ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ — Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υποδέχθηκε τον Γερμανό καγκελάριο Φρήντριχ Μερτς στον Λευκό Οίκο στις 5 Ιουνίου, σε μια συνάντηση που επικεντρώθηκε σε κρίσιμα ζητήματα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι εμπορικές εντάσεις και οι αμυντικές δαπάνες των μελών του ΝΑΤΟ.
Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους στο Οβάλ Γραφείο, ο Μερτς εμφανίστηκε βέβαιος ότι ο Τραμπ μπορεί να συμβάλει στην επίλυση της σύρραξης και τον προέτρεψε να σκληρύνει τη στάση του απέναντι στο Κρεμλίνο. Σύμφωνα με πηγές της συνάντησης, ο καγκελάριος ανέφερε ότι όλοι αναζητούν τρόπους και μέσα για να τερματιστεί ο πόλεμος και σημείωσε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη ασκήσει πίεση στη Μόσχα, προσθέτοντας ότι χρειάζονται περαιτέρω μέτρα.
Αναφερόμενος στην επικείμενη επέτειο της Απόβασης στη Νορμανδία (6 Ιουνίου), ο Μερτς φέρεται να εξήρε τον ιστορικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην απελευθέρωση της Γερμανίας από τη ναζιστική κυριαρχία, δηλώνοντας ότι οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν τι οφείλουν και ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται ξανά σε θέση ισχύος για να συμβάλουν στον τερματισμό ενός ακόμη πολέμου στην Ευρώπη.
Από την πλευρά του, ο Τραμπ προειδοποίησε ότι εάν Ρωσία και Ουκρανία δεν φθάσουν σε συμφωνία ειρήνης, τότε ο ίδιος σκοπεύει να υιοθετήσει μια «πολύ σκληρή» στάση, που ενδεχομένως —όπως είπε— να αφορά και τις δύο πλευρές. Παρομοίασε την κατάσταση με δύο παιδιά που τσακώνονται και δεν θέλουν να χωρίσουν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ενίοτε είναι προτιμότερο να εξαντλήσουν πρώτα τον θυμό τους.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ πιέζει εδώ και μήνες για την επίτευξη μόνιμης ειρήνης. Την προηγούμενη ημέρα της συνάντησης, αποκάλυψε μέσω ανάρτησης στο Truth Social ότι είχε μακρά τηλεφωνική συνομιλία με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, χαρακτηρίζοντάς την «καλή», αν και —όπως διευκρίνισε— δεν θα οδηγούσε σε άμεση επίλυση. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Πούτιν τον διαβεβαίωσε ότι σκοπεύει να απαντήσει δυναμικά στη μεγάλη επίθεση με drone που πραγματοποίησε πρόσφατα η Ουκρανία εναντίον ρωσικών βάσεων.
Ο Λευκός Οίκος διευκρίνισε ότι ο Τραμπ δεν είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων για την ουκρανική επίθεση. Νωρίτερα, στις 2 Ιουνίου, ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης Στέφαν Κορνέλιους είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους ότι ο καγκελάριος θα έκανε «ό,τι είναι δυνατό» για να πείσει τον Τραμπ να στηρίξει μια δίκαιη κατάπαυση του πυρός και νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Σημεία τριβής
Ήταν η πρώτη επίσημη επίσκεψη του Μερτς στην Ουάσιγκτον μετά τη νίκη του στις γερμανικές εκλογές τον Μάιο. Ο Τραμπ τον χαρακτήρισε «καλό συνομιλητή», προσθέτοντας με χιούμορ ότι «είναι δύσκολος».
Ο καγκελάριος είχε εκφράσει στο παρελθόν ενόχληση για την τεταμένη συνάντηση του Τραμπ με τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, τον Μάρτιο. Επίσης, είχε επικρίνει τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Τζ. Ντ. Βανς, για τις δηλώσεις του στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, τις οποίες χαρακτήρισε υπερβολικές, καθώς ο Αμερικανός αξιωματούχος κατηγορήσε Ευρωπαίους ηγέτες ότι υπονομεύουν τη δημοκρατία.
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επίσης επικρίνει τη γερμανική υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας για την απόφασή της να χαρακτηρίσει το κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) ως ακροδεξιό εξτρεμιστικό σχηματισμό. Το AfD είχε συγκεντρώσει 20,8% στις εκλογές του Φεβρουαρίου, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση.
Σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη, ο Μερτς είχε δηλώσει ότι η Ουάσιγκτον οφείλει να αφήσει έξω από τη συζήτηση τα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Γερμανίας.
Παρόλα αυτά, επεδίωξε να βρει κοινό έδαφος με τον Τραμπ σε κρίσιμα θέματα όπως η Ουκρανία, το εμπόριο και οι αμυντικές δαπάνες. Μιλώντας στον δημόσιο γερμανικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα WDR, ο Μερτς ανέφερε ότι στις συνομιλίες του με τον Τραμπ προσπαθεί να είναι σύντομος και να του δίνει χώρο να εκφραστεί. Όπως είπε, «πρέπει να προσαρμόζεις τον τρόπο προσέγγισης, χωρίς όμως να μειώνεις το κύρος σου — δεν είμαστε ικέτες».
Σε συμβολική κίνηση, που παραπέμπει σε ανάλογη χειρονομία της Άνγκελα Μέρκελ, ο καγκελάριος προσκάλεσε τον Τραμπ στο Κάλσταντ, το γερμανικό χωριό από όπου καταγόταν ο παππούς του Τραμπ. Μάλιστα, του προσέφερε το αυθεντικό πιστοποιητικό γέννησης του προγόνου του.
Εμπόριο και δασμοί
Βασικό ζήτημα στη συνάντηση αποτέλεσε και το εμπόριο, καθώς συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για την αποφυγή της επιβολής αυξημένων αμερικανικών δασμών πριν από την καταληκτική ημερομηνία του Ιουλίου. Επί του παρόντος, τα περισσότερα προϊόντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπόκεινται σε δασμούς 10%.
Ο Τραμπ είχε ανακοινώσει την επιβολή δασμών ύψους 50% σε εισαγωγές από την ΕΕ, με ισχύ από την 1η Ιουνίου. Ωστόσο, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, συμφώνησε να μεταθέσει την εφαρμογή τους για τις 9 Ιουλίου.
Η Γερμανία, ως μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, αναμένεται να επηρεαστεί ιδιαίτερα από την επιβολή καθολικών δασμών. Ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία προκαλούν οι ειδικοί δασμοί σε τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, το ατσάλι, τα φαρμακευτικά προϊόντα, τα ημιαγωγικά και τα αεροσκάφη. Οι δασμοί για τα αυτοκίνητα ανέρχονται στο 25%, ενώ πρόσφατα αυξήθηκαν και οι επιβαρύνσεις για τον χάλυβα και το αλουμίνιο από 25% σε 50%.
Παρότι ο Μερτς έθεσε το ζήτημα ψηλά στην ατζέντα του, δεν διέθετε εντολή από την ΕΕ για διαπραγματεύσεις. Ο Ευρωπαίος επίτροπος Εμπορίου, Μάρος Σέφτσοβιτς, συναντήθηκε στις 4 Ιουνίου στο Παρίσι με τον Αμερικανό εμπορικό εκπρόσωπο, Τζέημι Γκρηρ. Η συνάντηση χαρακτηρίστηκε εποικοδομητική, ωστόσο ο Σέφτσοβιτς εξέφρασε ανησυχία για τη διπλή αύξηση των δασμών σε μεταλλεύματα.
Αμυντικές δαπάνες
Ο Τραμπ έχει κατ’ επανάληψη υποστηρίξει ότι τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, πρέπει να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, έχει εντείνει τις πιέσεις για την επίτευξη υψηλότερων στόχων.
Στην υπουργική σύνοδο του ΝΑΤΟ που πραγματοποιήθηκε στην Τουρκία τον Μάιο, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Γιόχαν Βάντεπουλ, συντάχθηκε με την άποψη Τραμπ, ζητώντας σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών. Πρότεινε την καθιέρωση στόχου στο 5% του ΑΕΠ, έναντι του σημερινού 2%, ή εναλλακτικά 3,5% για άμυνα και επιπλέον 1,5% για συναφείς υποδομές, σύμφωνα με πρόταση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούττε.