Με αυτοπεποίθηση εμφανίστηκε ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πητ Χέγκσεθ, την Πέμπτη, στις Βρυξέλλες, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ θα ανταποκριθούν στην απαίτηση της Ουάσιγκτον για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ. Η δήλωση του Χέγκσεθ πραγματοποιήθηκε λίγο πριν από την έναρξη της συνεδρίασης των υπουργών Άμυνας των χωρών-μελών της συμμαχίας.
«Για να είσαι συμμαχία, χρειάζεται να είσαι περισσότερα από σημαίες. Χρειάζεται να υπάρχει σχηματισμός. Χρειάζεται να είσαι περισσότερα από συνέδρια», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, επισημαίνοντας την ανάγκη να δοθεί ουσιαστικό περιεχόμενο στη στρατιωτική συνεργασία εντός του ΝΑΤΟ.
Η πρόταση των ΗΠΑ – για αύξηση των αμυντικών δαπανών κάθε κράτους-μέλους στο 5% του ΑΕΠ – αποτελεί κομβικής σημασίας αλλαγή, δεδομένου ότι το υφιστάμενο όριο που έχουν δεσμευθεί να τηρούν τα περισσότερα μέλη ανέρχεται στο 2% του ΑΕΠ. Το μέτρο προωθείται από την Ουάσιγκτον με στόχο τη θωράκιση της συλλογικής ασφάλειας, ιδίως σε μία περίοδο διαρκών και πολύπλευρων απειλών κατά της ευρωατλαντικής συμμαχίας.
Η τοποθέτηση του Πητ Χέγκσεθ έρχεται σε μία κομβική συγκυρία, με τις συζητήσεις για το ποσοστό των αμυντικών δαπανών να αποτελούν σημείο τριβής εντός του ΝΑΤΟ τα τελευταία χρόνια. Ορισμένα μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας αλλά και άλλων ευρωπαϊκών κρατών, συχνά εκφράζουν επιφυλάξεις για τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της αύξησης, επικαλούμενα δημοσιονομικούς περιορισμούς.
«Για να υπάρχουν αποτελεσματικές συμμαχίες σε περίοδο διεθνών απειλών, χρειάζεται η ουσιαστική στρατιωτική συνεισφορά όλων, κι όχι μόνο η συμβολική συμμετοχή», υπογράμμισε ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, εστιάζοντας στην αναγκαιότητα πρακτικής ενίσχυσης της επιχειρησιακής ετοιμότητας.
Το ενδεχόμενο γενικευμένης αύξησης των αμυντικών δαπανών απασχολεί έντονα την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και κρατικές ηγεσίες διατυπώνουν ενστάσεις σχετικά με την αναλογία αμυντικών δαπανών προς κοινωνικές ανάγκες, ιδίως σε χώρες που ήδη βιώνουν αυστηρές δημοσιονομικές συνθήκες. Ωστόσο, η προοπτική ενίσχυσης της αποτρεπτικής ικανότητας της συμμαχίας, κυρίως έναντι αναδυόμενων απειλών, φαίνεται να αποτελεί το κύριο επιχείρημα της Ουάσιγκτον.
Οι ΗΠΑ παραδοσιακά διατηρούν τον ρόλο του ηγέτη εντός ΝΑΤΟ, συμβάλλοντας με το μεγαλύτερο ποσοστό στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αλλά και στις στρατιωτικές δυνάμεις. Η θέση Χέγκσεθ καταδεικνύει την πρόθεση της αμερικανικής ηγεσίας να αναδιανείμει το βάρος της συλλογικής άμυνας ανάμεσα στα μέλη.
Η αποδοχή ή απόρριψη της πρότασης για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ έχει πολυδιάστατες συνέπειες. Μια τέτοια απόφαση θα προκαλέσει σοβαρές ανακατατάξεις στα δημόσια οικονομικά των ευρωπαϊκών κρατών-μελών, ενδεχομένως σε βάρος κοινωνικών προγραμμάτων. Την ίδια στιγμή, η υλοποίηση του στόχου αυτού ενδέχεται να ενισχύσει καταλυτικά την αποτρεπτική ισχύ, σε μια συγκυρία κατά την οποία η Ρωσία και άλλες αναθεωρητικές δυνάμεις αυξάνουν την επιθετικότητά τους.
Η πρωτοβουλία του Αμερικανού υπουργού Άμυνας για γενικευμένη αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ στο ΝΑΤΟ, θέτει τα μέλη της συμμαχίας μπροστά σε κρίσιμα διλήμματα και στρατηγικές επιλογές. Η πολιτική, οικονομική και στρατιωτική ισορροπία που θα επιτευχθεί κατά τις επερχόμενες διαβουλεύσεις θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της συλλογικής ασφάλειας στην ευρωατλαντική ζώνη.