Ο Γενικός Εισαγγελέας της Βραζιλίας, Πάουλο Γκονέτ, ζήτησε στις 14 Ιουλίου την καταδίκη του πρώην προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρο και αρκετών πρώην συνεργατών του για απόπειρα πραξικοπήματος που φέρεται να οργανώθηκε μετά τη νίκη του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα στις εκλογές του 2022.
Η εισαγγελία υπέβαλε στο Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο φάκελο με τις κατηγορίες κατά του Μπολσονάρο και άλλων επτά προσώπων για πράξεις που, σύμφωνα με τις αρχές, στρέφονταν κατά του δημοκρατικού κράτους δικαίου. Σύμφωνα με ανακοίνωση της Εισαγγελίας, το κατηγορητήριο βασίστηκε σε ευρύ σύνολο αποδεικτικών στοιχείων, όπως χειρόγραφα, ψηφιακά αρχεία, ανταλλαγές μηνυμάτων και υπολογιστικά φύλλα, τα οποία περιγράφουν το σχέδιο υπονόμευσης των δημοκρατικών θεσμών.
Όπως ανέφερε ο Γκονέτ, οι καταθέσεις και οι ανακρίσεις κατά τη διάρκεια της δίκης, η οποία ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου, δείχνουν ότι οι κατηγορούμενοι φέρονται να συμμετείχαν σε «εγκληματική οργάνωση» που επιδίωκε να παραλύσει τη λειτουργία των θεσμών της Δημοκρατίας, να ανατρέψει νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση και να προκαλέσει φθορές σε κυβερνητικά κτίρια.
Στους υπόλοιπους επτά κατηγορούμενους περιλαμβάνονται ο Αλεξάνδρε Ραμάζεμ, πρώην διευθυντής της Υπηρεσίας Πληροφοριών, ο Αλμίρ Γκαρνιέ, πρώην αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού, ο Άντερσον Τόρες, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, ο Αουγκούστο Ελένο, πρώην υπουργός του Γραφείου Θεσμικής Ασφάλειας, ο Μάουρο Σιντ, πρώην υπασπιστής του προέδρου, ο Πάουλο Σέρζιο Νογκέιρα, πρώην υπουργός Άμυνας, και ο Βάλτερ Μπράγκα Νέτο, πρώην επικεφαλής του Πολιτικού Γραφείου του Προέδρου.
Η αγωγή επιδιώκει την άσκηση διώξεων για συμμετοχή σε ένοπλη εγκληματική οργάνωση, απόπειρα βίαιης κατάργησης του δημοκρατικού καθεστώτος, πραξικόπημα, πρόκληση σημαντικών ζημιών και καταστροφή διαβαθμισμένων κρατικών εγγράφων.
Ο πρώην πρόεδρος Μπολσονάρο αρνήθηκε τις κατηγορίες, δηλώνοντας ότι τα πραγματικά περιστατικά τις διαψεύδουν και χαρακτήρισε τη δίωξη πολιτικά υποκινούμενη. Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X στις 14 Ιουλίου υποστήριξε ότι όλες οι κατηγορίες είναι ψευδείς και ισχυρίστηκε ότι δεν επιτέθηκε ποτέ στη δημοκρατία ή στο Σύνταγμα. «Ζούμε ένα πραγματικό κυνήγι μαγισσών, μια κατάφωρη δίωξη εναντίον εμού και των εκατομμυρίων Βραζιλιάνων που εκπροσωπώ και στους οποίους δίνω φωνή», ανέφερε, προσθέτοντας ότι το κατηγορητήριο βασίζεται σε «ψευδείς και αντιφατικές καταγγελίες» που αποκτήθηκαν υπό πίεση.
Ο γερουσιαστής Φλάβιο Μπολσονάρο, γιος του πρώην προέδρου, δήλωσε επίσης μετά την υποβολή του αιτήματος Γκονέτ ότι η δημοκρατία έχει «καταληφθεί» στη Βραζιλία και ότι ο ίδιος θα αγωνιστεί για την αποκατάστασή της. Σε ανάρτησή του στις 15 Ιουλίου επισήμανε ότι το ζήτημα «ξεπερνά τον Μπολσονάρο και τη δεξιά».
Από την πλευρά της, η Υπηρεσία Δημόσιας Διπλωματίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανέφερε σε ανάρτησή της στην πλατφόρμα X ότι ο Ντόναλντ Τραμπ απέστειλε επιστολή στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας και στην κυβέρνηση Λούλα, προειδοποιώντας για «καθυστερημένες αλλά αναπόφευκτες συνέπειες» ως απάντηση στις επιθέσεις, όπως τις χαρακτήρισε, κατά του Μπολσονάρο, της ελευθερίας έκφρασης και του αμερικανικού εμπορίου.
Στην ανάρτηση της 14ης Ιουλίου αναφέρεται ότι τέτοιου είδους ενέργειες είναι «ντροπιαστικές» και «δεν συνάδουν με την αξιοπρέπεια των δημοκρατικών παραδόσεων της Βραζιλίας».
Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 9 Ιουλίου, ο Τραμπ είχε δημοσιεύσει στο Truth Social αντίγραφο επιστολής προς τον Λούλα ντα Σίλβα, στην οποία υποστήριζε ότι η χώρα έχει μετατραπεί σε «διεθνή ντροπή» λόγω της δίκης κατά του συμμάχου του, Μπολσονάρο. Η επιστολή περιλάμβανε επίσης απειλή για επιβολή δασμών 50% στις βραζιλιάνικες εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Της Yeny Sora Robles