήθος θερμήν αγάπη κρύβει,
Τους θεούς που πιστεύουμε λατρεύει,
Κι εγώ σαν φύγω μένει αυτός. Κι οι δυο μας,
Κάνουμε το έργο που ποθεί η ψυχή μας.
Ο Οδυσσέας δεν είναι ελαφρόμυαλος. Δεν σκέπτεται τη φυγή, παρά γνωρίζοντας ότι ο γιος του είναι άξιος να αναλάβει τις ευθύνες του πατέρα απέναντι στον λαό και τον τόπο. Αυτή η γνώση μοιάζει να ελευθερώνει τον Οδυσσέα, ο οποίος δεν σκιαγραφείται ως ένας ηγεμόνας προσκολλημένος στη θέση του και την εξουσία, αλλά ως ένας φρόνιμος άντρας που αναγνωρίζει ποια είναι η κατάλληλη ώρα να παραδώσει αυτοβούλως τα ηνία στην επόμενη γενιά, στον γιο του που βρίσκεται στην ακμή του και που έχει δείξει ότι το αξίζει.
Μέσω του Οδυσσέα, ο Τέννυσον παραθέτει και τις αρετές ενός καλού ηγεμόνα: να έχει στο μυαλό του και να δουλεύει για το καλό του λαού του, να μπορεί να πείθει και να διοικεί τον λαό με τον καλό τρόπο, να είναι ενάρετος και να σέβεται τους θεούς. Όταν ο διάδοχος πληροί αυτές τις προϋποθέσεις, ο παλιός βασιλιάς μπορεί να έχει εμπιστοσύνη ότι η ευημερία του λαού του είναι εξασφαλισμένη και να αποχωρήσει χωρίς τύψεις.
Κινώντας για μακριά
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του ποιήματος, ο Οδυσσέας απευθύνεται στους παλιούς του συντρόφους, παροτρύνοντάς τους να τον ακολουθήσουν σ’ αυτό το τελευταίο ταξίδι:
Είμαστε γέροι, αλλά δεν απολείπουν
Από τα γερατειά το χρέος κι η δόξα.
Όλα τα κόβει ο θάνατος. Μα τώρα,
Πριν φτάσει, εμείς να κάμουμε μπορούμε
Έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων
Που ακόμη και στους θεούς αντισταθήκαν.
Η ζωή δεν έχει τελειώσει ακόμα. Όσο υπάρχει ανάσα στο κορμί, ο άνθρωπος δεν ελευθερώνεται από το καθήκον του κι από τους κόπους που φέρνουν δόξα. Άλλωστε, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του δεν είναι κοινοί άνθρωποι: αντιστάθηκαν στους θεούς. Τύφλωσαν τον γιο του Ποσειδώνα, σκότωσαν τα βόδια του Ήλιου, αψήφησαν τις συμβουλές του Αιόλου, εγκατέλειψαν δυο θεές… Και παρόλα αυτά, ο Οδυσσέας παρέμεινε ζωντανός – χάρη βέβαια στην εύνοια μιας μεγάλης θεάς, της Αθηνάς.
Σπρώχτε, σύντροφοι, το πλοίο
Στ’ ανοιχτά, και καθίστε στην αράδα
Σαν άξιοι λαμνοκόποι. Εμπρός τραβάτε
Σχίζοντας ρυθμικά το βοερό κύμα,
Αφού η καρδιά μου απόφασιν επήρε
Στη μακρινή χώρα να πάω ν’ αράξω
Πέρα απ’ τη δύση που βυθίζουν τ’ άστρα.
Κι αν δεν μας πνίξει η τρικυμιά, θα πάμε
στα Μακάρια νησιά τον Αχιλλέα
Τον μεγαλόψυχο να ξαναϊδούμε·
Το όραμα του Οδυσσέα τον σπρώχνει δυτικά. Δυτικά, πέρα από τις γνωστές θάλασσες, εκεί όπου βρίσκονται οι Νήσοι των Μακάρων, τον τόπο των ολβίων, δηλαδή των ευτυχισμένων, ηρώων. Ο Πίνδαρος μας λέει ότι εκεί κατοικούν ήρωες με αρχηγό τον Κρόνο και τον Ραδάμανθυ, ότι τις δροσίζουν οι αύρες του Ωκεανού και ότι εκεί φυτρώνουν χρυσά λουλούδια. Πρόκειται για έναν παραδεισένιο τόπο, που είχαν δημιουργήσει οι θεοί για την ανάπαυση των ψυχών των ηρώων και των επιφανών ανδρών, που είχαν πεθάνει αναμάρτητοι μετά την περιπλάνηση της ψυχής τους στον Κάτω και στον Άνω Κόσμο.
Με αυτή την αναφορά, ο ποιητής μας δίνει το έρεισμα να εικάσουμε ότι το καινούριο ταξίδι το οποίο βάζει τον ήρωά του να λαχταρά, προσπαθώντας να ξεσηκώσει τους παλιούς του συντρόφους (οι οποίοι, ας μην ξεχνάμε, σκοτώθηκαν όλοι κατά τη διάρκεια των περιπετειών που είχαν γυρίζοντας από την Τροία – ο Αχιλλέας, στον οποίο γίνεται αναφορά, επίσης σκοτώθηκε στον πόλεμο) είναι πολύ απλά η αναχώρησή του από αυτό τον κόσμο.
Είναι πολύ πιθανό, με την ευστροφία που τον διακρίνει, ο Οδυσσέας να νιώθει πως έχει έρθει η ώρα να αφήσει τη ζωή στον επάνω κόσμο. Όσο νέο κι αν μένει το πνεύμα, το σώμα κάποια στιγμή υποκύπτει. Υπό αυτό το πρίσμα, οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος παίρνουν μια άλλη σημασία. Η γυναίκα του έχει γεράσει, ο ίδιος επίσης, ο γιος του έχει ανδρωθεί και δεν τον έχει ανάγκη, οι άνθρωποι δεν τον καταλαβαίνουν πια, μόνο «τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται». Αυτές οι επίγειες χαρές, όμως, δεν σημαίνουν τίποτα πια για τον άνθρωπο που έχει ζήσει τη ζωή και είναι έτοιμος να ανοίξει πανιά για την επόμενη. Ο Οδυσσέας του Τέννυσον φαίνεται να κοιτάζει πέρα από τον ορίζοντα πια και να μας μιλά για την ύστατη περιπέτεια.
Ορισμένοι μελετητές ερμηνεύουν το ποίημα βάσει του πνεύματος της εποχής του Τέννυσον, ο οποίος έζησε στη βικτωριανή Αγγλία, όπου τα ταξίδια, η περιπέτειες και το ηρωικό πνεύμα θαυμάζονταν. Στον αγγλικό πολιτισμό της εποχής εκείνης, η θάλασσα ταυτιζόταν με την κίνηση και τη ζωή, ακόμα και τη νέα ζωή, την αναγέννηση και τις ανακαλύψεις καινούριων πραγμάτων, αν σκεφτούμε τις νέες ηπείρους που είχαν πρόσφατα αποικηθεί, ενώ αντίθετα, η γη συνδεόταν με την ακινησία και συνεκδοχικά με τον θάνατο.
Από την άλλη, και η θάλασσα συνδέεται έντονα με τον θάνατο: είναι ένα επικίνδυνο στοιχείο, που έχει πολλές φορές προδώσει τους ναυσιπλόους. Η Αγγλία, η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της εποχής, το γνωρίζει καλά αυτό. Τη χρονιά που γράφτηκε το ποίημα, ο Τέννυσον υπέστη την απώλεια του αγαπημένου του φίλου Άρθουρ Χένρι Χάλαμ. «Όλα τα κόβει ο θάνατος», γράφει στον «Οδυσσέα» και δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε ότι πράγματι η αναμέτρηση με τον θάνατο χρειάζεται ηρωισμό και θάρρος.
Κι ίσως για αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά του πολυβασανισμένου Οδυσσέα, που αντιμετώπισε τόσες μάχες με θάρρος και ευστροφία, που δεν ηττήθηκε από τις μακροχρόνιες δυσκολίες και αντιξοότητες, που τα έβαλε ακόμα και με τους θεούς, παρά τη μεγάλη του ευσέβεια, ίσως για αυτά τα στοιχεία, που χρειαζόταν περισσότερο απ’ όλα εκείνη την ώρα ο Άγγλος ποιητής, ‘δανείστηκε’ τον ήρωα του Ομήρου και πήρε δύναμη από το ακατάβλητο πνεύμα του.
Κι αν δυνατοί δεν είμαστε σαν πρώτα
Στα παλιά χρόνια, που δικά μας ήταν
Γη κι ουρανός, είμαστε ακόμη κάτι
Γιατί καρδιά αντρεία δεν αλλάζει
Κι αν ο Καιρός κι η Μοίρα την κουράσει,
Μα στο έργο σταθερή και στον αγώνα
Βαθιά της ζωντανή θέληση μένει
Να προσπαθεί, ν’ αναζητά, να βρίσκει και να μη λυγίζει. [2]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η μετάφραση των στίχων του ποιήματος προέρχεται από το: Alfred Lord Tennyson. χ.χ. “Οδυσσέας”. Μετ. Μαρίνος Σιγούρος. Στο Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία. Τόμος Γ΄. Ξένες Χώρες: Αγγλία-Βουλγαρία. Επιμ. Ρίτα Μπούμη & Νίκος Παππάς. Αθήνα: Διόσκουροι. (πηγή: greek-language.gr)
2. Στους τελευταίους 4 στίχους του ποιήματος πήρα το θάρρος να παραλλάξω τη μετάφραση του κ. Σιγούρου, ώστε να αποδώσω τον τελευταίο στίχο – τον διάσημο στίχο του Τέννυσον – με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα, θυσιάζοντας έστω τον ρυθμό και την ποιητικότητα του μεταφρασμένου έργου.
ΠΗΓΕΣ