Η Νέα Ζηλανδία ανακοίνωσε σημαντική αύξηση των αμυντικών της δαπανών, με στόχο αυτές να ανέλθουν στο 2% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια, σε μια προσπάθεια «να βγει η Αμυντική Δύναμη (NZ Defence Force -NZDF) της χώρας από την εντατική», όπως δήλωσε η υπουργός Άμυνας, Τζούντιθ Κόλινς.
Κατά την παρουσίαση του νέου Σχεδίου Αμυντικών Δυνατοτήτων, η Κόλινς ανέφερε ότι η κυβέρνηση θα δαπανήσει 12 δισ. δολάρια Νέας Ζηλανδίας (περίπου 6,7 δισ. δολάρια ΗΠΑ) την επόμενη τετραετία, εκ των οποίων τα 9 δισ. συνιστούν νέες επενδύσεις.
Επισήμανε ότι το σχέδιο έχει χρονικό ορίζοντα δεκαπέντε ετών, αλλά επικεντρώνεται εσκεμμένα στις κρίσιμες επενδύσεις που απαιτούνται τα επόμενα τέσσερα έτη, ώστε η Αμυντική Δύναμη να μπορέσει να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες παγκόσμιες συνθήκες. Τόνισε επίσης ότι το ποσό αυτό αποτελεί «τη βάση, όχι το ανώτατο όριο».
Το συνολικό ύψος της δαπάνης θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό για τα μεγέθη και τον πληθυσμό της Νέας Ζηλανδίας.
Μεταξύ των μεγαλύτερων επενδύσεων περιλαμβάνεται η αντικατάσταση του στόλου ελικοπτέρων του Πολεμικού Ναυτικού, με εκτιμώμενο κόστος άνω των 2 δισ. δολαρίων, η αγορά νέων τεθωρακισμένων οχημάτων (600 εκατ. έως 1 δισ. δολάρια) και η αντικατάσταση των «γερασμένων» Boeing 757 της Πολεμικής Αεροπορίας (επίσης μεταξύ 600 εκατ. και 1 δισ. δολαρίων).
Πρόγραμμα συντήρησης των φρεγατών HMNZS Te Kaha και Te Mana, κόστους 300 έως 600 εκατ. δολαρίων, προβλέπεται να επεκτείνει τη διάρκεια ζωής τους έως τις αρχές της δεκαετίας του 2030.
Πέραν των παραδοσιακών οπλικών συστημάτων, το σχέδιο περιλαμβάνει επίσης την προμήθεια μη επανδρωμένων φουσκωτών σκαφών, drone και αεροσκαφών μεγάλης εμβέλειας, καθώς και 300 έως 600 εκατ. δολάρια για «διαστημικές δυνατότητες» – δηλαδή πρόσβαση σε επιτήρηση και σε δεδομένα μάχης σε πραγματικό χρόνο, και όχι διαστημικό οπλισμό.
Μέχρι το 2028 προβλέπεται να ιδρυθεί Ακαδημία Πληροφοριακού Πολέμου για την εκπαίδευση του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων σε έναν κόσμο όπου οι συγκρούσεις διεξάγονται τόσο στο φυσικό όσο και στο ψηφιακό πεδίο.

Κεντρικός άξονας του σχεδίου είναι η ενίσχυση της διαλειτουργικότητας με την Αυστραλία. Όπως ανέφερε η Κόλινς, οι δύο χώρες έχουν δεσμευτεί να εκσυγχρονίσουν τη συμμαχία τους και να ενισχύσουν περαιτέρω τη διμερή αμυντική συνεργασία, προκειμένου να δημιουργηθεί μια «πολλαπλασιαστική δύναμη», κάτι που χαρακτήρισε ως την ανάπτυξη μιας «πιο ενοποιημένης ANZAC δύναμης».
Το σχέδιο επαναβεβαιώνει επίσης τη δέσμευση της Νέας Ζηλανδίας για την προστασία των Νήσων Κουκ, της Νίουε και του Τοκελάου.
Στόχος, σύμφωνα με την υπουργό Άμυνας, είναι να καταστεί η NZDF «πιο ικανή για μάχη, με αυξημένη αποτελεσματικότητα και αποτρεπτική ισχύ», κάτι που θεωρείται απαραίτητο σε έναν «εκ φύσεως πιο επικίνδυνο» κόσμο.
Κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον πρωθυπουργό Κρίστοφερ Λάξον για την παρουσίαση του σχεδίου, η Κόλινς και ο Λάξον αρνήθηκαν ότι το σχέδιο στοχεύει κάποια συγκεκριμένη χώρα.
Ωστόσο, όταν της ζητήθηκαν παραδείγματα απειλών, η υπουργός ανέφερε ότι η απόσταση πλέον δεν αποτελεί προστασία για τη Νέα Ζηλανδία – όχι όταν εκτοξεύονται διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι στον Ειρηνικό, ούτε όταν πλοία με τεράστια δύναμη πυρός εισέρχονται στα χωρικά ύδατα της. Και οι δύο περιπτώσεις θεωρείται ότι αναφέρονται σε ενέργειες του Πεκίνου.
Το ίδιο το σχέδιο παραθέτει απειλές για την εθνική ασφάλεια της Νέας Ζηλανδίας, κατονομάζοντας τη Ρωσία για τον «συνεχιζόμενο παράνομο πόλεμο κατά της Ουκρανίας και την κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου». Παράλληλα, περιγράφει την «επιθετική επιδίωξη στρατηγικών στόχων» από την Κίνα ως τον «κύριο παράγοντα στρατηγικού ανταγωνισμού στην Ινδο-Ειρηνική περιοχή».
Το σχέδιο αναφέρει επίσης ότι το Πεκίνο «εξακολουθεί να χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία της κρατικής ισχύος με τρόπους που μπορούν να απειλήσουν τόσο τους διεθνείς κανόνες συμπεριφοράς όσο και την ασφάλεια άλλων κρατών», ενώ εκφράζει ιδιαίτερη ανησυχία για την «ταχεία και αδιαφανή ανάπτυξη των κινεζικών στρατιωτικών δυνατοτήτων».
Η αντικατάσταση των Boeing 757, τα νέα ναυτικά ελικόπτερα και ένα περιπολικό πλοίο για τον Νότιο Ωκεανό είχαν ήδη προταθεί στο σχέδιο δυνατοτήτων του 2019 από την προηγούμενη κυβέρνηση των Εργατικών, η οποία είχε επίσης ανακοινώσει την επέκταση της διάρκειας ζωής των φρεγατών.

Ωστόσο, η υλοποίηση αυτών των στόχων τελεί υπό αμφισβήτηση, καθώς ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, Αντιπτέραρχος Τόνι Ντέιβις, δήλωσε πρόσφατα στα μέσα ενημέρωσης ότι, παρόλο που τα πλοία εξακολουθούν να εκτελούν χρήσιμες αποστολές, αλλά «είναι πλέον εξαντλημένα».
Το σχέδιο δίνει ιδιαίτερη έμφαση και στις επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό των Ενόπλων Δυνάμεων, με κόστος που εκτιμάται μεταξύ 50 και 100 εκατ. δολαρίων.
Απεργία πολιτικού προσωπικού
Ταυτόχρονα, ο σχεδιασμός του NZDF προβλέπει περικοπή 374 θέσεων στο πολιτικό προσωπικό, επιπλέον των 144 θέσεων που καταργήθηκαν πέρυσι μέσω εθελοντικών αποχωρήσεων.
Απαντώντας στην προκήρυξη απεργίας από τους πολιτικούς υπαλλήλους, η Κόλινς ανακοίνωσε στο Κοινοβούλιο ότι ενεργοποιεί τη δυνατότητα να καλύψουν τις θέσεις τους ένστολα μέλη – εξουσία που χαρακτηρίζεται «εξαιρετική» βάσει του Νόμου περί Άμυνας.
Τα ένστολα μέλη δεν έχουν δικαίωμα απεργίας και θα αναλάβουν καθήκοντα ασφαλείας και πυρόσβεσης σε αεροδρόμια κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, καθώς οι πολιτικοί υπάλληλοι διεκδικούν αυξήσεις.
Ο εκπρόσωπος Άμυνας του Εργατικού Κόμματος, Ντέιβιντ Πάρκερ, δήλωσε ότι η κυβέρνηση επέλεξε να μην χρηματοδοτήσει επαρκώς τον αμυντικό προϋπολογισμό και ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν απώλειες περίπου 1.200 ατόμων. Επομένως, κατά την άποψή του, δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι πολιτικοί υπάλληλοι, «όταν τους προσφέρθηκε αύξηση μηδέν, επέλεξαν να προκηρύξουν απεργία». Πρόσθεσε ότι η χρήση αυτής της εξαιρετικής εξουσίας είναι «σπάνια και θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις».
Η Κόλινς απάντησε ότι η απεργία συνιστά «επιχειρησιακό ζήτημα» και δήλωσε ότι έχει «πλήρη εμπιστοσύνη στον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων και στην ηγετική του ομάδα» και αναμένει από αυτούς να «κάνουν τη δουλειά τους».
Η Φλερ Φιτζσίμονς, γενική γραμματέας της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων, κατηγόρησε τον πρωθυπουργό Λάξον για υποκρισία, επειδή ανακοινώνει «τεράστιες επενδύσεις σε εξοπλισμό και τεχνολογία χωρίς καμία αναγνώριση του κρίσιμου ρόλου που διαδραματίζει το πολιτικό προσωπικό στην ετοιμότητα του στρατού».
Αναρωτήθηκε πώς η υπουργός Άμυνας μπορεί να δηλώνει ότι «ο στρατός δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό και τις κατάλληλες συνθήκες» και ταυτόχρονα να μην αναφέρει καθόλου τον ρόλο των πολιτών υπαλλήλων.
Υπογράμμισε ότι το υψηλής εξειδίκευσης πολιτικό προσωπικό της χώρας, συμπεριλαμβανομένων μηχανικών, τεχνικών και ειδικών λογισμικού, είναι απαραίτητο για τη διατήρηση του εξοπλισμού και των συστημάτων σε λειτουργία, προκειμένου οι Ένοπλες Δυνάμεις να μπορούν να ανταποκρίνονται σε απειλές.
Κατέληξε λέγοντας ότι αυτές οι περικοπές δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν ανακοινωθεί πριν από το Σχέδιο Αμυντικών Δυνατοτήτων και ότι «το μόνο που εξυπηρετούν είναι την εικόνα», υπονομεύοντας τον ίδιο τον σκοπό της επένδυσης.
Του Rex Widerstrom