Για δεκαετίες, λεγόταν στους ανθρώπους ότι η θλίψη τους οφείλεται σε μια «χημική ανισορροπία» – ένα διορθώσιμο σφάλμα, όπως η έλλειψη ινσουλίνης στους ανθρώπους με διαβήτη τύπου 1.
Η θεωρία της «χημικής ανισορροπίας» διαμόρφωσε την κυρίαρχη προσέγγιση στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης, οδηγώντας σε μαζικές συνταγογραφήσεις αντικαταθλιπτικών. Ωστόσο, ο ψυχίατρος και πρώην ιατρικός λειτουργός της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, Δρ Τζόσεφ Βιτ-Ντέρρινγκ (Dr. Josef Witt-Doerring) υποστηρίζει ότι η εν λόγω θεωρία, η οποία έγινε δημοφιλής τη δεκαετία του 1950, ποτέ δεν αποδείχθηκε επιστημονικά και στερείται ουσιαστικής τεκμηρίωσης.
Σε πρόσφατο επεισόδιο της εκπομπής American Thought Leaders, ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ δήλωσε στον παρουσιαστή Γιαν Γεκιέλεκ ότι η εμμονή στη θεωρία της χημικής ανισορροπίας οδηγεί σε υπερσυνταγογράφηση, συχνά με χειρότερα – όχι καλύτερα – αποτελέσματα για τους ασθενείς, και ότι ο τρόπος συνταγογράφησης των αντικαταθλιπτικών χρειάζεται ριζική αναθεώρηση.
Η προέλευση της θεωρίας της χημικής ανισορροπίας
Η θεωρία της χημικής ανισορροπίας γεννήθηκε όταν οι γιατροί παρατήρησαν ότι ένα φάρμακο κατά της φυματίωσης, η ιπρονιαζίδη, φαινόταν να δίνει ενέργεια και να βελτιώνει τη διάθεση των ασθενών. Οι ψυχίατροι δοκίμασαν το φάρμακο και σε άτομα με κατάθλιψη, διαπιστώνοντας παρόμοια βελτίωση.
Η ιπρονιαζίδη παρεμπόδιζε τη διάσπαση των νευροδιαβιβαστών – χημικών ουσιών όπως η σεροτονίνη, η νοραδρεναλίνη και η ντοπαμίνη – αυξάνοντας έτσι τα επίπεδά τους στον εγκέφαλο. Οι ερευνητές υπέθεσαν, βάσει αυτής της παρατήρησης, ότι η κατάθλιψη προκαλείται από έλλειψη αυτών των χημικών.
Η ιδέα αυτή έφερε επανάσταση στην ψυχιατρική, παρέχοντας μια βιολογική εξήγηση για τον συναισθηματικό πόνο και ανοίγοντας τον δρόμο για τη μαζική χρήση αντικαταθλιπτικών. Για δεκαετίες, η θεωρία αυτή κυριάρχησε τόσο στην ιατρική πρακτική όσο και στην κοινή αντίληψη.
Ωστόσο, αν και άρχισε να θεωρείται επιστημονικό δεδομένο, τίθεται τώρα υπό αμφισβήτηση, καθώς νεότερα ευρήματα αμφισβητούν την προσέγγιση της χημικής ανισορροπίας, σύμφωνα με τον Δρα Βιτ-Ντέρρινγκ.
Μια συστηματική ανασκόπηση του 2022, που δημοσιεύτηκε στο Molecular Psychiatry, δεν βρήκε συνεπή στοιχεία που να συνδέουν χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης με την κατάθλιψη. Επιρόσθετες μελέτες δεν κατάφεραν να εντοπίσουν αξιόπιστες διαφορές στα επίπεδα νευροδιαβιβαστών ανάμεσα σε άτομα με και χωρίς κατάθλιψη.
Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ υπογράμμισε ότι «δεν υπάρχει τρόπος να διακριθούν οι καταθλιπτικοί ασθενείς από όσους δεν είναι καταθλιπτικοί χρησιμοποιώντας αντικειμενικούς δείκτες». Γι’ αυτό, όπως είπε, οι ψυχίατροι δεν κάνουν αιματολογικές εξετάσεις ή εγκεφαλικές απεικονίσεις, αλλά βασίζονται ουσιαστικά σε ερωτηματολόγια και λίστες συμπτωμάτων.
Τι ακριβώς κάνουν τα αντικαταθλιπτικά
Σύμφωνα με τον Δρα Βιτ-Ντέρρινγκ, τα αντικαταθλιπτικά δεν διορθώνουν κάποια βλάβη, αλλά προκαλούν ένα προβλέψιμο φαρμακολογικό αποτέλεσμα. Για την πιο κοινή κατηγορία – τους εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) – το αποτέλεσμα αυτό συχνά είναι η συναισθηματική απονέκρωση ή μούδιασμα.
Οι SSRIs αυξάνουν την ποσότητα της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, μιας ουσίας που ρυθμίζει τη διάθεση και τα συναισθήματα. Κανονικά, αφού η σεροτονίνη «παραδώσει το μήνυμα» της, επαναπροσλαμβάνεται από το κύτταρο που την απελευθέρωσε. Οι SSRIs επιβραδύνουν αυτή τη διαδικασία, αφήνοντας περισσότερη σεροτονίνη ενεργή για λίγο περισσότερο.
Αυτό μπορεί να εξομαλύνει τη διάθεση και να μειώσει το άγχος ή τη θλίψη, αλλά μπορεί επίσης να προκαλέσει επίπεδη συναισθηματική απόκριση, μειώνοντας τόσο τη χαρά όσο και τη στενοχώρια.
Για ορισμένους ασθενείς, αυτή η συναισθηματική σταθερότητα είναι θεραπευτική· σε άλλους, όμως, εμποδίζει την επεξεργασία βαθύτερων συναισθηματικών θεμάτων, αφήνοντας την αιτία άθικτη.
Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ εξήγησε ότι όταν κάποιος βιώνει έντονο άγχος και λαμβάνει ένα φάρμακο που το «μουδιάζει», νιώθει προσωρινή ανακούφιση. Σε περιπτώσεις αυτοκτονικών σκέψεων, το φάρμακο μπορεί να σώσει τη ζωή του ασθενούς.
Οι κρυφοί κίνδυνοι της μακροχρόνιας χρήσης
Η ανακούφιση που προσφέρουν τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να έχει κόστος. Με την πάροδο του χρόνου, ο οργανισμός προσαρμόζεται στο φάρμακο, με αποτέλεσμα τη μείωση της αποτελεσματικότητάς του.
Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ εξήγησε ότι οι ασθενείς συχνά «αναπτύσσουν αντοχή», με αποτέλεσμα να χρειάζονται αυξημένες δόσεις, μέχρι που φτάνουν στο μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο – χωρίς ουσιαστική βελτίωση.
Για να αντισταθμιστεί αυτό, προστίθενται και άλλα φάρμακα – σταθεροποιητές διάθεσης, υπνωτικά – μια πρακτική γνωστή ως πολυφαρμακία. Όμως η συσσώρευση φαρμάκων καλύπτει τα προβλήματα χωρίς να τα λύνει, είπε ο γιατρός, σημειώνοντας ότι έτσι εξηγείται γιατί «πολλοί άνθρωποι λαμβάνουν τέσσερα, πέντε ή έξι φάρμακα ταυτόχρονα».
Η αυξημένη δοσολογία ή ο συνδυασμός φαρμάκων μπορεί να οδηγήσει σε παρενέργειες, όπως διέγερση, παρορμητικότητα ή, σπανίως – ιδίως σε νέους – επιδείνωση αυτοκτονικών σκέψεων. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος σε άτομα κάτω των 25 ετών, γι’ αυτό και τα αντικαταθλιπτικά φέρουν προειδοποίηση του FDA για αυτοκτονικό ιδεασμό.
Στο μεταξύ, τα πραγματικά προβλήματα της ζωής – δύσκολες σχέσεις, επαγγελματικό στρες, ανεπίλυτα τραύματα – παραμένουν ανέγγιχτα.
Οι κίνδυνοι του συνδρόμου στέρησης
Πολλοί αποφασίζουν κάποια στιγμή να σταματήσουν τα αντικαταθλιπτικά, επειδή νιώθουν καλύτερα ή θέλουν να αποφύγουν παρενέργειες. Ωστόσο, η διακοπή μπορεί να είναι δύσκολη – πολλοί βιώνουν συμπτώματα στέρησης, όπως μεταπτώσεις διάθεσης, ζάλη ή ηλεκτρικά «τινάγματα» στον εγκέφαλο.
Έρευνες δείχνουν ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις μακροχρόνιους χρήστες αντικαταθλιπτικών παρουσιάζει συμπτώματα στέρησης που διαρκούν πάνω από τρεις μήνες. Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ εκτιμά ότι 5-10% των ανθρώπων χρειάζονται ιατρική υποστήριξη για να σταματήσουν με ασφάλεια.
Ανέφερε την περίπτωση του φοιτητή και αθλητή Μπράισον Μπερκς [Bryson Burks], ο οποίος είχε λάβει τρία αντικαταθλιπτικά για πόνο ύστερα από τραυματισμό, παρότι δεν έπασχε από κατάθλιψη.
Ο Μπερκς – γνωστός για την ηγετική του προσωπικότητα, τη γενναιοδωρία και τις φιλοδοξίες του – φαινόταν πιο χαρούμενος και δυνατός μετά την ανάρρωσή του από τον τραυματισμό, σύμφωνα με τη μητέρα του. Ωστόσο, όταν του ζητήθηκε να μειώσει σταδιακά τα φάρμακά του, αφαιρώντας ένα χάπι κάθε εβδομάδα, παρουσίασε αιφνίδιες και ακραίες μεταπτώσεις διάθεσης, με αποτέλεσμα την αυτοκτονία του την τέταρτη εβδομάδα, λίγο πριν τα εικοστά του γενέθλια. Η μητέρα του, έκτοτε, μιλά δημόσια για τους κινδύνους που ενέχει η απότομη ή ανεπαρκώς παρακολουθούμενη διακοπή ψυχιατρικών φαρμάκων.
Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ επεσήμανε επίσης ότι, σε σπάνιες αλλά σοβαρές περιπτώσεις, αιφνίδιες αλλαγές στη φαρμακευτική αγωγή έχουν συνδεθεί με έντονη διέγερση ή μανιακή συμπεριφορά. Μερικές γνωστές τραγωδίες έχουν οδηγήσει τους ειδικούς να αναρωτηθούν εάν απότομες μεταβολές στη φαρμακευτική αγωγή ενδέχεται να διαδραματίζουν κάποιον ρόλο σε αυτό.
Μετά από ένοπλη επίθεση σε κινηματογράφο του Κολοράντο το 2012, εντοπίστηκε ότι ο δράστης είχε αλλάξει δόση αντικαταθλιπτικού λίγο πριν το συμβάν. Αν και το δικαστήριο δεν θεώρησε τη φαρμακευτική αλλαγή ως αιτία της βίας, η υπόθεση ανέδειξε την ανάγκη προσεκτικής παρακολούθησης κάθε βήματος προσαρμογής στη θεραπεία.
Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ τόνισε ότι οι περισσότεροι ασθενείς μπορούν να διακόψουν τα φάρμακα με προσωρινή δυσφορία, αλλά μια μικρή μερίδα υποφέρει από σοβαρά, μακροχρόνια συμπτώματα – όπως αϋπνία, εμβοές, νευρική υπερευαισθησία – που μπορεί να διαρκέσουν μήνες ή και χρόνια.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα συμπτώματα συχνά παρερμηνεύονται ως υποτροπή της κατάθλιψης, και οι ασθενείς ξαναρχίζουν τη φαρμακευτική αγωγή, πιστεύοντας ότι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτήν.
Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ αποκαλεί την παρατεταμένη αυτή κατάσταση «επίμονη στέρηση» και τη συγκρίνει με διάσειση, λέγοντας ότι μπορεί να χρειαστούν έως και δύο χρόνια για να ανακάμψει πλήρως το νευρικό σύστημα.
Εμπνευσμένος από τέτοιες περιπτώσεις, ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ δημιούργησε κλινική απεξάρτησης από αντικαταθλιπτικά, όπου βοηθά ασθενείς να διακόψουν τη φαρμακευτική αγωγή με σταδιακή μείωση και υπό στενή παρακολούθηση. Συμβουλεύει όσους σκέφτονται να σταματήσουν τα φάρμακα να το κάνουν πολύ σταδιακά, υπό ιατρική καθοδήγηση, δίνοντας στον εγκέφαλο τον απαραίτητο χρόνο για να προσαρμοστεί.
Επανεξέταση της θεραπείας
Σήμερα, τα περισσότερα ψυχιατρικά φάρμακα συνταγογραφούνται από παθολόγους, γυναικολόγους ή άλλους γιατρούς πρώτης γραμμής, που εργάζονται υπό πίεση χρόνου. Το σύστημα δίνει προτεραιότητα στις γρήγορες λύσεις αντί στην ολιστική θεραπεία.
Ο Δρ Βιτ-Ντέρρινγκ οραματίζεται ένα διαφορετικό μοντέλο: μια πρωτοβάθμια φροντίδα με έμφαση στις πραγματικές αιτίες: στις σχέσεις, στο νόημα της ζωής, στη σωματική υγεία και στη χρήση ουσιών.
Όπως είπε, θα έπρεπε οι γιατροί να παρέχουν ομαδική καθοδήγηση και εκπαίδευση στους ασθενείς γύρω από αυτούς τους τέσσερις πυλώνες, δίνοντάς τους τα εργαλεία να αντιμετωπίσουν τη ρίζα του προβλήματος.
Αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, θα μείωνε την πίεση για συνταγογράφηση και θα πρόσφερε στους ανθρώπους «πραγματικά μέσα για να βελτιώσουν τη ζωή τους».








