Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε χθες Τρίτη τη θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού συστήματος για τις επιστροφές των παράνομων μεταναστών με ταχύτερες, απλούστερες και αποτελεσματικότερες διαδικασίες σε όλη την ΕΕ.
Το νέο νομικό πλαίσιο για τις επιστροφές, το οποίο ζητήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Οκτώβριο του 2024, αποτελεί βασικό στοιχείο για τη συμπλήρωση του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, το οποίο εγκρίθηκε τον Μάιο του 2024 και θα τεθεί σε εφαρμογή στα μέσα του 2026 και το οποίο καθορίζει ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη μετανάστευση, καθώς και ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των αιτήσεων ασύλου.
Τα ποσοστά επιστροφής σε ολόκληρη την ΕΕ ανέρχονται σήμερα μόλις στο 20%. «Μόλις ο ένας στους πέντε εγκαταλείπει την ΕΕ και αυτό δεν είναι αποδεκτό. Οι κοινωνίες μας δεν θα το ανεχτούν», τόνισε ο επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων και Μετανάστευσης Μάγκνους Μπρούνερ, ο οποίος χαρακτήρισε τη νομοθετική πρόταση της Επιτροπής «σημείο καμπής». «Βάζουμε τον ευρωπαϊκό μας σπίτι σε τάξη», διαβεβαίωσε ο Μ. Μπρούνερ, προσθέτοντας: «Με το νέο ευρωπαϊκό σύστημα επιστροφών, θα διασφαλίσουμε ότι όσα άτομα δεν έχουν δικαίωμα παραμονής στην ΕΕ, όντως επιστρέφουν. Έτσι, θα ενισχυθεί σημαντικά η εμπιστοσύνη στο κοινό μας ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου και μετανάστευσης.»
Για να τεθεί σε ισχύ, η πρόταση της Επιτροπής θα πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Ο επίτροπος Μπρούνερ δήλωσε ότι ελπίζει στην έγκρισή της «το συντομότερο δυνατόν», αν και πρόκειται για εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα, πολιτικά και νομικά, που διχάζει τα κράτη-μέλη.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι νέοι κανόνες θα δώσουν στα κράτη-μέλη τα απαραίτητα εργαλεία ώστε οι επιστροφές να γίνουν πιο αποτελεσματικές, με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Οι νέοι κοινοί κανόνες περιλαμβάνουν:
– Ευρωπαϊκό σύστημα με τη μορφή κανονισμού που περιλαμβάνει κοινές διαδικασίες για την έκδοση αποφάσεων επιστροφής, και τη θέσπιση ευρωπαϊκής εντολής επιστροφής που θα εκδίδεται από τα κράτη-μέλη. Τα 27 διαφορετικά συστήματα που ισχύουν σήμερα σημαίνουν κατακερματισμό σε επίπεδο Ένωσης, σημειώνει η Επιτροπή.
Χάρη στην αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων επιστροφής, ένα κράτος μέλος θα μπορεί να αναγνωρίζει και να εκτελεί απευθείας απόφαση επιστροφής που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος-μέλος, χωρίς να χρειάζεται να κινήσει νέα διαδικασία. Έως την 1η Ιουλίου 2027, ένα έτος μετά την έναρξη εφαρμογής του συμφώνου για τη μετανάστευση και το άσυλο, η Επιτροπή θα επανεξετάσει κατά πόσον τα κράτη-μέλη έχουν θεσπίσει κατάλληλες ρυθμίσεις για την αποτελεσματική διεκπεραίωση των ευρωπαϊκών εντολών επιστροφής και θα εκδώσει εκτελεστική απόφαση που θα καθιστά υποχρεωτική την αναγνώριση και την εκτέλεση απόφασης επιστροφής που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος-μέλος.
– Σαφείς κανόνες για την αναγκαστική επιστροφή και παράλληλη παροχή κινήτρων για οικειοθελή επιστροφή: Οι αναγκαστικές επιστροφές θα είναι υποχρεωτικές όταν ένα πρόσωπο που διαμένει παράνομα στην ΕΕ δεν συνεργάζεται, διαφεύγει σε άλλο κράτος-μέλος, δεν αποχωρεί από την ΕΕ εντός της καθορισμένης προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης ή συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια. Η προσέγγιση αυτή παρέχει κίνητρα για οικειοθελή επιστροφή εντός των καθορισμένων προθεσμιών αναχώρησης από την ΕΕ.
– Αυστηρότερες υποχρεώσεις των επιστρεφόντων, οι οποίες αντισταθμίζονται από σαφείς διασφαλίσεις – ρητές υποχρεώσεις συνεργασίας με τις εθνικές αρχές καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας επιστροφής. Τα μέτρα αυτά συμπληρώνονται από σαφείς συνέπειες σε περίπτωση άρνησης συνεργασίας, όπως η μείωση ή η άρνηση χορήγησης επιδομάτων ή η κατάσχεση ταξιδιωτικών εγγράφων. Ταυτόχρονα, θα ενισχυθούν τα κίνητρα συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της στήριξης για οικειοθελή επιστροφή.
– Ισχυρές διασφαλίσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας επιστροφής: Όλα τα μέτρα που σχετίζονται με τις επιστροφές πρέπει να υλοποιούνται με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών και διεθνών προτύπων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό διασφαλίζεται μέσω σαφών διαδικασιών, όπως το δικαίωμα προσφυγής, η στήριξη των ευάλωτων ατόμων, οι ισχυρές διασφαλίσεις για τους ανηλίκους και τις οικογένειες και η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης.
– Αυστηρότεροι κανόνες για τον περιορισμό των περιπτώσεων κατάχρησης και την αντιμετώπιση της διαφυγής: Τα κράτη-μέλη θα διαθέτουν ενισχυμένους κανόνες για τον εντοπισμό των επιστρεφόντων, όπως η δυνατότητα να ζητούν χρηματική εγγύηση, η τακτική υποβολή εκθέσεων ή η υποχρέωση των επιστρεφόντων να διαμένουν σε τόπο που ορίζεται από τις εθνικές αρχές. Οι νέοι κανόνες καθορίζουν σαφείς όρους για κράτηση εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, καθώς και εναλλακτικές λύσεις αντί της κράτησης. Η κράτηση μπορεί να διαρκέσει έως και 24 μήνες, αντί για 18 μήνες που είναι το σημερινό όριο. Επιπλέον, το ανασταλτικό αποτέλεσμα των αποφάσεων επιστροφής δεν θα είναι πλέον αυτόματο, εκτός εάν συντρέχουν ζητήματα μη επαναπροώθησης.
– Ειδικοί κανόνες για τα άτομα που συνιστούν κίνδυνο για την ασφάλεια: Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να ελέγχουν εγκαίρως κατά πόσον ένα άτομο παρουσιάζει κίνδυνο για την ασφάλεια. Μόλις εντοπιστούν, τα άτομα αυτά υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες, όπως υποχρεωτική αναγκαστική επιστροφή, μεγαλύτερης διάρκειας απαγόρευση εισόδου και ξεχωριστοί χώροι κράτησης. Η κράτηση μπορεί να παραταθεί πέραν της κανονικής διάρκειας των 24 μηνών με δικαστική εντολή.
– Επανεισδοχή ως μέρος της διαδικασίας επιστροφής: Για να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην απόφαση επιστροφής και την επιστροφή σε μια τρίτη χώρα, οι νέοι κανόνες θεσπίζουν κοινή διαδικασία ώστε να διασφαλίζεται ότι η απόφαση επιστροφής ακολουθείται συστηματικά από αίτηση επανεισδοχής. Προβλέπουν επίσης τη δυνατότητα διαβίβασης δεδομένων σε τρίτες χώρες με σκοπό την επανεισδοχή.
– Κέντρα επιστροφής: Τα κράτη-μέλη έχουν ζητήσει καινοτόμες λύσεις για τη διαχείριση της μετανάστευσης. Με αυτή την πρόταση θεσπίζεται η νομική δυνατότητα για επιστροφή ατόμων που διαμένουν παράνομα στην ΕΕ και έχουν λάβει τελεσίδικη απόφαση επιστροφής σε τρίτη χώρα βάσει συμφωνίας ή ρύθμισης που έχει συναφθεί διμερώς ή σε επίπεδο ΕΕ. Αυτή η συμφωνία ή ρύθμιση μπορεί να συναφθεί με τρίτη χώρα που σέβεται τα διεθνή πρότυπα και τις αρχές για τα ανθρώπινα δικαιώματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Οι οικογένειες με ανηλίκους και οι ασυνόδευτοι ανήλικοι εξαιρούνται, ενώ ο τρόπος που εφαρμόζονται αυτές οι συμφωνίες ή ρυθμίσεις πρέπει να παρακολουθείται.
Της Μαρίας Αρώνη