Η κυβέρνηση του Καναδά ανανέωσε τη χρηματοδότηση διμερούς προγράμματος υποτροφιών ανταλλαγής με την Κίνα, το οποίο προϋποθέτει από τους Κινέζους υποψηφίους να δηλώνουν αφοσίωση στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) και προσήλωση στο «σοσιαλιστικό σύστημα» της χώρας.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών του Καναδά, Ντέηβιντ Μόρρισον, υπέγραψε στις 30 Ιουλίου συμφωνία με τον Κινέζο ομόλογό του, Μα Τζαοσού, για την ανανέωση του Προγράμματος Ανταλλαγής Υποτρόφων Καναδά-Κίνας. Μέσω του προγράμματος, η Οττάβα χρηματοδοτεί Κινέζους επισκέπτες ερευνητές για παραμονή σε καναδικά πανεπιστήμια διάρκειας 4 έως 12 μηνών.
Τις υποτροφίες διαχειρίζονται από κοινού το Συμβούλιο Υποτροφιών της Κίνας και η καναδική πρεσβεία στο Πεκίνο. Όπως είχε αποκαλύψει η εφημερίδα The Epoch Times το προηγούμενο έτος, στην επίσημη ιστοσελίδα του κινεζικού Εθνικού Ταμείου Σπουδών στο Εξωτερικό, ως πρώτη προϋπόθεση για συμμετοχή αναφέρεται η υποστήριξη στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Οι υποψήφιοι, κατά την περιγραφή της σχετικής προϋπόθεσης, καλούνται να «υποστηρίζουν την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας και το σοσιαλιστικό σύστημα με κινεζικά χαρακτηριστικά, να αγαπούν την πατρίδα, να διαθέτουν καλή ηθική, να συμμορφώνονται με τον νόμο και να έχουν αίσθημα ευθύνης απέναντι στη χώρα, την κοινωνία και τον λαό, καθώς και ορθή κοσμοθεωρία, αντίληψη ζωής και αξίες».
Άλλες προϋποθέσεις περιλαμβάνουν την κινεζική υπηκοότητα, τη σωματική και ψυχική υγεία, τη γνώση ξένων γλωσσών και ηλικία κάτω των 50 ετών.
Το διμερές πρόγραμμα προβλέπει επίσης υποτροφίες που χρηματοδοτεί η Κίνα για Καναδούς υποψηφίους, ώστε να σπουδάσουν ή να διεξάγουν έρευνα σε κινεζικά πανεπιστήμια. Η προϋπόθεση πίστης στο Κόμμα αναφέρεται και στην προκήρυξη του προγράμματος για το ακαδημαϊκό έτος 2024-2025.
Μετά τα σχετικά δημοσιεύματα, ο βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος και εκπρόσωπος για θέματα εξωτερικής πολιτικής Μάικλ Τσονγκ χαρακτήρισε την απαίτηση «απαράδεκτη», κατηγορώντας την καναδική κυβέρνηση ότι χρηματοδοτεί με χρήματα των φορολογουμένων πρόγραμμα που απαιτεί υποστήριξη της ιδεολογίας του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Παρόμοιες επιφυλάξεις εξέφρασε και ο συντηρητικός βουλευτής Μάικλ Κούπερ, ο οποίος έκανε λόγο για «σκανδαλώδη» προϋπόθεση και υποστήριξε πως η καναδική κυβέρνηση οφείλει να σταματήσει τη χρηματοδότηση του προγράμματος.
H Epoch Times απευθύνθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών για σχόλιο, αλλά δεν έλαβε απάντηση μέχρι τη δημοσίευση του άρθρου.
Το πρόγραμμα περιγράφεται ως το μακροβιότερο διμερές εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Καναδά. Ιδρύθηκε το 1973 στο πλαίσιο συμφωνίας μεταξύ του τότε πρωθυπουργού Πιερ Έλλιοτ Τρυντώ και του Κινέζου ομολόγου του, Τζόου Ενλάι, με στόχο την προώθηση της «αμοιβαίας κατανόησης, της ακαδημαϊκής συνεργασίας και της πολιτισμικής ανταλλαγής», σύμφωνα με την επίσημη περιγραφή του.
Για τους Κινέζους υποψηφίους, το πρόγραμμα απευθύνεται σε ακαδημαϊκό προσωπικό, μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς απόφοιτους, αλλά και επαγγελματίες σε ανώτερες θέσεις στον δημόσιο τομέα – όπως δικαστές, δημοσιογράφους και οικονομολόγους – με έμφαση στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες και στις Καναδικές Σπουδές.
Η καναδική πλευρά καλύπτει τα έξοδα διαβίωσης και ασφάλισης των Κινέζων συμμετεχόντων, ενώ το κινεζικό Εθνικό Ταμείο καταβάλλει τα έξοδα μετακίνησης.
Αντίστοιχα, για τους Καναδούς υποψηφίους, το πρόγραμμα αφορά φοιτητές, ερευνητικό και διδακτικό προσωπικό, καθώς και μεσαίας βαθμίδας επαγγελματίες, για σπουδές, έρευνα ή εκμάθηση της κινεζικής γλώσσας. Το Πεκίνο καλύπτει τα έξοδα διαμονής και ασφάλισης, ενώ το καναδικό υπουργείο αναλαμβάνει τα έξοδα μετακίνησης.
Κατά την ανακοίνωση της ανανέωσης του προγράμματος, ο Ντέηβιντ Μόρρισον ανήρτησε στο Χ στις 31 Ιουλίου ότι χάρηκε που υποδέχθηκε τον Κινέζο ομόλογό του στην Οττάβα, υπογραμμίζοντας πως «ο τακτικός και ανοιχτός διάλογος σε όλα τα επίπεδα είναι θεμελιώδης για τις διπλωματικές σχέσεις». Το υπουργείο Εξωτερικών σημείωσε ότι η επίσκεψη αποτέλεσε ευκαιρία για να συζητηθούν προκλήσεις και να προωθηθεί εποικοδομητικός διάλογος γύρω από τα συμφέροντα του Καναδά.
Προβληματισμοί
Η πρώην πρόεδρος της καναδικής οργάνωσης Canada-Hong Kong Link και υπέρμαχος της δημοκρατίας, Γκλόρια Φανγκ, εξέφρασε την άποψη ότι το πρόγραμμα ανταλλαγής έρχεται σε αντίθεση με τις δημοκρατικές αξίες του Καναδά και ενισχύει την επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.
Όπως υποστήριξε, το πρόγραμμα δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Καναδά, αλλά διευκολύνει το ΚΚΚ να στέλνει πράκτορές του στον ακαδημαϊκό και επιχειρηματικό κόσμο του Καναδά, ενώ παράλληλα προσφέρει ευκαιρίες προπαγάνδας προς Καναδούς φοιτητές που μεταβαίνουν στην Κίνα. Συμπλήρωσε ότι οι Καναδοί φορολογούμενοι δεν θα έπρεπε να επιδοτούν φοιτητές από απολυταρχικά καθεστώτα, τονίζοντας ότι τέτοια προγράμματα ανταλλαγών θα έπρεπε να περιορίζονται μεταξύ «δημοκρατιών που έχουν παρόμοια ιδεολογία».
Υπενθυμίζεται ότι ο Καναδάς έχει στο παρελθόν εκφράσει ανησυχίες για τους κινδύνους εθνικής ασφάλειας που απορρέουν από επιστημονικές συνεργασίες με κινεζικούς φορείς που συνδέονται με τις στρατιωτικές και κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας του Πεκίνου. Το 2023, η Οττάβα διέκοψε τη χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων στα οποία εμπλέκονταν ερευνητές συνδεδεμένοι με πανεπιστήμια ή ιδρύματα κρατικής ασφαλείας κρατών που θεωρούνται απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Η απόφαση αυτή ακολούθησε αναφορές για συνεργασίες Καναδών επιστημόνων από περίπου 50 πανεπιστήμια με κορυφαία στρατιωτικά ιδρύματα της Κίνας σε τομείς όπως η κβαντική κρυπτογραφία, η φωτονική και η διαστημική τεχνολογία.
Ο δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ντέηβιντ Μάτας είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του στην Epoch Times ότι η απαίτηση υποστήριξης της ηγεσίας του Κόμματος συνεπάγεται έμμεση υποστήριξη της εξωτερικής του δραστηριότητας. Όπως επεσήμανε, όποιος δηλώνει υποστήριξη στην κομμουνιστική ηγεσία σημαίνει ότι είναι πρόθυμος να συμμορφωθεί με τις εντολές της. Σε περίπτωση που του ζητηθεί να κατασκοπεύσει και αρνηθεί, δεν θεωρείται πλέον υποστηρικτής, σημείωσε.
Υπενθύμισε, τέλος, ότι η Κίνα διαθέτει νομοθεσία περί εθνικής κατασκοπείας, η οποία υποχρεώνει όλους τους πολίτες και οργανισμούς να συνεργάζονται με το κράτος για λόγους συλλογής πληροφοριών, εφόσον τους ζητηθεί.