Τετάρτη, 12 Νοέ, 2025
Αστυνομικός στην πλατεία Τιενανμέν στο Πεκίνο, στις 8 Νοεμβρίου 2013. (Feng Li/Getty Images)

Ο φαύλος κύκλος της κινεζικής ανάπτυξης υπό τον έλεγχο του ΚΚΚ

Ειδικός επισημαίνει ότι «μια σχεδιασμένη οικονομία δεν μπορεί να συμβαδίσει με τις ανάγκες μιας σύγχρονης αγοράς»

Ανάλυση ειδήσεων

Η 4η Ολομέλεια του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) ολοκληρώθηκε πρόσφατα με μια γνώριμη υπόσχεση: το επόμενο πενταετές σχέδιο θα φέρει «ανάπτυξη υψηλής ποιότητας» και «τεχνολογική αυτάρκεια» υπό ακόμη πιο αυστηρό κομματικό έλεγχο. Οι αξιωματούχοι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν «ισχυρούς ανέμους, ταραγμένα κύματα και ακόμη και επικίνδυνες καταιγίδες».

Παρότι το κόμμα εξέπεμπε αυτοπεποίθηση, οι ειδικοί που μίλησαν στην εφημερίδα The Epoch Times παρουσίασαν μια τελείως διαφορετική εικόνα.

Ο καθηγητής επιχειρηματικών σπουδών του University of South Carolina Aiken, Φρανκ Τιάν Σιε (Frank Tian Xie), ανέφερε ότι «μέχρι στιγμής, τα χρήματα δείχνουν με τα πόδια τους προς την έξοδο».

Οι αναλυτές εξήγησαν ότι το οικονομικό σύστημα της Κίνας εξακολουθεί να λειτουργεί με την ίδια βασική αρχή: το ΚΚΚ υπερισχύει έναντι της οικονομίας, του νόμου και της λογοδοσίας. Το αποτέλεσμα είναι ένας επαναλαμβανόμενος κύκλος –από τον κεντρικό σχεδιασμό του Μάο Τσε Τουνγκ, στις μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ Σιαοπίνγκ και στη σημερινή επανασυγκέντρωση εξουσίας του Σι Τζινπίνγκ– που οδηγεί διαρκώς σε αδιέξοδο.

Κάθε φορά που το Πεκίνο ενισχύει τον έλεγχο του, η ιδιωτική επιχειρηματικότητα σταματά να αναπτύσσεται· όταν χαλαρώνει τα μέτρα, οι πολιτικά διασυνδεδεμένοι ευνοημένοι επωφελούνται, προκαλώντας νέο κύμα περιορισμών.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η πρόσφατη Ολομέλεια δεν ανέτρεψε αυτόν τον κύκλο –τον ενίσχυσε.

Τι υποσχέθηκε το Πεκίνο και τι βλέπουν οι επενδυτές

Το ανακοινωθέν της 4ης Ολομέλειας γέμισε το 15ο Πενταετές Σχέδιο με γνώριμα συνθήματα: «ανάπτυξη υψηλής ποιότητας», «αυτάρκεια και ισχύ στην επιστήμη και την τεχνολογία», «άνοιγμα» και «ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση» – όλα υπό την «ενιαία» ηγεσία του κόμματος.

Για τους επενδυτές, αυτό μεταφράζεται σε εντονότερη κρατική καθοδήγηση συνδυασμένη με εκκλήσεις για ιδιωτικά και ξένα κεφάλαια ώστε να παραμείνει ζωντανή η ανάπτυξη, εξήγησε ο Σιε στην Epoch Times.

Τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών της Κίνας δείχνουν ότι οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις (Foreign Direct Investment – FDI) έχουν υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι καθαρές εισροές FDI μειώθηκαν από 344 δισ. δολάρια το 2021 σε 51,3 δισ. το 2023 –πτώση 85%– και περαιτέρω σε περίπου 18,6 δισ. το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριάντα ετών.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν κατέρρευσε η φούσκα των ακινήτων στα τέλη του 2021. Με τις πωλήσεις γης και κατοικιών να παγώνουν, οι τοπικές κυβερνήσεις έχασαν την κύρια πηγή εσόδων τους. Για χρόνια, το καθεστώς χρηματοδοτούσε έργα υποδομής μέσω των τοπικών οχημάτων χρηματοδότησης (Local Government Financing Vehicles – LGFVs), που λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι για την άντληση κεφαλαίων.

Σήμερα, τα LGFVs αγωνίζονται να αναχρηματοδοτήσουν περίπου 78 τρισεκατομμύρια γουάν (8.64 τρισ. ευρώ) υποχρεώσεων –περισσότερο από το μισό της κινεζικής οικονομίας, σύμφωνα με έρευνα του χρηματοοικονομικού ομίλου BBVA.

Το 2024, οι επενδύσεις σε ακίνητα μειώθηκαν κατά 10,6%, οι νέες κατασκευές κατά 23%, ενώ τα έσοδα από πωλήσεις γης –κρίσιμα για τις τοπικές αρχές– μειώθηκαν για τρίτη συνεχή χρονιά, κατά 16% σε σχέση με το 2023.

Η ασθενής αγορά ακινήτων έχει επιδεινώσει το ήδη ζοφερό τοπίο ανεργίας των νέων.

Τον Αύγουστο του 2025, τα επίσημα στοιχεία κατέγραψαν ανεργία 19% στις ηλικίες 16–24 ετών – το υψηλότερο ποσοστό από τότε που, στα τέλη του 2023, άλλαξε η μεθοδολογία ώστε να εξαιρούνται οι φοιτητές.

Για σύγκριση, ο μέσος όρος ανεργίας των νέων στις χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) διαμορφώθηκε στο 11,2% τον Ιούλιο του 2025, με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο 10,8% και την Ιαπωνία στο 4,1%.

Ο Σιε σχολίασε ότι «κανένας από αυτούς τους αριθμούς δεν δείχνει πως έρχεται ανάκαμψη».

Διαφορετικές εποχές, ίδιο σύστημα

Ο αναλυτής θεμάτων Κίνας, Γουάνγκ Χε (Wang He), που εδρεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες, εξήγησε ότι η σύγχρονη κινεζική οικονομική πολιτική χωρίζεται σε τρεις βασικές περιόδους, όλες καθοδηγούμενες από μία σταθερή αρχή: το ΚΚΚ διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο.

Υπό τον Μάο Τσε Τουνγκ, η πλήρης κρατική εξουσία οδήγησε σε χρόνια έλλειψη αγαθών. Κατά το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός (1958–1962), οι αγορές αντικαταστάθηκαν από ποσοστώσεις, οι φάρμες έγιναν συλλογικές και οι πολιτικές εκστρατείες καθόριζαν τους στόχους παραγωγής. Οι τοπικοί αξιωματούχοι παρουσίαζαν υπερβολικά στοιχεία για να φανούν συνεπείς στους στόχους, προκαλώντας εκτεταμένες ελλείψεις τροφίμων και έναν πανεθνικό λιμό, ο οποίος, σύμφωνα με τους ιστορικούς, στοίχισε τη ζωή σε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους.

Ο Γουάνγκ σημείωσε ότι υπό τον Μάο η οικονομία «βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης», ενώ ο Σιε τόνισε πως «μια σχεδιασμένη οικονομία δεν μπορεί να συμβαδίσει με τις ανάγκες μιας σύγχρονης αγοράς».

Μετά τον θάνατο του Μάο το 1976, ανέλαβε ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ, ο οποίος εισήγαγε τη λεγόμενη περίοδο των «Μεταρρυθμίσεων και του Ανοίγματος». Δεν εγκατέλειψε όμως τον κομματικό έλεγχο· απλώς τον αναδιοργάνωσε. Οι μεταρρυθμίσεις δύο ταχυτήτων του διατήρησαν τους κρατικούς στόχους, επιτρέποντας παράλληλα την πώληση της πλεονάζουσας παραγωγής σε τιμές αγοράς.

Ακολούθησαν οι Ειδικές Οικονομικές Ζώνες και, αργότερα, η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), που προσέλκυσε ξένα κεφάλαια και εκτόξευσε τις εξαγωγές.

Ο τότε αντιπρόεδρος Τσεν Γιουν παρομοίασε τη στρατηγική του Ντενγκ με το «πουλί μέσα στο κλουβί»: η αγορά ήταν το πουλί και ο κρατικός σχεδιασμός το κλουβί –μπορούσε να κινηθεί, αλλά μόνο εντός των ορίων του κόμματος.

Οι μεταγενέστεροι ηγέτες, Τζιανγκ Τζεμίν και Χου Τζιντάο, διατήρησαν αυτό το μοντέλο, που παρήγαγε ταχεία ανάπτυξη αλλά και κρατικοδίαιτο καπιταλισμό, καθώς η γη, οι πιστώσεις και οι άδειες παρέμεναν υπό κομματικό έλεγχο.

Σύμφωνα με τον Γουάνγκ, «ακόμη και οι μεγαλύτερες ιδιωτικές επιχειρήσεις άνθισαν μέσα σε αυτό το πελατειακό σύστημα». Το αποτέλεσμα ήταν μια ανάπτυξη που έβαλε το κέρδος πάνω από την ηθική –με τραγικά παραδείγματα, όπως η κρίση του γάλακτος με μελαμίνη το 2008, που δηλητηρίασε εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά λόγω πλημμελούς εποπτείας και κερδοσκοπίας.

Η εποχή του Σι

Ο Σι Τζινπίνγκ ανέλαβε την εξουσία το 2012, υποσχόμενος να εξαλείψει τη διαφθορά και να αναζωογονήσει την οικονομία. Το 2013 δεσμεύθηκε να επιτρέψει στην αγορά «να διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην κατανομή των πόρων». Στην πράξη όμως, η εκστρατεία κατά της διαφθοράς συγκέντρωσε περισσότερη εξουσία στα χέρια του ΚΚΚ· οι κομματικές επιτροπές εντός των επιχειρήσεων ενισχύθηκαν, οι ρυθμιστικές αρχές έγιναν πιο παρεμβατικές και η πολιτική στόχευση άρχισε να καθορίζει την οικονομία.

Το 2015 εγκαινίασε το πρόγραμμα «Made in China 2025», επιδιώκοντας την τεχνολογική αναβάθμιση της βιομηχανίας –από τους ημιαγωγούς έως τη ρομποτική και την αεροδιαστημική– με κρατικές επιδοτήσεις, εξαναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας και κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας.

Το 2017, το Πεκίνο θέσπισε τον πρώτο ολοκληρωμένο Νόμο για την Κυβερνοασφάλεια, ο οποίος παρείχε στο κράτος ευρύτερο έλεγχο επί των δεδομένων και της ψηφιακής οικονομίας. Ο νόμος ενέταξε τα επιχειρηματικά και εμπορικά δεδομένα στο πλαίσιο της εθνικής ασφάλειας, επέβαλε την αποθήκευση κρίσιμων πληροφοριών εντός της Κίνας, καθιέρωσε ελέγχους ασφαλείας για τις υποδομές ζωτικής σημασίας και εισήγαγε την υποχρεωτική ταυτοποίηση με πραγματικό όνομα για την πρόσβαση στο διαδίκτυο, την κατοχύρωση ονομάτων και την ηλεκτρονική επικοινωνία.

Το 2020, το Πεκίνο θέσπισε τους λεγόμενους «τρεις κόκκινους κανόνες», περιορίζοντας τα επίπεδα χρέους των εταιρειών και προκαλώντας τελικά τη χρεοκοπία της Evergrande, του μεγαλύτερου τότε κατασκευαστή ακινήτων, με συνέπεια γενικευμένη κρίση στον κλάδο.

Την ίδια χρονιά, οι αρχές ανέστειλαν αιφνιδίως την προγραμματισμένη δημόσια εγγραφή της Ant Group, ύψους άνω των 34 δισ. δολαρίων (29,4 δισ. ευρώ), έπειτα από επικριτικές δηλώσεις του ιδρυτή Τζακ Μα –γεγονός που, όπως σημείωσε ο Γουάνγκ, έδειξε ότι «το μέγεθος και τα δεδομένα των ιδιωτών τελικά υπακούν στην πολιτική».

Ακολούθησαν αυστηρά περιοριστικά μέτρα μηδενικού COVID, που έπληξαν τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις, αφήνοντας την ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 3% το 2022 –ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά των τελευταίων δεκαετιών.

Μέσα σε συνθήκες ανεργίας-ρεκόρ, ασθενούς εγχώριας ζήτησης και ύφεσης στην αγορά ακινήτων, το Πεκίνο προχώρησε στα τέλη του 2021 σε ακόμη αυστηρότερο έλεγχο, θεσπίζοντας τον Νόμο περί Ασφάλειας Δεδομένων και τον Νόμο Προστασίας Προσωπικών Πληροφοριών. Οι δύο νόμοι επέβαλαν αυστηρούς κανόνες για τον τρόπο αποθήκευσης δεδομένων εντός της Κίνας και περιορισμούς στη διαβίβαση προσωπικών πληροφοριών στο εξωτερικό.

Ο αναθεωρημένος Νόμος περί Αντικατασκοπείας του 2023 διεύρυνε τον ορισμό της κατασκοπείας ώστε να καλύπτει ένα πολύ ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, επιτρέποντας στις αρχές να διενεργούν εφόδους σε εταιρείες ελέγχου και συμβουλευτικές επιχειρήσεις, δημιουργώντας έτσι νομικές «γκρίζες ζώνες» που μπορούν να παγώσουν την καθημερινή λειτουργία των πολυεθνικών εταιρειών.

Παράλληλα, το Πεκίνο εργαλειοποίησε τους ελέγχους εξαγωγών σε κρίσιμες πρώτες ύλες, όπως τα σπάνια μέταλλα, για να υπηρετήσει γεωπολιτικούς στόχους. Ο Γουάνγκ σχολίασε ότι αυτό δείχνει πως οι εμπορικές ροές μπορούν να «ανοίγουν ή να κλείνουν ανάλογα με τις πολιτικές ανάγκες του κράτους».

«Πώς μπορεί να νιώσει ασφαλής ένας επενδυτής σε τέτοιο περιβάλλον;» διερωτήθηκε.

Σύμφωνα με τον Γουάνγκ, από την οικονομία του κεντρικού σχεδιασμού του Μάο, μέχρι το μερικό άνοιγμα της αγοράς και τις μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ, αλλά και τους ενισχυμένους ελέγχους του Σι, ένα στοιχείο παραμένει αμετάβλητο: η αγορά λειτουργεί, αλλά πάντοτε μέσα στο κλουβί του Κόμματος.

Ο Σιε σχολίασε χαρακτηριστικά ότι η προσπάθεια να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας του ΚΚΚ μοιάζει με γιατρό που ανοίγει έναν ασθενή για να αφαιρέσει δύο όγκους και ανακαλύπτει ότι ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί παντού· η αφαίρεσή τους θα σκότωνε τον ασθενή, επομένως, είπε, είναι προτιμότερο να τον αφήσεις να πορευτεί όπως είναι.

Το «πλεονέκτημα του χαμηλού επιπέδου ανθρωπίνων δικαιωμάτων» της Κίνας φτάνει στο τέλος του

Ο ιστορικός και οικονομολόγος Τσιν Χούι (Qin Hui), εξέχουσα μορφή στον ακαδημαϊκό χώρο, εξηγεί ότι η ραγδαία ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών στηρίχθηκε σε αυτό που αποκαλεί «πλεονέκτημα του χαμηλού επιπέδου ανθρωπίνων δικαιωμάτων» –δηλαδή στην ικανότητα του ΚΚΚ να προωθεί την οικονομική μεγέθυνση εις βάρος των θεμελιωδών ανθρωπίνων και εργασιακών δικαιωμάτων, και όχι χάρη στην καινοτομία ή στις ελεύθερες αγορές.

Στο επιδραστικό δοκίμιό του του 2007, με τίτλο The Low Human Rights Advantage of China’s Economic Development  («Το πλεονέκτημα του χαμηλού επιπέδου ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην οικονομική ανάπτυξη της Κίνας»), ο Τσιν –πρώην καθηγητής του Tsinghua University και νυν επισκέπτης καθηγητής στο Chinese University of Hong Kong– υποστηρίζει ότι η άνοδος της κομμουνιστικής Κίνας στηρίχθηκε στην καταστολή των βασικών δικαιωμάτων και του θεμιτού ανταγωνισμού.

Όπως επισημαίνει, το σύστημα κρατούσε τεχνητά φθηνά την εργασία, τη γη, το κεφάλαιο και τους μη ανανεώσιμους πόρους, περιορίζοντας τις διαπραγματεύσεις και τα δικαιώματα συναλλαγών. Το κράτος «μείωσε το κόστος» όχι μέσω αποδοτικότητας, αλλά μέσω περιορισμού της ελευθερίας.

Έτσι, η Κίνα μετατράπηκε σε «παράδεισο για επενδυτές», όπου αξιωματούχοι και επιχειρηματίες συνεργάζονταν για την αρπαγή γης, την εκμετάλλευση εργατών και τη λεηλασία πόρων. Τα οφέλη από την εισροή κεφαλαίων και τις εξαγωγές πήγαν κυρίως στους ισχυρούς, όχι στους πολίτες.

Το αποτέλεσμα, κατά τον Τσιν, είναι μια «παραμορφωμένη οικονομία» που βασίζεται στην απουσία δικαιωμάτων για να παραμείνει ανταγωνιστική. «Ο αυταρχισμός μπορεί να ενισχύσει προσωρινά την ανάπτυξη», γράφει, «αλλά η αποτελεσματικότητά του είναι στρεβλή».

Επισημαίνει ότι το υποτιθέμενο «πλεονέκτημα» της Κίνας προήλθε από την εκμετάλλευση των ίδιων των πολιτών της και πως, όπως κάθε σύστημα που στηρίζεται στην καταπίεση, δεν μπορεί να διαρκέσει. Όταν οι μισθοί αυξάνονται, οι πόροι εξαντλούνται και ο κόσμος απομακρύνεται, το «πλεονέκτημα του χαμηλού επιπέδου ανθρωπίνων δικαιωμάτων» εξαντλείται και η μηχανή ανάπτυξης σταματά.

Ο Γουάνγκ θεωρεί ότι αυτή η στιγμή έχει πλέον φτάσει. «Η ίδια η καταστολή που κάποτε προσέλκυε το ξένο κεφάλαιο», σημειώνει, «σήμερα το διώχνει».

Του Sean Tseng

Με τη συμβολή των Ning Haizhong και Yi Ru

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

ΣΧΕΤΙΚΑ