Ο κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις ανακοίνωσε τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσουν οι τεχνολογικοί κολοσσοί όπως το Facebook, το Twitter και η Google, εάν παραβιάσουν το απόρρητο των κατοίκων της Φλόριντα και παρέμβουν κατά τη διάρκεια εκλογών στην πρόσβαση των πολιτών στους υποψηφίους.
Ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης επέκρινε τη χειραγώγηση ειδήσεων και τη λογοκρισία ορισμένων ατόμων, ενώ περιέγραψε λεπτομερώς τις αυστηρές κυρώσεις της νέας νομοθεσίας κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου από το Καπιτώλιο της Φλόριντα την Τρίτη.
«Τα προσωπικά δεδομένα των κατοίκων της Φλόριντα, η δυνατότητά τους να συμμετέχουν σε διαδικτυακές πλατφόρμες καθώς και η δυνατότητά τους να συμμετέχουν στις εκλογές χωρίς την παρέμβαση των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας πρέπει να είναι προστατευμένα», δήλωσε ο Ντε Σάντις.
Είπε ότι με την πάροδο του χρόνου, «αυτές οι πλατφόρμες έχουν αλλάξει και από ουδέτερες πλατφόρμες που παρείχαν στους Αμερικανούς την ελευθερία του λόγου έχουν μετατραπεί σε όργανα επιβολής συγκεκριμένων απόψεων. Κατά συνέπεια, αυτές οι πλατφόρμες διαδραμάτισαν ολοένα και πιο αποφασιστικό ρόλο στις εκλογές και επηρέασαν αρνητικά τους Αμερικανούς που διαφωνούν με τις καθιερωμένες τάσεις του καρτέλ των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας».
Ο Ντε Σάντις υπαινίχθηκε ότι οι τεχνολογικοί κολοσσοί «έκοβαν» ειδήσεις που δεν ήταν ευνοϊκές για τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ενώ ταυτόχρονα διέγραφαν λογαρισμούς πολύ γνωστών συντηρητικών, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, από το Twitter και το Facebook, αναφέρθηκε επίσης και στην κατάργηση της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης Parler από τους διακομιστές της Amazon.
«Όταν 2,8 εκατ. Αμερικανοί επέλεξαν να κατεβάσουν την εφαρμογή Parler για να μοιραστούν πληροφορίες με φίλους, οικογένεια και συναδέλφους, ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτού; Καταργήθηκε από την Amazon, την Google και την Apple », δήλωσε ο Ντε Σάντις.
Ο Ντε Σάντις ζήτησε ανοιχτά, αξιόπιστα ντιμπέιτ για θέματα που επηρεάζουν τους Αμερικανούς και όχι την πλήρη λογοκρισία στην οποία συμμετέχουν οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας. Ο κυβερνήτης είπε ότι οι εταιρείες κάνουν διακρίσεις εναντίον των πολιτών όταν αλλάζουν τους κανόνες τους όπως τους ταιριάζει, χωρίς προειδοποίηση ή συνέπεια.
Σύμφωνα με το νέο μέτρο του νομοθετικού σώματος της Φλόριντα, οι εταιρείες τεχνολογίας που αφαιρούν από τις πλατφόρμες τους έναν υποψήφιο κατά τη διάρκεια των εκλογών θα αντιμετωπίζουν ημερήσιο πρόστιμο 100.000 $ μέχρι να αποκατασταθεί η πρόσβαση του υποψηφίου στην πλατφόρμα.
Εάν μια εταιρεία τεχνολογίας προωθεί έναν υποψήφιο έναντι κάποιου άλλου, η αξία αυτής της δωρεάν προώθησης πρέπει να καταγράφεται ως συμβολή σε πολιτική εκστρατεία που επιβάλλεται από την Επιτροπή Εκλογών της Φλόριντα.
Το νομοσχέδιο θα δώσει επίσης τη δυνατότητα στον Γενικό Εισαγγελέα της Φλόριντα να ασκήσει αγωγή εναντίον των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας σύμφωνα με τον Νόμο περί Αθέμιτων και Παραπλανητικών Εμπορικών Πρακτικών της Φλόριντα, εάν παραβιάσουν τις νέες πολιτικές που ορίζονται στο νομοσχέδιο.
Οι εταιρείες τεχνολογίας θα πρέπει να ενημερώσουν τους χρήστες εκ των προτέρων για τις αλλαγές στους κανόνες πριν κλείσουν έναν λογαριασμό και να εφαρμόσουν τον κανόνα με συνέπεια.
«Και τέλος, [εάν] μια εταιρεία τεχνολογίας χρησιμοποιεί το περιεχόμενό της και τους αλγόριθμους που σχετίζονται με τους χρήστες για να καταστείλει ή να δώσει προτεραιότητα στην πρόσβαση οποιουδήποτε περιεχομένου που σχετίζεται με έναν πολιτικό υποψήφιο ή ψηφοθηρικούς σκοπούς, αυτή η εταιρεία θα αντιμετωπίζει επίσης ημερήσια πρόστιμα», πρόσθεσε ο Ντε Σάντις.
Ο Πρόεδρος της Βουλής της Φλόριντα Κρις Σπρόουλς είπε: «Με την πρότασή μας, θα φέρουμε στο φως αυτό που αποκαλώ τις πέντε οικογένειες του σκότους: Facebook, Twitter, Google, Amazon και Apple», προσθέτοντας, «Αυτοί οι συντελεστές δεν θα ενεργούν πλέον χωρίς έλεγχο εδώ στη Φλόριντα».
«Έχουν πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα και την ικανότητα να ασκούν έλεγχο στον ελεύθερο λόγο των ανθρώπων», δήλωσε ο Σπρόουλς. «Πιέζουμε ώστε να φανερώσουμε επιτέλους τα περίπλοκα και ασυνεπή πρότυπα τους σχετικά με τη λογοκρισία, την αναστολή και το διώξιμο από την πλατφόρμα».
Το Twitter, το Facebook και η Google δεν απάντησαν άμεσα σε αίτημα για σχολιασμό.