Το Πεντάγωνο ανακοίνωσε το βράδυ της Δευτέρας την αποστολή επιπλέον αμυντικών όπλων στην Ουκρανία, εν μέσω του συνεχιζόμενου πολέμου με τη Ρωσία. Σε σχετική ανακοίνωση, το υπουργείο Άμυνας ανέφερε:
«Κατόπιν εντολής του προέδρου Τραμπ, το υπουργείο Άμυνας αποστέλλει επιπρόσθετα αμυντικά όπλα στην Ουκρανία, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι Ουκρανοί μπορούν να προστατεύσουν τους εαυτούς τους όσο εργαζόμαστε για μια διαρκή ειρήνη και τον τερματισμό της αιματοχυσίας. Το πλαίσιο αξιολόγησης στρατιωτικών αποστολών ανά τον κόσμο εκ μέρους του προέδρου εξακολουθεί να ισχύει και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των προτεραιοτήτων της άμυνας ‘Πρώτα η Αμερική’».
Η ανακοίνωση έγινε λίγες ώρες μετά τις δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφων κατά την έναρξη του δείπνου με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, ανέφερε:
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα στείλουν και άλλα όπλα στην Ουκρανία. Πρέπει να το κάνουμε. Πρέπει να μπορούν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Δέχονται σφοδρά χτυπήματα αυτή τη στιγμή. Πάρα πολλοί άνθρωποι σκοτώνονται σε αυτή τη σύγκρουση.»
Ο πρόεδρος διευκρίνισε επίσης ότι τα όπλα που θα παρασχεθούν από τις ΗΠΑ θα είναι κατά κύριο λόγο αμυντικά.
Στις 4 Ιουλίου, σύμφωνα με την Πολεμική Αεροπορία της Ουκρανίας, η χώρα δέχτηκε τη μεγαλύτερη αεροπορική επίθεση από τη Ρωσία μετά την εισβολή του Φεβρουαρίου του 2022. Υπολογίζεται ότι 539 ιρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη Shahed και 11 πύραυλοι στόχευσαν την ουκρανική πρωτεύουσα, το Κίεβο. Η Ρωσία πέτυχε πλήγματα σε οκτώ σημεία με εννέα πυραύλους και εξήντα τρία μη επανδρωμένα, ενώ τα υπόλοιπα αναχαιτίστηκαν. Μετά την επίθεση, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τραμπ, δήλωσε:
«Η ουκρανική αεράμυνα, χάρη στη στήριξη από χώρες-εταίρους, ήταν καθοριστική για να αποτραπεί περαιτέρω καταστροφή κατά τη διάρκεια της επίθεσης.»
Την ίδια ημέρα, ο Τραμπ δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Η Ουκρανία χρειάζεται συστήματα Patriot για την αυτοάμυνά της».
Δεν αναφέρθηκε εκ νέου στα συστήματα Patriot στις δηλώσεις του στις 7 Ιουλίου. Η Ουκρανία έχει ζητήσει επανειλημμένα από την Ουάσιγκτον να της παραχωρήσει περισσότερα συστήματα και πυραύλους Patriot, τα οποία θεωρεί απαραίτητα για την προστασία των πόλεών της από εντεινόμενες ρωσικές αεροπορικές επιδρομές.
Στις 2 Ιουλίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέστειλαν την αποστολή ορισμένων όπλων στην Ουκρανία, στο πλαίσιο επανεξέτασης δυνατοτήτων του Πενταγώνου για να διασφαλιστεί ότι η στρατιωτική βοήθεια συνάδει με τις αμερικανικές αμυντικές προτεραιότητες. Η απόφαση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από το Κίεβο, πως τυχόν καθυστερήσεις θα αποδυναμώσουν την ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει ρωσικά χτυπήματα και προελάσεις στο μέτωπο.
Η Γερμανία ανακοίνωσε ότι βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την αγορά συστημάτων αεράμυνας Patriot υπέρ της Ουκρανίας, για την κάλυψη των αναγκών της. Ο Ζελένσκι επεσήμανε επίσης στις 4 Ιουλίου:
«Συμφωνήσαμε με τις Ηνωμένες Πολιτείες να εργαστούμε για την ενίσχυση της ικανότητας του Κιέβου να προστατεύει τον εναέριο χώρο του από ρωσικές επιθέσεις.»
Ο Ουκρανός πρόεδρος πρόσθεσε ότι στη συνομιλία του με τον Τραμπ συζητήθηκαν η κοινή αμυντική παραγωγή, νέες αγορές και επενδύσεις. Την προηγουμένη, ο Τραμπ είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, μετά την οποία ο Αμερικανός ηγέτης σχολίασε: «Δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος στον διάλογο μας».
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του, ο Τραμπ έχει εκφράσει την επιθυμία να διαμεσολαβήσει για ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, αλλά τα τελευταία 24ωρα δηλώνει πως δεν θεωρεί πλέον ότι η πρόθεση του Πούτιν για ειρήνη δεν είναι ειλικρινής.
Σε συνέντευξή του στη ουγγρική εφημερίδα Magyar Nemzet, που δημοσιεύτηκε στις 7 Ιουλίου, ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, επανέλαβε τη θέση του Κρεμλίνου αναφορικά με τους όρους για οποιαδήποτε ειρηνευτική λύση:
«Οι απαιτήσεις της Ρωσίας παραμένουν ίδιες και περιλαμβάνουν τον αφοπλισμό της Ουκρανίας, την αλλαγή καθεστώτος –την οποία η Μόσχα αποκαλεί ‘αποναζιστικοποίηση’ – και την άρση των απειλών προς τη Ρωσία από τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τις φερόμενες διακρίσεις κατά των ρωσόφωνων στην Ουκρανία.»
Ο Λαβρόφ τόνισε ότι αυτές είναι, κατά τη Ρωσία, οι βαθύτερες αιτίες της σύγκρουσης. Απαίτησε ακόμα την αναγνώριση της προσάρτησης ουκρανικών εδαφών, την άρση των κυρώσεων και το ξεπάγωμα ρωσικών περιουσιακών στοιχείων.
Το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου, δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον, εκτίμησε ότι το Κρεμλίνο παραμένει αδιάφορο απέναντι σε καλόπιστες διαπραγματεύσεις ειρήνης ή σε οποιαδήποτε διευθέτηση που δεν ικανοποιεί απόλυτα τις απαιτήσεις του.
Εν τω μεταξύ, στις 3 Ιουλίου, σε συνάντησή της στις Βρυξέλλες με τον Κινέζο υπουργό Εξωτερικών Ουάνγκ Γι, η ύπατη εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής Κάγια Κάλλας επεσήμανε τη σοβαρή απειλή που αντιπροσωπεύει για την ευρωπαϊκή ασφάλεια η στήριξη κινεζικών εταιρειών στον παράνομο πόλεμο της Ρωσίας, δηλώνοντας:
«Το Πεκίνο θα πρέπει άμεσα να σταματήσει κάθε υλική υποστήριξη που διατηρεί το ρωσικό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και να στηρίξει πλήρη, άνευ όρων κατάπαυση του πυρός και δίκαιη, διαρκή ειρήνη στην Ουκρανία, στη βάση του απόλυτου σεβασμού του Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.»