Τρεις ερευνητές που μελέτησαν σε βάθος τη διαδικασία της επιχειρηματικής καινοτομίας τιμήθηκαν τη Δευτέρα με το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας, για το έργο τους που εξηγεί πώς τα νέα προϊόντα και οι εφευρέσεις προωθούν την οικονομική ανάπτυξη και την ανθρώπινη ευημερία, παρότι ταυτόχρονα αφήνουν πίσω τους παλαιότερες επιχειρήσεις.
Το έργο τους αναγνωρίστηκε ως θεμελιώδες για την καλύτερη κατανόηση, από την πλευρά των οικονομολόγων, του τρόπου με τον οποίο οι ιδέες και η τεχνολογία επικρατούν των καθιερωμένων πρακτικών — μια διαδικασία τόσο παλιά όσο και η αντικατάσταση των ιππήλατων αμαξών από τις ατμομηχανές, αλλά και τόσο σύγχρονη όσο το ηλεκτρονικό εμπόριο που οδήγησε στο κλείσιμο εμπορικών κέντρων.
Το βραβείο μοιράστηκαν ο ολλανδικής καταγωγής Τζόελ Μόκυρ (Joel Mokyr), 79 ετών, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Northwestern· ο Φιλίπ Αγκιόν (Philippe Aghion), 69 ετών, που διδάσκει στο Collège de France και στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου· και ο καναδικής καταγωγής Πήτερ Χάουιτ (Peter Howitt), 79 ετών, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Brown.
Πιο σαφής κατανόηση της «δημιουργικής καταστροφής»
Οι νικητές αναγνωρίστηκαν για τη συμβολή τους στην καλύτερη εξήγηση και ποσοτικοποίηση της έννοιας της «δημιουργικής καταστροφής» — μιας κεντρικής ιδέας στην οικονομική θεωρία που περιγράφει τη διαδικασία μέσω της οποίας οι νέες καινοτομίες αντικαθιστούν τις παλαιότερες τεχνολογίες και επιχειρήσεις.
Η έννοια αυτή συνδέεται κυρίως με τον οικονομολόγο Γιόζεφ Σουμπέτερ (Joseph Schumpeter), ο οποίος την παρουσίασε στο έργο του Capitalism, Socialism and Democracy («Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία», 1942), χαρακτηρίζοντάς την ως «το ουσιώδες χαρακτηριστικό του καπιταλισμού».
Η επιτροπή των Νόμπελ επεσήμανε ότι ο Μόκυρ έδειξε πως για να επιτυγχάνονται οι καινοτομίες με έναν αυτοτροφοδοτούμενο τρόπο, δεν αρκεί να γνωρίζουμε ότι κάτι «δουλεύει», αλλά πρέπει να έχουμε και επιστημονικές εξηγήσεις για το «γιατί» λειτουργεί.
Οι Αγκιόν και Χάουιτ μελέτησαν τους μηχανισμούς πίσω από τη διατηρήσιμη ανάπτυξη, παρουσιάζοντας, μεταξύ άλλων, σε άρθρο του 1992, ένα περίπλοκο μαθηματικό μοντέλο για τη δημιουργική καταστροφή, το οποίο εισήγαγε νέες παραμέτρους που δεν υπήρχαν σε προηγούμενα μοντέλα.
Παραδείγματα της δημιουργικής καταστροφής περιλαμβάνουν το ηλεκτρονικό εμπόριο που ανατρέπει το λιανεμπόριο, τις υπηρεσίες ροής που αντικατέστησαν τις βιντεοκασέτες και τα DVD, και τη διαδικτυακή διαφήμιση που υπονόμευσε τις παραδοσιακές διαφημίσεις στις εφημερίδες. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι οι κατασκευαστές μαστιγίων για ιππήλατα κάρα, οι οποίοι εξαφανίστηκαν με την έλευση του αυτοκινήτου.
Η διαδικασία-κλειδί για την ανάπτυξη και την ευημερία
Ο πρόεδρος της επιτροπής του Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών, Τζον Χάσλερ (John Hassler), δήλωσε ότι το έργο των βραβευμένων δείχνει πως η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Επεσήμανε ότι πρέπει να διατηρούνται οι μηχανισμοί που στηρίζουν τη δημιουργική καταστροφή, ώστε να αποφευχθεί η στασιμότητα.
Το μοντέλο των Χάουιτ και Αγκιόν έδειξε επίσης ότι οι αγορές με ελάχιστες κυρίαρχες εταιρείες μπορούν να εμποδίσουν την καινοτομία και την ανάπτυξη — ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και οι αεροπορικές εταιρείες.
Οι ερευνητές υπογράμμισαν τη σημασία της υποστήριξης των ανθρώπων που πλήττονται από τις αλλαγές, τονίζοντας πως είναι απαραίτητο να διευκολύνεται η μετάβαση των εργαζομένων σε πιο παραγωγικούς τομείς, προστατεύοντας τους ίδιους και όχι τις συγκεκριμένες θέσεις εργασίας. Επίσης, τόνισαν τη σημασία της κοινωνικής κινητικότητας, όπου το επάγγελμα ενός ανθρώπου δεν καθορίζεται από την οικογενειακή του προέλευση.
Ο Μόκυρ είναι γνωστός για την αισιοδοξία του σχετικά με την τεχνολογική καινοτομία. Περίπου μια δεκαετία πριν, πολλοί οικονομολόγοι είχαν εκφράσει πιο απαισιόδοξες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι εφευρέσεις όπως τα «έξυπνα» κινητά ή ακόμη και το διαδίκτυο είχαν μικρότερο οικονομικό αντίκτυπο σε σύγκριση με παλαιότερες ανακαλύψεις, όπως το αεροπλάνο ή το αυτοκίνητο.
Ο Μόκυρ αντέτεινε ότι, επειδή πολλές νέες υπηρεσίες είναι είτε φθηνές είτε δωρεάν, η επίδρασή τους δεν αποτυπώνεται στα οικονομικά δεδομένα, αλλά παραμένει τεράστια ως προς τα οφέλη που προσφέρουν.
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 2015 στο Associated Press, είχε αναφέρει ως παράδειγμα το Spotify, το οποίο χαρακτήρισε εντυπωσιακή καινοτομία που οι οικονομολόγοι δυσκολεύονται να μετρήσουν. Είχε σημειώσει ότι κάποτε διέθετε περισσότερα από 1.000 CD και πολλά βινύλια, ενώ πλέον μπορούσε να έχει πρόσβαση σε μια τεράστια μουσική βιβλιοθήκη με μια μικρή μηνιαία συνδρομή.
Παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι οι νέες εφευρέσεις συχνά προκαλούν βραχυπρόθεσμη απώλεια θέσεων εργασίας ή μείωση εισοδημάτων. Όπως εξήγησε, οι καινοτομίες δημιουργούν παράλληλα και απρόβλεπτες νέες ευκαιρίες απασχόλησης.
Η επιτροπή του Νόμπελ υπενθύμισε ότι για μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, η οικονομική στασιμότητα ήταν ο κανόνας. Από τη Βιομηχανική Επανάσταση του 18ου αιώνα και έπειτα, οι ευρωπαϊκές και κατόπιν άλλες οικονομίες άρχισαν να αναπτύσσονται σταθερά.
Το ζήτημα της καινοτομίας και των τρόπων ενίσχυσής της θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμο στην Ευρώπη, όπου, σύμφωνα με έκθεση του πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι (Mario Draghi), η ήπειρος αντιμετωπίζει αυξανόμενο χάσμα παραγωγικότητας έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών στον τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας. Ο Αγκιόν δήλωσε ότι η πρόκληση για την Ευρώπη είναι να μπει στον ρυθμό των ΗΠΑ και της Κίνας, ενισχύοντας την έρευνα και τη χρηματοδότηση επιχειρηματικού κινδύνου που μετατρέπει τις ιδέες σε επιχειρήσεις.
Τόνισε χαρακτηριστικά ότι η Ευρώπη πρέπει «να ξυπνήσει», εξηγώντας πως «σε αυτόν τον αγώνα θα κερδίσουν όσοι καινοτομούν».
Οι λεπτομέρειες του φετινού βραβείου Νόμπελ Οικονομίας
Το ήμισυ του βραβείου, ύψους 11 εκατομμυρίων σουηδικών κορωνών (περίπου 1 εκατομμυρίου ευρώ), απονεμήθηκε στον Μόκυρ, ενώ το υπόλοιπο μοιράστηκαν ο Αγκιόν και ο Χάουιτ. Οι νικητές λαμβάνουν επίσης ένα χρυσό μετάλλιο 18 καρατίων και ένα δίπλωμα.
Το βραβείο Οικονομίας είναι επισήμως γνωστό ως «Βραβείο της Τράπεζας της Σουηδίας στις Οικονομικές Επιστήμες εις μνήμην του Άλφρεντ Νόμπελ». Θεσπίστηκε το 1968 από την κεντρική τράπεζα της Σουηδίας, προς τιμήν του Άλφρεντ Νόμπελ, του Σουηδού επιχειρηματία και χημικού του 19ου αιώνα που ανακάλυψε τη δυναμίτιδα και καθιέρωσε τα πέντε αρχικά βραβεία Νόμπελ.
Έκτοτε, έχει απονεμηθεί 57 φορές σε συνολικά 99 επιστήμονες, εκ των οποίων μόνο τρεις ήταν γυναίκες.
Οι υποστηρικτές των λεγόμενων «καθαρών» βραβείων Νόμπελ τονίζουν ότι το βραβείο Οικονομίας δεν αποτελεί τεχνικά ένα από τα αρχικά Νόμπελ. Ωστόσο, απονέμεται πάντα μαζί με τα υπόλοιπα στις 10 Δεκεμβρίου, επέτειο του θανάτου του Νόμπελ το 1896.
Τα υπόλοιπα φετινά βραβεία Νόμπελ (Ιατρικής, Φυσικής, Χημείας, Λογοτεχνίας και Ειρήνης) ανακοινώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα.