Ο υπουργός Υγείας των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ., όρισε οκτώ νέα μέλη στη Συμβουλευτική Επιτροπή για τις Πρακτικές Εμβολιασμού (Advisory Committee for Immunization Practices – ACIP), η οποία παρέχει συμβουλές στα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention – CDC) σχετικά με τα εμβόλια.
Μεταξύ των νέων μελών περιλαμβάνονται ο ψυχίατρος και νευροεπιστήμονας Δρ Τζόζεφ Χίμπελν, που υπηρετεί ως προσωρινός επικεφαλής του Τμήματος Διατροφικών Νευροεπιστημών στο Εθνικό Ινστιτούτο Κατάχρησης Αλκοόλ, ο Δρ Ρόμπερτ Μαλόουν, ένας από τους επιστήμονες που συμμετείχαν στην ανάπτυξη της τεχνολογίας mRNA, και ο Δρ Κόντυ Μέισνερ, καθηγητής παιδιατρικής στο Κολέγιο Ντάρτμουθ και πρώην μέλος της ίδιας επιτροπής, σύμφωνα με ανακοίνωση του Κέννεντυ στις 11 Ιουνίου.
Ο υπουργός επεσήμανε ότι τα πρόσωπα που επελέγησαν δεσμεύονται στην τεκμηριωμένη ιατρική, την επιστημονική αυστηρότητα και την κοινή λογική, και ότι προτίθενται να απαιτούν σαφή δεδομένα ασφάλειας και αποτελεσματικότητας πριν από οποιαδήποτε νέα σύσταση για εμβόλια.
Ο Μαλόουν δήλωσε μέσω της πλατφόρμας X ότι θεωρεί τιμή τη συμμετοχή του στην επιτροπή, προσθέτοντας πως θα καταβάλει κάθε προσπάθεια να υπηρετήσει με αντικειμενικότητα και επιστημονική αυστηρότητα.
Τα υπόλοιπα νέα μέλη της επιτροπής είναι:
-
Ο Δρ Μάρτιν Κάλντορφ, επιδημιολόγος και βιοστατιστικολόγος, ένας από τους ιδρυτές της Ακαδημίας Επιστήμης και Ελευθερίας του Hillsdale College.
-
Ο Ρέτσεφ Λέβι, καθηγητής διοίκησης επιχειρησιακών λειτουργιών στο MIT, με διδακτορικό στην επιχειρησιακή έρευνα.
-
Ο Δρ Τζέημς Παγκάνο, γιατρός επειγόντων περιστατικών.
-
Η Βίκυ Πέμπσγουορθ, με διδακτορικό στη δημόσια υγεία και τη νοσηλευτική, περιφερειακή διευθύντρια της Εθνικής Ένωσης Καθολικών Νοσηλευτών.
-
Ο Δρ Μάικλ Ρος, κλινικός καθηγητής μαιευτικής και γυναικολογίας στα Πανεπιστήμια George Washington και Virginia Commonwealth.
Ο Λέβι δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι μολονότι πιστεύει πως τα απερχόμενα μέλη της επιτροπής έλαβαν τις αποφάσεις τους με τις καλύτερες προθέσεις και στηριζόμενοι στην εξειδίκευσή τους, οι αλλαγές που προωθεί το υπουργείο αντανακλούν μια ευρύτερη ανάγκη για βελτίωση και ενίσχυση της διαφάνειας και αξιοπιστίας της διαδικασίας αξιολόγησης της ασφάλειας και ωφέλειας των φαρμάκων — και ειδικότερα των εμβολίων.
Πρόσθεσε ότι θεωρεί τον ρόλο των μελών της επιτροπής συμβουλευτικό, στη βάση της κρίσης τους, και επεσήμανε ότι η επιστημονική συμβουλή μπορεί να είναι σύνθετη ή να διαφέρει. Όπως σημείωσε, οι τελικές αποφάσεις βαραίνουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, οι οποίοι καλούνται να σταθμίσουν τις γνώμες και τα διαθέσιμα δεδομένα.
Ο Λέβι εξέφρασε την άποψη ότι οι επιστήμονες πρέπει να παραμένουν στον ρόλο της ερμηνείας των επιστημονικών δεδομένων και όχι να εμπλέκονται στη λήψη αποφάσεων.
Αναφερόμενος στην επαγγελματική του εμπειρία στο σύστημα υγείας με πανεπιστημιακούς, γιατρούς και ασθενείς, τόνισε ότι σκοπεύει να συνεισφέρει με μια προσέγγιση που βασίζεται σε δεδομένα και λαμβάνει υπ’ όψιν διαφορετικούς τύπους κινδύνων και οφελών. Εκτίμησε επίσης ότι οι σύγχρονες δυνατότητες επιτρέπουν την εξατομίκευση της ιατρικής φροντίδας.
Όπως ανέφερε, είναι σημαντικό οι κίνδυνοι και τα οφέλη να αξιολογούνται στο πλαίσιο των χαρακτηριστικών, των επιθυμιών, των πολιτισμικών στοιχείων και των αναγκών κάθε ασθενή ή ομάδας ασθενών, ώστε να μπορούν να λαμβάνουν τις καλύτερες αποφάσεις για την υγεία τους σε συνεργασία με τους γιατρούς τους.
Το υπουργείο Υγείας, στο οποίο υπάγονται τα CDC, είχε γνωστοποιήσει στις 9 Ιουνίου την απομάκρυνση των 17 προηγούμενων μελών της επιτροπής. Ο Κέννεντυ είχε δηλώσει τότε ότι η ACIP δεν θα λειτουργεί πλέον ως «τυπική επικύρωση» πολιτικών που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της φαρμακοβιομηχανίας.
Η ACIP είναι επιτροπή που συγκροτείται από τα CDC για την παροχή συστάσεων σχετικά με τα εμβόλια, περιλαμβανομένων των προγραμμάτων παιδικού και ενήλικου εμβολιασμού. Σύμφωνα με το καταστατικό της, τα μέλη της διαθέτουν τεχνογνωσία στους τομείς της δημόσιας υγείας, της πρόληψης και της κλινικής χρήσης εμβολίων, καθώς και εμπειρία στην έρευνα και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας των εμβολίων.
Ο Κέννεντυ δήλωσε σε δημοσιογράφους στην Ουάσιγκτον ότι τα νέα μέλη είναι επιστήμονες και γιατροί με τα κατάλληλα προσόντα, οι οποίοι θα ακολουθούν τεκμηριωμένη ιατρική, θα διατηρούν αντικειμενικότητα και θα λαμβάνουν αποφάσεις δημόσιας υγείας για τα παιδιά με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα.
Οικονομική σχέση με φαρμακευτικές εταιρείες
Σύμφωνα με ανάλυση της Epoch Times δηλώσεων συμφερόντων και στοιχεία πληρωμών, οκτώ από τα μέλη της επιτροπής που απομακρύνθηκαν από τον Ρόμπερτ Κέννεντυ είχαν λάβει στο παρελθόν πληρωμή από φαρμακευτικές εταιρείες.
Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση της Δρος Υβόν Μαλντονάωτο (Dr. Yvonne Maldonado), της οποίας η θητεία ξεκίνησε το 2024. Όπως διαπιστώθηκε, είχε λάβει 4,6 εκατομμύρια δολάρια για ερευνητική χρηματοδότηση από τη Pfizer, καθώς και 39.547 δολάρια ως πληρωμή από τις εταιρείες Pfizer και Merck, τα τελευταία χρόνια. Στις δηλώσεις σύγκρουσης συμφερόντων αναφερόταν ότι συμμετείχε σε κλινικές δοκιμές για τα εμβόλια της Pfizer κατά του μηνιγγιτιδόκοκκου, της COVID-19 και του RSV, και ότι απείχε από σχετικές ψηφοφορίες.
Άλλα πρώην μέλη της επιτροπής είχαν λάβει ποσά από τις εταιρείες Sanofi, GlaxoSmithKline, Pfizer, Valneva, Merck, Janssen Pharmaceuticals και Boehringer Ingelheim. Τα περισσότερα, αν και όχι όλα, από αυτά τα ποσά είχαν δοθεί πριν τα μέλη ενταχθούν στην επιτροπή.
Ενδεικτικά, η Δρ Έλεν Κηπ Τάλμποτ, η οποία ξεκίνησε τη θητεία της το 2018, είχε δηλώσει ότι το 2019 έλαβε 7.500 δολάρια για ερευνητικούς σκοπούς και 4.662 δολάρια σε αμοιβές από τη Sanofi. Σε σχετικό αίτημα της Epoch Times για σχόλιο, η απάντηση που εστάλη αυτόματα παρέπεμπε στον εκπρόσωπο του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Vanderbilt, όπου εργάζεται η Τάλμποτ. Ο εκπρόσωπος, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε.
Ο Κέννεντυ έχει επικρίνει δημοσίως τα μέλη της επιτροπής για τις σχέσεις τους με τη φαρμακοβιομηχανία. Σε άρθρο γνώμης υποστήριξε ότι η επιτροπή πάσχει από χρόνια σύγκρουση συμφερόντων και λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά ως επικυρωτικός μηχανισμός για κάθε νέο εμβόλιο, χωρίς να έχει απορρίψει ποτέ κάποιο — ακόμα κι αν αποσύρθηκε αργότερα για λόγους ασφάλειας.
Το υπουργείο Υγείας υπενθύμισε ότι και τα 17 μέλη που απομακρύνθηκαν είχαν διοριστεί ή επιβεβαιωθεί κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπάιντεν, με αρκετούς να έχουν θητεία έως το 2027 ή το 2028. Όπως σημειώθηκε σε σχετική ανακοίνωση, η παραμονή τους θα περιόριζε τη δυνατότητα της κυβέρνησης Τραμπ να διορίσει νέα μέλη, γεγονός που, σύμφωνα με το υπουργείο, θα δυσχέραινε την «ανάκτηση της εμπιστοσύνης του κοινού στα εμβόλια».
Σε ό,τι αφορά τα νέα μέλη, αναφέρεται ότι ο Δρ Παγκάνο δήλωσε πληρωμές περίπου 4.600 δολαρίων από φαρμακευτικές εταιρείες τα τελευταία χρόνια· ο Χίμπλεν περίπου 338 δολάρια, περιλαμβανομένων αμοιβών από την AbbVie· και ο Μέισνερ λιγότερα από 150 δολάρια από τη Sanofi και άλλη μία εταιρεία.
Κριτική και επιδοκιμασία
Ορισμένοι γιατροί και οργανώσεις του κλάδου υγείας εξέφρασαν αντιρρήσεις για τις απομακρύνσεις.
Ο Δρ Τζέησον Γκόλντμαν, πρόεδρος του Αμερικανικού Κολεγίου Παθολόγων και σύνδεσμος του Κολεγίου με τη συμβουλευτική επιτροπή, υποστήριξε σε δήλωσή του ότι η ενέργεια αυτή, μαζί με τον πρόσφατο περιορισμό των συστάσεων για τα εμβόλια κατά της COVID-19, παρεμβαίνει στην πρακτική της τεκμηριωμένης ιατρικής και αποσταθεροποιεί μια έγκυρη και τεκμηριωμένη διαδικασία που συμβάλλει στη λήψη αποφάσεων για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Ο Τζέησον Πρέβελιτζ, πρόεδρος και επικεφαλής του Διοικητικού Συμβουλίου της Αμερικανικής Ακαδημίας Βοηθών Ιατρών, χαρακτήρισε την αιφνίδια απομάκρυνση και των 17 μελών της ανεξάρτητης συμβουλευτικής επιτροπής των CDC ως ιδιαίτερα επιζήμια για την εμπιστοσύνη στα εμβόλια, τα οποία, όπως σημείωσε, είναι αποδεδειγμένα ασφαλή επί δεκαετίες, καθώς και στους επαγγελματίες υγείας που ενημερώνουν καθημερινά ασθενείς και οικογένειες για θέματα ανοσοποίησης.
Ανησυχία για την απόφαση εξέφρασαν και μέλη της Γερουσίας, μεταξύ αυτών ο Μπιλ Κάσσιντυ (R-La.), πρόεδρος της Επιτροπής Υγείας, και ο Μπέρνι Σάντερς (I-Vt.), κορυφαίο στέλεχος της μειοψηφίας στην ίδια επιτροπή.
Άλλοι, πάντως, χαιρέτισαν τις απομακρύνσεις. Η Μαίρη Χόλλαντ (Mary Holland), διευθύνουσα σύμβουλος του οργανισμού Children’s Health Defense (Προστασία της υγείας των παιδιών), στον οποίο προήδρευε ο Κέννεντυ προτού αναλάβει το χαρτοφυλάκιο της Υγείας, υποστήριξε ότι η επιτροπή είχε σοβαρά οικονομικά αντικρουόμενα συμφέροντα, μέσω ερευνητικών επιχορηγήσεων, επενδυτικών χαρτοφυλακίων και συμμετοχών σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Όπως ανέφερε σε δήλωσή της, η αλλαγή αυτή ήταν απαραίτητη ώστε η επιτροπή να μπορεί στο μέλλον να διατυπώνει συστάσεις για τα εμβόλια χωρίς προκαταλήψεις.
Με τη συμβολή του Jan Jekielek