Ο χορός ήταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης στην αρχαιότητα. Ήταν μια πρακτική βαθιά ριζωμένη στην κοινωνική, θρησκευτική και εκπαιδευτική ζωή των πόλεων-κρατών, που συνδύαζε την κίνηση με τη μουσική, τον λόγο και τον ρυθμό. Η μελέτη της αρχαίας χορείας δεν προσφέρει μόνο μια εικόνα των καλλιτεχνικών πρακτικών της εποχής, αλλά αποκαλύπτει και τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες αντιλαμβάνονταν την αρμονία σώματος και πνεύματος, ανθρώπου και θεού, κοινωνίας και ατόμου.
Περισσότερο από μορφή ψυχαγωγίας, ο χορός λειτουργούσε ως φορέας μύθου, μέσο διαμόρφωσης ήθους και πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης. Μέσα από τις χορείες των εφήβων, τους τελετουργικούς διθυράμβους, τους πολεμικούς πυρρίχιους και τον θεατρικό χορό της τραγωδίας, οι αρχαίοι Έλληνες διαμόρφωσαν μια τέχνη που επηρέασε καθοριστικά τη μεταγενέστερη ευρωπαϊκή παράδοση.

Οι πρώιμες μορφές χορού και οργανωμένων κινήσεων είχαν θρησκευτικό, τελετουργικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Η λέξη χορός προέρχεται από το ρήμα χορεύω («κινούμαι ρυθμικά»), ενώ η παλαιότερη μορφή χορίς φαίνεται να σχετίζεται με πρωτοελληνικές τελετουργικές πρακτικές, όπου η κίνηση, η μουσική και ο λόγος λειτουργούσαν ενιαία. Οι πρώτοι τελετουργικοί-λατρευτικοί χοροί αργότερα εξελίχθηκαν στη δραματική τέχνη.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στη θεϊκή προέλευση του χορού και ότι οι χορευτικές κινήσεις μιμούνταν τις κινήσεις των θεών. Κατ’ επέκταση, ο χορός ήταν μέσο προσέγγισης του θείου και συμμετοχής στο κοσμικό «ρυθμικό» γίγνεσθαι. Θεωρούταν δώρο του Διονύσου, θεού του κρασιού και της χαράς. Προστάτιδα του χορού ήταν η Τερψιχόρη, μία από τις εννέα Μούσες, τις θεότητες των τεχνών και των επιστημών. Οι Χάριτες και οι Νύμφες συνδέονταν επίσης με τη χορευτική πράξη, επιβεβαιώνοντας τον θεϊκό χαρακτήρα του χορού.

Υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για τον χορό στην αρχαία Ελλάδα, που χρονολογούνται από την εποχή του Ομήρου μέχρι την εποχή του Νόννου, οι οποίες μαρτυρούν τον σημαντικό ρόλο που έπαιζε ο χορός στη θρησκευτική και πολιτιστική ζωή στην Αρχαία Ελλάδα.
Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος λέει, περιγράφοντας την ασπίδα του Αχιλλέα που κατασκεύασε ο Ήφαιστος: «Ξόμπλιαζε ακόμα ο κουτσοπόδαρος θεός και χοροστάσι όμοιο με εκείνο που ‘χε ο Δαίδαλος της όμορφομαλλούσας της Αριάδνης στην απλόχωρη Κνωσό παλιά φτιαγμένο. Άγουροι εκεί κι ακριβαγόραστες παρθένες είχαν στήσει χορό, κι ο ένας του άλλου εκρατούσανε πα’ στον αρμό τα χέρια».
Στην Οδύσσεια μιλάει για τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι Φαίακες στον χορό και τη μουσική. Όταν οι γιοι του Αλκινόου, Άλιος και Λαοδάμας, έδειχναν στον Οδυσσέα της ικανότητές τους στο χορό, οι άλλοι κρατούσαν τον ρυθμό με τα δάκτυλα ή χτυπώντας παλαμάκια: «Τον Λαοδάμαντα τότε πρόσταξεν ο Αλκίνοος και τον Άλιο χορό να στήσουν, μόνοι τι ήξεραν την τέχνη κάλλιο από όλους. Πήραν και χόρευαν στη γη την πολυθρόφα, κι έκαναν χίλια δυο τσακίσματα, χτυπούσαν παλαμάκια οι άλλοι στο αλώνι μέσα νιούτσικοι και ήταν ο αχός περίσσιος».

Πέρα από την τέχνη και τη λατρεία, ο χορός λειτουργούσε ως μέσο κοινωνικής συνοχής. Οι δημόσιες χορείες ήταν πράξη συλλογικής συμμετοχής και πολιτικής ταυτότητας. Η κυκλική διάταξη των χορευτών συμβόλιζε την ενότητα των πολιτών, ενώ η συμμετρική κίνηση εξέφραζε την πολιτική αρμονία και το δημοκρατικό ιδεώδες. Ο χορός έδινε στον πολίτη την ευκαιρία να συμμετέχει ενεργά στη ζωή της πόλης, να επιδείξει αρετή και πειθαρχία, και να ενισχύσει την κοινωνική ενότητα.
Για τους αρχαίους Έλληνες, η παιδεία δεν ήταν μόνο γνώση, αλλά και άσκηση του σώματος και του χαρακτήρα. Ο χορός αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της αγωγής. Ο Πλάτωνας τόνιζε την αξία του ρυθμού και της αρμονίας ως καθοριστικών παραγόντων για την καλλιέργεια της ψυχικής ισορροπίας, ενώ ο Αριστοτέλης θεωρούσε τον χορό μέσον έκφρασης των παθών, το οποίο εντάσσεται οργανικά στην ηθική ανάπτυξη των νέων. Σε πόλεις όπως η Σπάρτη, οι νέοι μάθαιναν πολεμικούς χορούς που ενίσχυαν την πειθαρχία και τη συνοχή των πολεμικών μονάδων. Στην Αθήνα, η εκμάθηση χορών για δημόσιες και θεατρικές εκδηλώσεις αποτελούσε πολιτικό καθήκον, που λάμβανε χορηγίες.
Χαρακτηριστικά του αρχαιοελληνικού χορού
Η αρχαία ελληνική χορογραφία συνδύαζε τρία στοιχεία: λόγο, μουσική, κίνηση. Η σύνθεση αυτή αποτελεί θεμέλιο της δυτικής θεατρικής παράδοσης, ενώ η λέξη ορχήστρα (χώρος χορού) επιβιώνει μέχρι σήμερα στο σύγχρονο λεξιλόγιο της μουσικής και της σκηνής.
Οι αρχαίοι Έλληνες χόρευαν ατομικά (μονοχορία), σε ζευγάρια (διχορία) ή σε ομάδες (πολυχορία). Αρχικά, στις ομάδες συμμετείχαν μόνο άτομα του ίδιου φύλου, ενώ αργότερα συμμετείχαν και τα δύο φύλα (μικτοί χωροί). Επίσης, οι χορευτές πιανόνταν μεταξύ τους (λαβή) και έκαναν όμοιες κινήσεις. Στη διχορία, όμως, δεν χρησιμοποιούσαν λαβή, γιατί ο καθένας είχε το δικό του μοτίβο κινήσεων. Από αγγείο του 550 π.Χ., που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών διαπιστώνουμε την ύπαρξη αντικρυστού ζευγαρωτού χορού.

Ο χορός αποτελούσε μέσο ενσωμάτωσης του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο. Η συμμετοχή σε χορείες καλλιεργούσε την αίσθηση συλλογικής ταυτότητας, πειθαρχίας, ισοτιμίας, συμμετοχής στα κοινά. Η κυκλική διάταξη των χορευτών συμβόλιζε την κοινωνική ενότητα, ενώ η συμμετρία των κινήσεων θεωρείτο έκφραση πολιτικής και κοσμικής αρμονίας.
Ο Όμηρος ο Πλάτων ο Αριστοτέλης και ο Πλούταρχος περιγράφουν πολλά είδη χορών. Αναφερόμενοι στα κείμενα αυτών του ποιητών και φιλοσόφων της αρχαιότητας και σε πρόσφατες μελέτες ιστορικών, μπορούμε να κατατάξουμε τους χορούς σε δύο είδη: τους πολεμικούς και τους ειρηνικούς.
* * * * *
Βιβλιογραφία
Αριστοτέλης, Περί Ποιητικής
Πλάτων, Νόμοι και Πολιτεία
Λουκιανός, Περί Ορχήσεως
Lonsdale, S. (1993). Dance and Ritual Play in Greek Religion
Lawler, L. (1964), The Dance in Ancient Greece
Csapo, E. & Miller, M. (2007), The Origins of Theater in Ancient Greece and Beyond
Hall, E. (2004), Greek Tragedy: Suffering Under the Sun
Neils, J. (1992), Goddess and Polis: The Panathenaic Festival in Ancient Athens
Γιώργος Α. Ρούμπης, Ελληνικοί Χοροί








